ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 17 Δεκέμβρη 1999
Σελ. /36
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΟΙ
Προσδοκούν «ακόμη καλύτερες μέρες» το 2000

Αποκαλυπτικά τα στοιχεία δειγματοληπτικής έρευνας - μελέτης του ICAP, σύμφωνα με τα οποία  οι 6 στους 10 βιομηχάνους δηλώνουν αισιόδοξοι, ότι από πλευράς κερδών  το 2000 θα είναι το ίδιο ή και καλύτερο από το 1999!

Αισιόδοξοι ότι το 2000 θα είναι ακόμη καλύτερο(από πλευράς κερδοφορίας, φτηνότερου χρήματος, πωλήσεων κλπ.) σε σχέση με φέτος - που ήταν καλύτερο από πέρσι- δηλώνει η μεγάλη πλειοψηφία των βιομηχάνων. Είναι χαρακτηριστικό, ότι με κριτήριο την κερδοφορία των επιχειρήσεών τους, οι 61 στους 100 βιομηχάνους προβλέπουν για το 2000 διεύρυνση των κερδών. Η γενική εκτίμηση της πλειοψηφίας των βιομηχάνων, για την πορεία των επιχειρήσεών τους τη νέα χιλιετηρίδα (πωλήσεις, φτηνά δάνεια, φτηνά μεροκάματα, περισσότερες επιχορηγήσεις από το κράτος για επενδύσεις κλπ.), είναι πως «το 2000 θα είναι τόσο καλό όσο ήταν το 1999 και ίσως ακόμη καλύτερο»... Είναι όμως αξιοσημείωτο, πως παρά την επιθυμία τους για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και την εκτίμηση ότι σίγουρα η Ελλάδα θα ενταχθεί, οι βιομήχανοι, δεν κρύβουν την ανησυχία τους για τις συνέπειες που θα έχει η ένταση του «ανταγωνισμού».

Αυτό είναι το γενικό συμπέρασμα της «δειγματοληπτικής έρευνας για τις εκτιμήσεις της ελληνικής βιομηχανίας το 1999 και τις προσδοκίες για το 2000», που έκανε η εταιρία ICAP και παρουσίασαν χτες σε συνέντευξη Τύπου ο πρόεδρος και ο διευθύνων σύμβουλος της ίδιας εταιρίας, Κ.Κυριακόπουλος και Δ.Μανιατάκης αντίστοιχα.

Τα βασικότερα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη σχετική έρευνα - μελέτη - που έγινε σε δείγμα 250 βιομηχανικών επιχειρήσεων στο διάστημα από 8 έως 30 Νοέμβρη 1999 - σχετικά με τη μέχρι τώρα πορεία της ελληνικής βιομηχανίας και τις προοπτικές της είναι τα ακόλουθα:

Πρώτον, ότι «το 1999 υπήρξε άνοδος του όγκου των πωλήσεων και σημαντική διεύρυνση της κερδοφορίας», ενώ δεν κρύβουν την αισιοδοξία τους για παραπέρα βελτίωση και το 2000.

Δεύτερον, από πλευράς τιμάριθμου και ακρίβειας στην αγορά, διαπιστώνεται ότι φέτος «οι μεγάλες βιομηχανίες αύξησαν περισσότερο τις τιμές των προϊόντων τους σε σχέση με τις μικρές και μεσαίες». Επίσης, οι βιομήχανοι δεν κρύβουν την πρόθεσή τους να συνεχίσουν την κερδοσκοπία, αφού όπως αναφέρεται στην έρευνα, το 2000 «οι τιμές βιομηχανικών προϊόντων δε θα συνεχίσουν να αυξάνονται με ρυθμούς αισθητά χαμηλότερους του πληθωρισμού». Στην ουσία προαναγγέλλουν ότι θα συνεχίσουν να αυξάνουν αυθαίρετα τις τιμές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Τρίτον, σημειώνεται πως παρά την πρόοδο που σημειώθηκε το 1999 στο μέτωπο του πληθωρισμού, της ανάπτυξης και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, υπάρχουν ακόμη άλυτα προβλήματα. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά: «η ανεργία βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα και η λειτουργία της παραγωγικής μηχανής του κράτους αλλά και του ιδιωτικού τομέα, μαστίζεται από σοβαρά προβλήματα».

Τέταρτον, όσον αφορά τα τραπεζικά δάνεια, για την πλειοψηφία των βιομηχανικών επιχειρήσεων και κυρίως των μεσαίου και μεγάλου μεγέθους, έγιναν φτηνότερα το 1999 και υπάρχει μεγάλη αισιοδοξία ότι το 2000 με την ένταξη στην ΟΝΕ θα υπάρξει νέα δραστική μείωση των επιτοκίων.

