ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 24 Ιούνη 2001
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ
Τα ελλείμματα, η «σκληρή» δραχμή και το ευρώ

Η Ελλάδα μαζί με την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Αγγλία είναι οι μόνες χώρες στην ΕΕ των 15 που σε σταθερή βάση παρουσιάζουν εμπορικό έλλειμμα. Αντίθετα, οι υπόλοιπες 11 χώρες τη δεκαετία του 1990 παρουσιάζουν εμπορικά πλεονάσματα. Ο εξαγωγικός γίγαντας βέβαια στην Ευρώπη ακούει στο όνομα Γερμανία, με μακρά διαφορά από το δεύτερο. Οτι η Ιαπωνία παρουσιάζει μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα, τα τελευταία χρόνια, σταθερά πάνω από τα 100 δισ. δολάρια, είναι, λίγο- πολύ, γνωστό. Οτι οι ΗΠΑ παρουσίασαν το 2000 εμπορικό έλλειμμα ύψους 450 δισ. δολαρίων (180 τρισ. δραχμές!), δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό, μια και οι απολογητές του νεοφιλελεύθερου αμερικανικού μοντέλου φροντίζουν να μας παρουσιάσουν τα θετικά, στατιστικά επιτεύγματα, της αμερικανικής οικονομίας, αν και κατά καιρούς διάφοροι οικονομικοί αναλυτές αναφέρονται και στο μεγάλο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ.

Αυτά μεταξύ άλλων προκύπτουν από τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για τη διαχρονική εξέλιξη του εμπορικού ισοζυγίου από το 1983 μέχρι σήμερα, ενώ στο σχετικό πίνακα παραθέτουμε τα στοιχεία για την περίοδο 1990-2000. Φυσικά, η ανάγνωση των εμπορικών πλεονασμάτων και των ελλειμμάτων αποκαλύπτει πλευρές του διαρκούς εμπορικού πολέμου που υπάρχει μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων του πλανήτη, στον αγώνα δρόμου για τη διατήρηση και κατάκτηση νέων αγορών. Το μοίρασμα των παλιών, αλλά και των νέων αγορών των πρώην σοσιαλιστικών κρατών βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη, κάτι που αποτυπώνεται στις συμμαχίες, αλλά και στις συγκρούσεις συμφερόντων, στους οξύτατους ανταγωνισμούς, που εκδηλώνονται με ιδιαίτερη σφοδρότητα στις συνόδους του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, τη μετεξέλιξη δηλαδή του Γύρου της Ουρουγουάης και της ΓΚΑΤΤ.

Η υποτίμηση του ευρώ

Το κατρακύλισμα του ευρώ, στη σχέση ισοτιμίας ως προς το δολάριο πρωτευόντως και δευτερευόντως ως προς το γιεν, έχει άμεση σχέση με τον ανοιχτό ή καλυμμένο εμπορικό πόλεμο μεταξύ των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων, σε Ευρώπη, Αμερική και Ιαπωνία. Το ευρώ εμφανίστηκε σε λογιστική μορφή στις αγορές την 1/1/1999, σε μια ισοτιμία προς το δολάριο 1,12 προς 1. Ενα ευρώ δηλαδή προς 1,12 δολάρια. Η ισοτιμία αυτή κατρακύλησε σχεδόν αμέσως σε επίπεδα κάτω και από το 1 δολάριο και πολλοί ήταν εκείνοι που έσπευσαν να εκφράσουν δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον του. Αν και για το 2001 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει θέσει στόχο η ισοτιμία προς το δολάριο να διαμορφωθεί στο 1/1, κάτι τέτοιο μέχρι τώρα δε φαίνεται να επιβεβαιώνεται. Αντίθετα, τις τελευταίες μέρες κινείται στα επίπεδα των 85 σεντς και την Πέμπτη 7/6/2001 κατρακύλησε ακόμα πιο κάτω, στα 84 σεντς.

