ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 14 Μάη 2000
Σελ. /36
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
Οι κυβερνητικοί εταίροι ομολογούν τον εφιάλτη
  • Αποκαλυπτικές και ξεκάθαρες οι οδηγίες του θεματοφύλακα της ΟΝΕ για τις εργασιακές σχέσεις
  • Θέλουν κατάργηση της πλήρους απασχόλησης και του 8ωρου και το μοίρασμα των θέσεων εργασίας σε περισσότερους πολίτες
  • Η θεωρία του «απασχολήσιμου» στο επίκεντρο της έκθεσης της ΕΚΤ 

Γρηγοριάδης Κώστας

Τώρα που έχουμε ξεφύγει εντελώς από τον αστερισμό των εκλογών και τα επιτελεία του δικομματισμού δεν ασχολούνται με την υπόθεση υφαρπαγής της λαϊκής ψήφου, έπαψαν να «στρογγυλεύονται» και οι τοποθετήσεις των αρμοδίων για την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει η κυβέρνηση. Οι δεσμεύσεις, άλλωστε, που έχουν αναληφθεί έναντι της οικονομικής ολιγαρχίας έχουν σαφή ορίζοντα υλοποίησης και από αυτή την άποψη δεν επιτρέπεται καμιά χαλάρωση. Κάτι τέτοιο δεν το θέλει ούτε το επιτελείο Σημίτη, που ναι μεν προεκλογικά θέλησε να προβάλει και να εκμεταλλευτεί τη δημαγωγία περί «κοινωνικής πολιτικής», αλλά στο κυβερνητικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ, ανεξάρτητα από την ονοματοδοσία των επιμέρους κεφαλαίων, έχουν ενσωματώσει όλες τις παραπάνω δεσμεύσεις.

Οι εξελίξεις που μεσολάβησαν, τις αμέσως μετά το Πάσχα μέρες, και η δημοσιοποίηση των εκθέσεων της Κομισιόν και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, έδωσαν μάλιστα την ευκαιρία σε διάφορα κυβερνητικά στελέχη να επαναβεβαιώσουν την προσήλωσή τους στην «πολιτική των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη χώρα, την οικονομία της και τους εργαζόμενους. Ουσιαστικά, πρόκειται για την προώθηση μιας συνολικής πολιτικής καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, που θίγει όλους τους τομείς των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές τάξεις και ομάδες. Μια πολιτική που, με μοναδικό γνώμονα την ενδυνάμωση της εξουσίας της άρχουσας τάξης και την εξασφάλιση των μέγιστων δυνατών κερδών για τους εκπροσώπους της, προβλέπει τον πλήρη επαναπροσδιορισμό της θέσης και του ρόλου της κάθε κοινωνικής ομάδας. Ενας στόχος που μπορεί να υλοποιηθεί μόνο με την κλιμάκωση της όλο και πιο βάρβαρης επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των άλλων τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων, αφού μόνο έτσι μπορεί να επιταχυνθεί η παραπέρα συσσώρευση κεφαλαίων στα χέρια της ισχνής μειοψηφίας των κεφαλαιοκρατών. Σ' αυτά ακριβώς τα πλαίσια, ο σημερινός «χάρτης» απεικόνισης εργασιακών σχέσεων, δικαιωμάτων, κατακτήσεων, κοινωνικών εξασφαλίσεων και παροχών, βιοτικού επιπέδου κ.ο.κ, επανεξετάζεται ούτε λίγο-ούτε πολύ από «μηδενική βάση». Η... «νέα τάξη», που επιδιώκει να επιβάλει η οικονομική ολιγαρχία στον τομέα των οικονομικών σχέσεων, αμφισβητεί (ουσιαστικά αρνείται) ακόμα και αυτό που στα όρια του καπιταλιστικού συστήματος θεωρούνταν «κανονική» αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού, στέλνοντας στο κοινωνικό περιθώριο και το πλήρες αδιέξοδο μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.