Πέμπτον, στον τομέα της απασχόλησης και των επενδύσεων, εκτιμάται ότι σημειώθηκε άνοδος με ταυτόχρονη αύξηση της ανεργίας, ενώ ανάλογες είναι και οι εκτιμήσεις για το 2000.

Εκτον, η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ αλλά και η εφαρμογή του ΕΥΡΩ, «θα ευνοήσουν την είσοδο των ξένων επιχειρήσεων στην εγχώρια αγορά καθώς και τις εισαγωγές ξένων προϊόντων από τις Ευρωπαϊκές χώρες», ενώ εκτιμάται πως «το ανταγωνιστικό περιβάλλον για τις ελληνικές επιχειρήσεις θα γίνει πιο απαιτητικό».

Από τα αναλυτικά στοιχεία της έρευνας - μελέτης του ICAP προκύπτει ότι:

  • Η βελτίωση της κερδοφορίας είναι ιδιαίτερα αισθητή μεταξύ των μεσαίων (με 100 μέχρι 499 απασχολούμενους), μεγάλων (από 500 και πάνω απασχολούμενους) επιχειρήσεων, ενώ τα αποτελέσματα των μικρότερων βιομηχανιών (μέχρι 100 απασχολούμενους) ήταν λιγότερο εντυπωσιακά». Αισιόδοξες είναι οι προβλέψεις των βιομηχάνων και για το 2000, που εκτιμούν ότι παράλληλα με την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, θα συνεχιστεί η ίδια πολιτική που αποφέρει σημαντικά οφέλη για τις επιχειρήσεις τους. Οπως ανέφερε ο πρόεδρος της ICAP Κ. Κυριακόπουλος «το 77,1% των βιομηχανικών επιχειρήσεων ήταν το 1999 κερδοφόρες, ενώ η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων τους ανήλθε το 1998 σε 11,4% έναντι 9,8 το 1997». (Η αναλυτική εικόνα για την κερδοφορία των βιομηχανικών επιχειρήσεων φέτος και το 2000, εμφανίζεται στους πίνακες που παραθέτουμε).
  • Τόσο πριν όσο και μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, οι μεγάλοι κερδισμένοι ήταν και θα είναι οι βιομηχανικές (κυρίως οι μεσαίου και μεγάλου μεγέθους) επιχειρήσεις. Τα μέχρι σήμερα οφέλη για τους βιομηχάνους, αποτυπώνονται στους ισολογισμούς τους που δείχνουν για πολλοστή χρονιά προκλητική αύξηση της κερδοφορίας. Οσο για το 2000, η έρευνα της ICAP διαπιστώνει πως «οι εκπρόσωποι της ελληνικής βιομηχανίας θεωρούν ότι το 2000 θα συνεχιστεί η ανοδική πορεία, μέσα σε ένα σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον, το οποίο προοιωνίζεται την πλήρη ένταξη στην ΟΝΕ». Και η αισιοδοξία αυτή στηρίζεται στο γεγονός, ότι το 76% των βιομηχάνων προσδοκά αύξηση της αξίας των πωλήσεων, σε πραγματικούς όρους, την «αναμενόμενη βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος» που θα συμβάλλει στην παραπέρα αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων.
  • Οι βιομήχανοι, ενώ δεν κρύβουν την προτίμησή τους στο «φιλελεύθερο χαρακτήρα» των πολιτικών που εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ (που συνέβαλαν στη μεγάλη αύξηση των κερδών τους με τη μείωση της φορολογίας, των μισθών, και των δαπανών, ταυτόχρονα με τη δραστική περικοπή των δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα και την αύξηση των δωρεών επιχορηγήσεων και επιδοτήσεων) βλέπουν με θετικό μάτι τις «παρεμβάσεις του κράτους» εκεί που τους βολεύει (όπως το «ζεστό χρήμα» που δίνεται στους επιχειρηματίες με τη μορφή «επενδυτικών κινήτρων» αλλά και η χρηματοδότηση με κρατικά κονδύλια των έργων υποδομής)!
ΑΓΝΟ
Καθολική ήταν η συμμετοχή στην κινητοποίηση