Τόσο το φθινόπωρο του 2000, όταν και πάλι το ευρώ είχε κατρακυλήσει, όσο και σήμερα που επαναλαμβάνεται το ίδιο σκηνικό, είχαν διατυπωθεί και διατυπώνονται διάφορα ερωτήματα. Ετσι ορισμένοι Ευρωπαίοι αναλυτές διερωτώνται, αν πρόκειται για πραγματική αδυναμία του ευρώ να ανακάμψει, ή αν ένα «ασθενές» ευρώ εξυπηρετεί ορισμένους... Συνήθως η υποτίμηση ή η διολίσθηση ενός νομίσματος αποτελεί κλασικό όπλο μιας χώρας - στην περίπτωσή μας ένα σύνολο χωρών - να ενισχύσει τις εξαγωγές της. Και στην Ευρωπαϊκή Ενωση υπάρχει ισχυρό ενδιαφέρον για μια τέτοια προοπτική. Γιατί, π.χ., αποτελεί αρνητική εξέλιξη για τις μονοπωλιακές επιχειρήσεις της Γερμανίας, το γεγονός ότι η ισοτιμία του ευρώ είναι σήμερα κατά 15% χαμηλότερη σε σχέση με το στόχο που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα; Αυτό απλά σημαίνει ότι τα γερμανικά εμπορεύματα, εκφρασμένα σε δολάρια, στην αμερικανική αγορά είναι κατά 15% φθηνότερα σε σχέση με τα ανταγωνιστικά αμερικανικά εμπορεύματα. Αντίστοιχα, τα αμερικανικά εμπορεύματα, εκφρασμένα σε ευρώ, είναι κατά 15% ακριβότερα στην ευρωπαϊκή αγορά. Και οι Γερμανοί καπιταλιστές, που η χώρα τους διατηρεί από το 50% μέχρι και το 90% του ευρωπαϊκού εμπορικού πλεονάσματος, βολεύονται μια χαρά με την κατάσταση αυτή. Το ίδιο και οι Γάλλοι καπιταλιστές, οι Βέλγοι, οι Ολλανδοί, οι Ιταλοί, οι οποίοι βλέπουν τις εξαγωγικές τους επιδόσεις να αυξάνουν.

Η πολιτική της «σκληρής» δραχμής

Είναι εμφανές ότι η νομισματική-συναλλαγματική πολιτική δεν είναι κάτι το «ουδέτερο» και το «άχρωμο», αλλά είναι πέρα για πέρα ταξική. Είναι επίσης καθαρό ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χαράσσει τη νομισματική και συναλλαγματική της πολιτική, με βάση τα συμφέροντα των πιο ισχυρών χωρών της ΕΕ, βασικά των εξής δύο, της Γερμανίας και της Γαλλίας. Οι υπόλοιπες χώρες απλώς ακολουθούν... Και έχει ιδιαίτερη σημασία να δούμε τις συνέπειες για την Ελλάδα. Γιατί η Ελλάδα, η οικονομία της οποίας είναι σημαντικά μικρότερη σε μέγεθος, συγκρινόμενη με αυτές των ισχυρών κρατών στην ΕΕ, είναι χώρα εισαγωγέας με μεγάλα εμπορικά ελλείμματα, καθώς η αξία εισαγωγών προς εξαγωγές είναι 4/1. Αντίθετα, η άνοδος του δολαρίου την εξαναγκάζει να πληρώνει πανάκριβα τις εισαγόμενες πρώτες ύλες σε δολάρια, όπως καλή ώρα το πετρέλαιο, κάτι που επιβαρύνει το εξωτερικό της ισοζύγιο. Βεβαίως, από ένα ασθενές ευρώ φαίνεται να βγαίνει χαμένη η ελληνική οικονομία, αλλά η οικονομία δεν είναι ουδέτερη. Ετσι χαμένοι δεν είναι οι μεγαλοεπιχειρηματίες στο σύνολό τους, αλλά τα λαϊκά στρώματα, αφού τη ζημιά καλούνται να την πληρώσουν με διάφορους τρόπους. Από την αύξηση της ανεργίας, την ένταση της εκμετάλλευσης, έως τη μείωση των εισοδημάτων τους (γι' αυτό φροντίζει η πολιτική των διαβόητων αναδιαρθρώσεων), αφού η κερδοφορία των μεγαλοεπιχειρηματιών ανθοφορεί.

Στο πρόσφατο παρελθόν η κυβέρνηση, και όχι μόνο, υπεραμυνόταν της πολιτικής της «σκληρής» δραχμής, που ακολουθούσε μετά το 1994 η Τράπεζα της Ελλάδας. Η πολιτική της «σκληρής» δραχμής συνιστάτο στη σύνδεση της ισοτιμίας της με το καλάθι των ευρωπαϊκών νομισμάτων, κατά κύριο λόγο με το μάρκο. Στόχο είχε, με τη διατήρηση των σταθερών ισοτιμιών, να συγκρατήσει τον εισαγόμενο πληθωρισμό. Πιο πριν οι διαφορές αυτές καλύπτονταν με τη διολίσθηση της δραχμής ως προς τα ανταγωνιστικά νομίσματα. Με την πολιτική όμως της «σκληρής» δραχμής έκλειναν πονηρά το μάτι στους Ελληνες καπιταλιστές και τους έλεγαν ότι χρειάζεται εκσυγχρονισμός και πολιτική μείωσης του «κόστους εργασίας». Δηλαδή, μορφές έντασης της εκμετάλλευσης. Χρειαζόταν, δηλαδή, η μετακύληση των όποιων συνεπειών από την πολιτική της «σκληρής» δραχμής στην εργατική τάξη, πρώτ' απ' όλα με τη συμπίεση των μισθών, ενώ στη συνέχεια ήρθαν και οι ελαστικές μορφές εργασίας κλπ. Ετσι, οι εργαζόμενοι είναι οι μεγάλοι χαμένοι και των πολιτικών της «σκληρής» δραχμής και του «ασθενούς» ευρώ. Στην πρώτη περίπτωση συμπίεζαν τους μισθούς, προχωρούσαν στις ελαστικές μορφές εργασίας, προκειμένου να αυξάνονται τα κέρδη τους. Στη δεύτερη περίπτωση, και αφού έχουν μειωθεί σημαντικά τα εργατικά εισοδήματα, έρχεται ο πληθωρισμός, λόγω αύξησης του κόστους των εισαγωγών, και μειώνει ακόμη παραπέρα την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Και στις δύο δηλαδή περιπτώσεις έχουμε ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης.