Η φυλλομέτρηση της έκθεσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που αναφέρεται στα «επιτεύγματα» της ελληνικής κυβέρνησης ενόψει της εισόδου της χώρας στην ΟΝΕ, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική για το πώς κυβέρνηση και ΕΕ προσεγγίζουν το θέμα των «διαρθρωτικών αλλαγών» στον τομέα, για παράδειγμα, των εργασιακών σχέσεων. Βεβαίως δεν πρόκειται για ζητήματα που είναι άγνωστα τους Ελληνες εργαζόμενους. Παρά το γεγονός ότι οι διάφορες πτυχές των κυβερνητικών στοχεύσεων πολλές φορές συσκοτίζονται με τα γενικόλογα περί «προσαρμογών στις νέες συνθήκες», «εκσυγχρονισμού» κλπ., αρκετές πλευρές της γενικής προοπτικής της «απελευθέρωσης αγοράς εργασίας» έχουν φωτιστεί. Αλλωστε, οι κομμουνιστές δε σταμάτησαν ούτε στιγμή, από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, όταν άρχισαν να εκπονούνται τα σχέδια για την ΟΝΕ, να μιλούν, να αποκαλύπτουν, να αναλύουν για το πού οδηγούν τα σχέδια της καπιταλιστικής ενοποίησης.

Η αγορά εργασίας

Ιδού πώς το... καλωσορισμένο από την κυβέρνηση κείμενο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αφ' ενός περιγράφει την κατάσταση και αφ' ετέρου διατυπώνει τις οδηγίες-εντολές, για τα όσα «πρέπει» να γίνουν στην αγορά εργασίας. Αναφέρεται χαρακτηριστικά:

«Η αγορά εργασίας εξακολουθεί να πάσχει από ορισμένες διαρθρωτικές δυσκαμψίες, όπως τα ανελαστικά ωράρια εργασίας, ο αναποτελεσματικός μηχανισμός αντιστοίχισης προσφοράς και ζήτησης εργασίας, η ανεπαρκής μισθολογική διαφοροποίηση και οι υψηλοί μισθοί εισόδου που διαμορφώνονται για όσους αναζητούν εργασία για πρώτη φορά. Εχουν ψηφιστεί νέοι νόμοι και εφαρμόζονται μέτρα (...), εντούτοις τα μέχρι τώρα αποτελέσματα παραμένουν περιορισμένα λόγω των προβλημάτων εφαρμογής, καθώς και επειδή ορισμένα από τα μέτρα ξεκίνησαν πρόσφατα. Η επίδοση της αγοράς εργασίας είναι ακόμα κάπως απογοητευτική, παρά την ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια. Το συνολικό ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα, το οποίο εξακολουθούσε να είναι υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ (10,4%, το 1999), και μόλις πρόσφατα άρχισε να υποχωρεί βραδέως, αντανακλά εν μέρει την αθρόα είσοδο γυναικών και μεταναστών στο εργατικό δυναμικό. Η απασχόληση αυξήθηκε κατά 3,4% το 1998 και κατά 1,2% το 1999, αλλά το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε μόνο από 53,4% το 1997 σε 54,4% το 1999, παραμένοντας σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ (63,4%). Ωστόσο, το ποσοστό απασχόλησης σε ισοδύναμα πλήρως απασχολούμενων ατόμων στην Ελλάδα είναι περίπου ίσο με το μέσο όρο της ΕΕ, αντανακλώντας το γεγονός ότι η μερική απασχόληση είναι ευρύτερα διαδεδομένη στο σύνολο της ΕΕ. Περαιτέρω αποφασιστικές προσπάθειες είναι ζωτικής σημασίας για να υπερνικηθούν οι αξιόλογες διαρθρωτικές δυσκαμψίες που εξακολουθεί να εμφανίζει η αγορά εργασίας».

Είναι οφθαλμοφανές πως για ένα πράγμα δεν μπορούν να κατηγορηθούν οι εκπρόσωποι της Κομισιόν και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οτι «μασάνε» τα λόγια τους. Αντίθετα, χωρίς περιστροφές και ζικ-ζακ, χωρίς καλολογικά στοιχεία περιγράφουν τους προσανατολισμούς της ΕΕ και της ΟΝΕ. Ενδεχόμενα να είναι η πρώτη φορά που με τόση περιγραφική και ουσιαστική ακρίβεια η ΕΚΤ διατυπώνει τις απόψεις της για το κεφάλαιο «αγορά εργασίας». Σε λιγότερο από 250 λέξεις, οι συντάκτες του κειμένου τα λένε όλα. Μιλούν για:

