Πάνω από τρεις δεκαετίες η υπογράφουσα τη στήλη έχει παρακολουθήσει (από το γαλλόφωνο περιοδικό «Theatre», άλλα έντυπα και δημοσιεύματα) τον εξαιρετικά καινοτόμο παρισινό θίασο «Θέατρο του Ηλιου», που δημιούργησε το 1964 η Αριάν Μιουσκίν. Ενα θέατρο που επηρεάστηκε -κυρίως μορφολογικά- από το μεταπολεμικό «όνειρο» και τον αγώνα του αριστερού, αληθινά μεγάλου θεατράνθρωπου Ζαν Βιλάρ να υλοποιηθεί ένα μακρόχρονο αίτημα του λαϊκού κινήματος και των προοδευτικών καλλιτεχνών: Να δημιουργηθεί ένα γνήσιο «λαϊκό θέατρο», που να εκπορεύεται από το λαό και αυτόν να υπηρετεί. Ο αγώνας αυτός του Βιλάρ, βέβαια, εμποδίστηκε από την άρχουσα τάξη, ποικιλοτρόπως. Η δημιουργία του «Θεάτρου του Ηλιου», η στήριξή του από το κράτος, οι λαϊκόμορφες - πολυπρόσωπες - πολύωρες παραστάσεις του, με σημαντικότερη την παράσταση «1789» (για τη Γαλλική Επανάσταση), «ξεγέλασαν», ίσως για μερικά χρόνια «ξεγέλασαν» το αδικαίωτο όραμα του Βιλάρ. Σήμερα, όμως, το «ξεγελούν»; Το «ξεγελά» λ.χ. η πολυδιαφημισμένη (εξάωρη) παράσταση «Το τελευταίο καραβανσαράι» της Μιουσκίν, που συμπεριλήφθηκε στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών, απλώς και μόνο με τη λιτή, ρεαλιστικά λαϊκότροπη, ουσιαστικά φολκλορική μορφή της, την αναμφίβολα μεγάλη εικαστική καλαισθησία, τα ευφάνταστα ευρήματα, την άψογη τεχνική, τις λεπτοδουλεμένες ερμηνείες, την ψυχοσωματικά εξαντλητική, πραγματικά ηρωική συμβολή όλων των επαγγελματιών και ερασιτεχνών ηθοποιών, οι οποίοι κινούν και όλα τα σκηνικά αντικείμενα; Ο θεατής που έχει νου και κρίση, ανοιχτά τα μάτια και τα αυτιά για όσα συνέβησαν στον κόσμο από τα τέλη του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα, που δε «χαυνώνεται» με το σκόπιμα εντυπωσιοθηρικό θέαμα της Α. Μιουσκίν, με θέμα τους αμέτρητους, ξεριζωμένους, δύστυχους μετανάστες ανά τον κόσμο, υπό τον τίτλο «Το τελευταίο καραβανσαράι», και προσέξει τι λέει και προπαντός τι δε λέει το λιγοστό κείμενο, ποιους ενοχοποιεί για τη δυστυχία των μεταναστών και ποιους απαλλάσσει, ποια βάσανα των μεταναστών προβάλει και ποια όχι, ποιον θεωρεί ως τόπο «ελευθερίας», θα καταλάβει το, κρυμμένο πίσω από την παραπλανητική «λαϊκή» της όψη, αντιδραστικό περιεχόμενο της παράστασής της. Λέξη, λ.χ., δεν ακούγεται για τις ιμπεριαλιστικές εισβολές στη Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, για τα εξ ιμπεριαλισμού πάθη της Παλαιστίνης, για τους υποκινούμενους από τον ιμπεριαλισμό εμφύλιους πολέμους σε αφρικανικές χώρες, τους υποκινούμενους και οπλισμένους από τον ιμπεριαλισμό τρομοκράτες στην Τσετσενία. Ούτε καν η αόριστη λέξη «πόλεμος» δεν ακούγεται στην παράστασή της. Κατά την Α. Μιουσκίν οι μετανάστες είναι θύματα των «κακών» Ταλιμπάν - κι ούτε κουβέντα γιατί και από ποιους προέκυψαν οι Ταλιμπάν, ο «κακός« Σαντάμ, οι «κακοί» λαθρέμποροι - μαστροποί - άρπαγες - βάναυσοι Σέρβοι, Ρώσοι - Κούρδοι, Ιρακινοί, Ιρανοί, που εκμεταλλεύονται τους μετανάστες και ελέγχουν τα περάσματα, προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου τους προσφέρεται δουλιά και ζουν «ελεύθερα», «ανθρωπινά». Η παράσταση για να θολώσει τα νερά κάνει και ολίγη «κριτική». Λ.χ. για ένα τυχόν χαστούκι σε μαύρο μετανάστη από κάποιο θερμόαιμο της γαλλικής υπηρεσίας ελέγχου μεταναστών. Για κάποιον, ίσως ψιλομαφιόζο Αγγλο συνοριοφύλακα στο τούνελ της Μάγχης. Και, κυρίως, για την αντιμεταναστευτική πολιτική της Αυστραλίας. Αποκαλυπτικό είναι και το φινάλε της παράστασης: Ενα έμμεσο «ζήτω» στον τόπο της «ελευθερίας» των μεταναστών: στην «Ευρώπη του 2006», κι ας αφήνει να σφάζονται από το ιμπεριαλιστικό Ισραήλ και να ξεριζώνονται ο παλαιστινιακός και ο λιβανικός λαός. Θα πει κάτι και τι γι' αυτό το νέο, τελευταίο καραβάνι ξεριζωμένων, το συνεχώς εμπλουτιζόμενο, από το 1999 και εντεύθεν, θέαμα της Μιουσκίν;