Associated Press |
Στιγμιότυπο από τη μαζική διαδήλωση στη Ρώμη ενάντια στην επίσκεψη Μπους φέτος το καλοκαίρι |
Ολα αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά για τουλάχιστον δύο λόγους:
Και, κυρίως, αυτό συμβαίνει στα πλαίσια μιας μεγάλης και προεξάρχουσας ανόδου ενός κομμουνιστικού και επαναστατικού κόμματος, με βαθιές ρίζες στην εργατική τάξη, με μεγάλη μέριμνα για την οργάνωση και «παρόν» στο λαϊκό κίνημα, με έντονο αντικαπιταλιστικό, αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα, κάθετα αντίθετο με το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση, αντίπαλο τόσο προς τη δεξιά όσο και προς τη συμβιβαστική λογική της κεντροαριστεράς. Ενα κόμμα που χαρακτηρίζεται από μια γραμμή στρατηγικής αντίθεσης στη σημερινή τάξη πραγμάτων, απαλλαγμένο από επιρροές νεο-κυβερνητισμού και εναλλαγής, δεσμευμένο σε μια δύσκολη διαδικασία ανασυγκρότησης ενός συντονισμού των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Μια ανάλογη συζήτηση θα μπορούσε να γίνει για ένα άλλο κομμουνιστικό και επαναστατικό κόμμα, το Πορτογαλικό ΚΚ. Ενώ πολύ διαφορετική εμφανίζεται η διαδρομή άλλων κομμάτων, που ιστορικά προέρχονται από τις γραμμές του ευρωκομμουνισμού (στην Ισπανία, στην Ιταλία, στη Γαλλία) και που στο διάβα του χρόνου, στο όνομα της ανανέωσης και της μετάλλαξης, άλλαξαν σιγά σιγά την επαναστατική τους φύση, διέλυσαν την ίδια τους την αυτονομία και ταυτότητα, προσλάβανε στη στρατηγική τους κληρονομιά θέσεις κυβερνητισμού και επιρροές προερχόμενες από τη σοσιαλδημοκρατία, και όχι μόνο έφτασαν να συρρικνωθούν εκλογικά και να εξασθενίσει δραματικά η ταξική κοινωνική και πολιτική τους σύνθεση, αλλά και βρίσκονται σήμερα μπροστά στον κίνδυνο της διάλυσης ή της αυτοδιάλυσης.
Στη Γαλλία, το ΚΚΓ έλαβε το 4,9% στις τελευταίες πολιτικές εκλογές και σήμερα ένα σημαντικό μέρος της ηγετικής ομάδας προσβλέπει στη διάλυσή του σε έναν νέο αριστερό σχηματισμό, κατά το μοντέλο της γερμανικής Αριστεράς - LINKE. Να θυμίσουμε ότι η LINKE έχει μη εξαγωγήσιμες ιδιαιτερότητες, αναφορικά με τη διαδικασία ενοποίησης δύο πολιτικών, μη κομμουνιστικών σχηματισμών, καθαρής σοσιαλιστικής και σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης (όπως η WASG του Λαφοντέν και το μετα-κομμουνιστικό PDS), που επιπλέον προέρχονται από δύο γεωπολιτικές οντότητες, οι οποίες μέχρι πριν περίπου 15 χρόνια ήταν δύο κράτη που ανήκαν σε δύο αντίθετα μπλοκ. Υπάρχει μία συνοχή σε αυτή τη σοσιαλδημοκρατική αριστερή συγχώνευση, που ελάχιστη σχέση έχει με την προβληματική της επανίδρυσης ενός κομμουνιστικού κόμματος. Στην Ισπανία, η Ενωμένη Αριστερά που αυτοπροσδιορίζεται οικο-σοσιαλιστική, με κόπο τοποθετείται γύρω στο 5%, η ηγετική της ομάδα δεν είναι αντίθετη με την εξακόντιση του ΚΚ Ισπανίας και έχει εγκαταλείψει κάθε αναφορά στην κομμουνιστική αυτονομία.
Στην Ιταλία, αν τα δύο κόμματα που συμβολικά τοποθετούνται στον κομμουνισμό (PRC και PdCI) ενοποιούνταν και προέβαλαν ένα σχέδιο αυτονομίας και κομμουνιστικής ενότητας σε ένα μόνο κόμμα, σε προγραμματικές βάσεις προχωρημένες και όχι υποτελείς σε λογικές άκρατου κυβερνητισμού και εναλλαγής, θα μπορούσαν ακόμα και σήμερα ενδεχομένως να υπολογίζουν με ένα εκλογικό ποσοστό γύρω στο 7% - 8%, που δε θα απέκλειε πιο πλατιές συμφωνίες στα αριστερά, στην αμοιβαία αυτονομία, ακόμα και με αριστερές σοσιαλιστικές δυνάμεις ή άλλης φύσης. Αν, όμως, διαλύσουν την ίδια τους την αυτονομία και ταυτότητα σε μια «ροζ υπόθεση» (cosa rosa) ομοσπονδιακού τύπου, με στοιχεία ταυτότητας και προγράμματος σοσιαλδημοκρατικού τύπου, πρώτο βήμα προς διαδικασίες μεγαλύτερης ένταξης - διάλυσης (πράγμα που προβάλλει ανοικτά η Δημοκρατική Αριστερά του Μούσσι και μερικοί επίσημοι εκπρόσωποι της Επανίδρυσης και των Πρασίνων), όχι μόνο θα εξαφανιζόταν κάθε κομμουνιστική αυτονομία, αλλά ούτε και η συγκόλληση θα ήταν θετική, ακόμα και σε στενά εκλογικό επίπεδο. Πράγμα που, σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να είναι το μοναδικό σημείο σύγκρισης ενός στρατηγικού σχεδίου μακράς πνοής.
Πιστεύω, λοιπόν, και το λέω χωρίς οποιαδήποτε αλαζονεία βεβαιότητας, ότι η ουσιαστική εξήγηση θα πρέπει να αναζητηθεί στο διαφορετικό πολιτικό, στρατηγικό προφίλ, στο διαφορετικό προφίλ ταυτότητας και στις διαφορετικές ικανότητες σταθερότητας των ηγετικών ομάδων που αυτές τις δεκαετίες χαρακτήρισαν τα κομμουνιστικά κόμματα αυτών των χωρών, Ελλάδας και Πορτογαλίας. Πράγμα που, με κανέναν τρόπο, δε σημαίνει, το επαναλαμβάνω προς αποφυγή παρερμηνειών, ότι υποδεικνύω μοναδικά μοντέλα, που να ισχύουν σε κάθε εποχή και κάθε τόπο.
Πιστεύω, ωστόσο, ότι είναι αντικείμενο προβληματισμού για όλους.