  • διαρθρωτικές δυσκαμψίες
  • μη αντιστοίχιση προσφοράς και ζήτησης εργασίας
  • ανεπαρκή μισθολογική διαφοροποίηση
  • υψηλούς μισθούς εισόδου στην εργασία
  • προβλήματα εφαρμογής των νόμων
  • απογοητευτική επίδοση αγοράς εργασίας
  • υψηλή ανεργία λόγω εργασίας των γυναικών
  • υψηλή ανεργία λόγω της ύπαρξης μεταναστών
  • χαμηλούς ρυθμούς ανόδου της απασχόλησης
  • στατιστικά ισοδύναμα πλήρως απασχολούμενων ατόμων
  • μη διαδεδομένη μερική απασχόληση

Και στο φόντο όλων αυτών αποφαίνονται πως«ΑΑΙΤΟΥΝΤΑΙ αποφασιστικές προσπάθειες για να υπερνικηθούν οι αξιόλογες διαρθρωτικές δυσκαμψίες».

Αποκωδικοποίηση - εφιάλτης

Αν κανείς προσπαθήσει να αποκωδικοποιήσει το σχετικό κείμενο, μπορεί να το ξαναδιαβάσει ως εξής:

Σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας, η απασχόληση, δηλαδή το ποσοστό των πολιτών που είναι σε θέση να εργαστούν, σε συνδυασμό με τη δυνατότητά τους να βρουν δουλιά, είναι μόλις 54,4%. Η εικόνα αυτή, σε συνθήκες ισχυρής αύξησης του ΑΕΠ, είναι απογοητευτική. Ρίζα του κακού - σύμφωνα με τη λογική των συντακτών της έκθεσης - είναι ότι οι εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα, παρά την πρόοδο που σημειώθηκε με την ψήφιση νέων νόμων και μέτρων, παραμένουν αγκυλωμένες σε δεδομένα που ίσχυαν άλλες εποχές. Η καλύτερη μελέτη των στατιστικών στοιχείων, λένε, δείχνει ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος της χαμηλής απασχόλησης είναι ρεαλιστική και θα μπορούσε να πλησιάσει το μέσο όρο της ΕΕ, το 63,4%. Επειδή όμως γνωρίζουν ότι η εφαρμοζόμενη πολιτική και τα σχέδια των πολυεθνικών θέτουν εκτός παραγωγής το εργατικό δυναμικό προτείνουν κάτι άλλο: Να απασχοληθούν για την παραγωγή του ίδιου ΑΕΠ περισσότεροι εργαζόμενοι! Οι υπάρχουσες, δηλαδή, θέσεις εργασίας καθώς και τα δοσμένα κονδύλια για μισθοδοσία και ασφαλιστικές καλύψεις, να μοιραστούν σε περισσότερους πολίτες.

Αυτό, κατά την ΕΚΤ, μπορεί να γίνει κατ' αρχήν με έναν πολύ απλό τρόπο: Να αποκτήσει και στην Ελλάδα μαζικές -τουλάχιστον όπως στις άλλες χώρες της ΕΕ - διαστάσεις και να εξαπλωθεί σ' ολόκληρη την οικονομία η μερική απασχόληση των εργαζομένων. Ενας τέτοιος στόχος μπορεί να υλοποιηθεί - μας λένε οι θεματοφύλακες της ΟΝΕ - αν ξεπεραστούν οι... δυσκαμψίες που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία και ειδικότερα στις εργασιακές σχέσεις. Αυτό στα απλά ελληνικά σημαίνει ότι στις σημερινές συνθήκες πρέπει, πέρα από την πιστή εφαρμογή των νόμων που ισχύουν, να υπάρχει ταίριασμα ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση εργασίας. Ενας μηχανισμός αντιστοίχισης, δηλαδή, που θα επιτρέπει στους εργοδότες να καλύπτουν αυξημένες ανάγκες απασχόλησης όταν αυτές υπάρχουν, αλλά θα τους δίνει και πλήρη ελευθερία ν' απαλλάσσονται, χωρίς επιπτώσεις και συνέπειες, από το πλεονάζον προσωπικό, όταν αυτό υπαγορεύεται από τα επιχειρηματικά σχέδια και τις συγκυρίες. Με δυο λόγια, αυτό που προτείνεται είναι η γενικευμένη μείωση - πλήρης κατάργηση ίσως θα τους βόλευε ακόμα καλύτερα - της πλήρους απασχόλησης των εργαζομένων και η νομιμοποίηση της ευχέρειας των εργοδοτών να αυξομειώνουν ανάλογα με την επιχειρηματική συγκυρία τον αριθμό του προσωπικού τους.