Καθολική ήταν η συμμετοχή των εργαζομένων της ΑΓΝΟ στην τρίωρη στάση εργασίας που πραγματοποιήθηκε χτες ενάντια στην αντισυνεταιριστική πολιτική της κυβέρνησης και τις μεθοδεύσεις που ακολουθούνται, με αποτέλεσμα να οδηγείται η Ενωση στην απαξίωση και στο ξεπούλημα στους ιδιώτες. Στη διάρκεια της στάσης οι εργαζόμενοι μετέβησαν με πορεία στο υποκατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας του Λαγκαδά και έκαναν συμβολική κατάληψη. Με τη μαζική τους συμμετοχή και με μαχητικό πνεύμα διατράνωσαν για μια ακόμη φορά την απόφασή τους να αντισταθούν σε κάθε διαδικασία που θα έχει αποτέλεσμα την παράδοση της ΑΓΝΟ στις μεγάλες ιδιωτικές γαλακτοβιομηχανίες. Ζήτησαν να μετατραπεί η γαλακτοβιομηχανία σε εταιρία μετοχικού ενδιαφέροντος διατηρώντας τα συνεταιριστικά χαρακτηριστικά της, να στηριχτεί πολιτικά για πραγματικό εκσυγχρονισμό και ανάπτυξή της, ώστε με τη σταδιακή οικονομική ανάκαμψη όλες οι μετοχές της ΑΤΕ να επανέλθουν στην ΑΓΝΟ. Κάλεσαν την Τοπική Αυτοδιοίκηση και όλους τους φορείς της περιοχής να στηρίξουν τον αγώνα τους, επισημαίνοντας ότι αν η Αγροτική Τράπεζα οδηγήσει την ΑΓΝΟ σε εκκαθάριση εν λειτουργία, ουσιαστικά την ξεπουλάει στους ιδιώτες. Σε αυτή την περίπτωση οι συνέπειες, πρόσθεσαν, θα είναι δραματικές για τους 600 περίπου εργαζόμενους της γαλακτοβιομηχανίας που απειλούνται με απόλυση, για τους χιλιάδες αγελαδοτρόφους που τόσα χρόνια στήριξαν την Ενωση, καθώς και τους εκατοντάδες συνεργαζόμενους επαγγελματίες αλλά και τους καταναλωτές.

Οι συγκεντρωμένοι ανανέωσαν το ραντεβού τους για το πρωί της ερχόμενης Τρίτης, όπου μετά από απόφαση της γενικής τους συνέλευσης να κάνουν τετράωρη στάση και κατάληψη του κεντρικού καταστήματος της ΑΤΕ στη Θεσσαλονίκη. Επίσης την ίδια μέρα προγραμματίζουν πορεία στους κεντρικούς δρόμους της πόλης με κατάληξη το υπουργείο Μακεδονίας - Θράκης.

Αυξημένος 2,9% ο τζίρος το εννιάμηνο

Αυξημένος κατά 2,7% εμφανίστηκε ο πραγματικός τζίρος στην αγορά κατά το εννιάμηνο Γενάρη - Σεπτέμβρη 1999, σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Αυτό προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδας (ΕΣΥΕ) που δόθηκαν χτες στη δημοσιότητα.

Η παραπάνω εξέλιξη, όπως προκύπτει από τα αναλυτικά στοιχεία της ΕΣΥΕ, οφείλεται στις αυξήσεις του όγκου λιανικών πωλήσεων των διαφόρων κατηγοριών ως εξής:

  • Των ειδών διατροφής κατά 3,3%.
  • Των ειδών ένδυσης - υπόδησης κατά 4,2%.
  • Των ειδών επίπλων και οικιακού εξοπλισμού κατά 0,4%.
  • Των λοιπών ειδών κατά 3,2%.

Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, στην περιφέρεια πρωτεύουσας η λαϊκή κατανάλωση παρουσίασε στο παραπάνω διάστημα αύξηση κατά 3,1%, ενώ στην υπόλοιπη χώρα κατά 3%.

Μόνο τον περασμένο Ιούλη ο πραγματικός τζίρος παρουσίασε αύξηση κατά 0,9% στο σύνολο της χώρας, λόγω των αυξήσεων που παρουσίασαν οι ομάδες «διατροφής» (1,2%), «ένδυσης - υπόδησης» (5,6%), «επίπλων και οικιακού εξοπλισμού» (3,8%), ενώ η ομάδα «λοιπών ειδών» παρουσίασε μείωση κατά 3%. Τέλος, ο τζίρος στην υπόλοιπη χώρα σημείωσε αύξηση κατά 7,5%, ενώ σημαντική μείωση που άγγιξε το 4,6% εμφανίστηκε στην περιφέρεια πρωτεύουσας.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