Ελλάδα, ο φτωχός συγγενής

Το εμπορικό ισοζύγιο και η διαχρονική εξέλιξή του αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα των σχέσεων ανισοτιμίας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, επιβολής του ισχυρού στον ασθενέστερο και φυσικά η ψαλίδα όχι μόνο δεν πρόκειται να κλείσει - όπως υποστηρίζουν με τα περί πραγματικής σύγκλισης - αλλά αντίθετα θα ανοίγει. Αυτή είναι η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού.

Το βασικό επιχείρημα των θιασωτών της ένταξης στην τότε ΕΟΚ ήταν ότι τα ελληνικά εμπορεύματα θα διακινούνται σε μια αγορά 300 εκατ. καταναλωτών. Το επιχείρημα αυτό αποδείχτηκε απατηλό. Τα ελληνικά εμπορεύματα αποδείχτηκαν... υπέρβαρα για να εισέλθουν στην ευρωπαϊκή αγορά, σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά, τα οποία εισήλθαν σε... ανοχύρωτη πόλη, στην ελληνική δηλαδή αγορά. Η εξέλιξη του εμπορικού της ελλείμματος είναι ενδεικτική. Κινούμενο σε μονοψήφια επίπεδα (δισ. δολάρια) τη δεκαετία του '80, από το '90 και μετά, την περίοδο «εξυγίανσης» της ελληνικής οικονομίας, διευρύνεται σταθερά για να φτάσει τα 18 δισ. δολάρια το 1999 με πρόβλεψη τα 21 δισ. δολάρια το 2002 (στοιχεία ΟΟΣΑ). Δηλαδή το εμπορικό έλλειμμα ενός χρόνου είναι όσα χρήματα θα λάβει η Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή Ενωση σε 6 χρόνια, περίπου 9 τρισ. δραχμές, στα πλαίσια του Γ΄ ΚΠΣ.

Μπορεί ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας, όπου βρεθεί και όπου σταθεί να διαλαλεί ότι η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμούς 5%, για το λαό όμως η κατάσταση έχει χειροτερεύσει. Ταυτόχρονα, παραδοσιακοί κλάδοι (μεταποίηση, αγροτικός), με δυνατότητες ανάπτυξης σε όφελος των λαϊκών στρωμάτων, φθίνουν, αφού για το κεφάλαιο δεν αφήνουν κέρδη συγκριτικά με άλλους. Επίσης, οι υπηρεσίες διογκώνονται. Την ίδια τύχη επιφυλάσσουν και για τις «νότιες» χώρες, την Ισπανία και την Πορτογαλία, οι οποίες, μαζί με την Ελλάδα, αποτελούν πραγματικά χώρες δεύτερης ταχύτητας στην Ευρώπη των 15. Για προσέγγιση, ούτε σκέψη. Ο καπιταλισμός διευρύνει και τις ταξικές ανισότητες, αλλά και αυτές μεταξύ κρατών.

Η περίπτωση των ΗΠΑ

Στα αξιοπερίεργα των σχετικών στοιχείων του ΟΟΣΑ είναι η εκτίναξη του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ στα 450 δισ. δολάρια. Το ποσό είναι τεράστιο και η κατάσταση αντιφατική. Την ανάπτυξη της οικονομίας των ΗΠΑ την απέδιδαν στις νεοφιλελεύθερες ρυθμίσεις του Ρίγκαν. Ετσι, παρουσίαζαν τις ΗΠΑ ως χώρα που αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς τα τελευταία 15 χρόνια, σπάζοντας έτσι τους δεκάχρονους οικονομικούς κύκλους της εναλλασσόμενης οικονομικής άνθησης και ύφεσης... Εμφάνιζαν μια οικονομία με ισχυρή ανάπτυξη, χαμηλό πληθωρισμό, χαμηλή ανεργία και ισχυρό νόμισμα. Το τετράπτυχο της επιτυχίας για τους ανά τον κόσμο νεοφιλελευθέρους. Κι όμως, η χώρα αυτή εμφανίζεται με εμπορικό έλλειμμα 450 δισ. δολαρίων, το οποίο αναμένεται να φτάσει τα 500 δισ. δολάρια το 2002! «Περίεργη» ανάπτυξη και... επικίνδυνη, αλλά αυτός είναι ο καπιταλισμός. Ο εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες αναμένεται να οξυνθεί στο προσεχές μέλλον...


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