Προϋπόθεση για να περπατήσουν τέτοια μέτρα και σχήματα απασχόλησης είναι το ξεκαθάρισμα των διαφόρων... δυσκαμψιών. Γιατί - σύμφωνα με τη λογική της άρχουσας τάξης - τι αξία θα έχει να γενικευτεί η μερική απασχόληση, αν, για παράδειγμα, οι εργοδότες δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν μαζικές απολύσεις, ή αν πρέπει να δίνουν αποζημιώσεις κάθε φορά που θα απολύουν εργαζόμενους; `Η, από πού και ως πού θεωρείται κίνητρο για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, ακόμα και εκείνοι που πρωτοβγαίνουν για εργασία, να αξιώνουν εξωφρενικούς μισθούς των 110-120 χιλιάδων το μήνα;

Ολα τα παραπάνω μαζί με την οδηγία για καθιέρωση επαρκών μισθολογικών διαφοροποιήσεων, στην ουσία κατατείνουν σε ένα κοινό παρονομαστή, που είναι και ο πολιτικός στόχος των εμπνευστών των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στις εργασιακές σχέσεις. Στην κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, που προκύπτουν από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, είτε σε εθνικό, είτε σε κλαδικό επίπεδο. Ο... απασχολήσιμος, στο νέο τοπίο που θέλουν να επιβάλουν, δε θα είναι ένας εργαζόμενος όπως τον γνωρίζουμε μέχρι σήμερα: Θα βρίσκεται σε συνεχή ετοιμότητα μέχρι να βρει κάποια δουλιά. Θα προσέρχεται και θα εργάζεται με ατομικές συμφωνίες, σε μέρες και ωράρια που θα καθορίζονται από τα συγκυριακά σχέδια του εργοδότη. Θα αμείβεται ανάλογα με την εκάστοτε προσωπική συμφωνία, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη κλαδικές και άλλες συμβάσεις, ενώ πλήρης θα είναι και η ανατροπή των ασφαλιστικών του δικαιωμάτων. Μόλις φτάνει το πλήρωμα του χρόνου θα αποχωρεί από την εργασία ως μονάδα και θα παραμένει με την αγωνία «παρά πόδα», περιμένοντας την επόμενη... ευκαιρία απασχόλησης.

Πριν δέκα μέρες, όταν δημοσιοποιούνταν τα κείμενα που περιλαμβάνουν τις παραπάνω διατυπώσεις και με τα οποία θεωρούνταν ότι το κεφάλαιο ένταξης στην ΟΝΕ έκλεισε θετικά, οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης και της ΝΔ πανηγύριζαν, κάνοντας λόγο για ιστορικές μέρες για τη χώρα και τους Ελληνες. Είναι αλήθεια. Οι μέρες είναι ιστορικές. Μόνο που για κάποιους αποτελούν σταθμό επειδή τώρα θα έρθουν αντιμέτωποι με την κλιμακούμενη και ακόμα πιο έντονη αντιλαϊκή επίθεση, ενώ για κάποιους άλλους επειδή είναι οι επιτιθέμενοι και από εδώ και πέρα προσδοκούν να καρπώνονται πολύ περισσότερα, χάρη στη λαφυραγώγηση κατακτήσεων και δικαιωμάτων. Από αυτή την άποψη, αλήθεια αποτελεί και το γεγονός ότι μπροστά στην κατάσταση που διαμορφώνεται για την εργατική τάξη, τους άλλους εργαζόμενους, τους αγρότες, τους νέους και τις νέες, τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, για όλους μας, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος πέρα από την ουσιαστική συνειδητοποίηση των νέων συνθηκών, την άμεση οργάνωση της πάλης μας, με στόχο να καθυστερήσουμε, να περιορίσουμε, να δυσκολέψουμε και, γιατί όχι, να εμποδίσουμε την εφαρμογή των πολιτικών που εξυφαίνονται σε βάρος του λαού και του τόπου.


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