Αντιδράσεις και μέσα στη Βουλγαρία για την απόφαση απέλασης 70 Ρώσων διπλωματών
© Dimitris Papamitsos - Offici |
Η απόφαση για τις μαζικές απελάσεις διπλωματών ανακοινώθηκε προχτές από τον υπηρεσιακό πλέον πρωθυπουργό Κ. Πετκόφ, ο οποίος ανέφερε ότι «εργάζονταν ενάντια στα συμφέροντά μας» και συνδέονταν με «απειλή για την εθνική ασφάλεια» της χώρας.
Χτες, η πρέσβειρα της Ρωσίας στη Σόφια Ελεονόρα Μιτροφάνοβα εξέδωσε διπλωματική νότα, ζητώντας από τη Βουλγαρία να ακυρώσει την απόφασή της μέχρι σήμερα το μεσημέρι. Σε διαφορετική περίπτωση, ανέφερε, θα ζητήσει από τη Μόσχα να εξετάσει το ενδεχόμενο ακόμα και για πλήρες κλείσιμο της ρωσικής πρεσβείας στη Βουλγαρία. Η Μιτροφάνοβα χαρακτήρισε τις απελάσεις «πρωτοφανές εχθρικό βήμα».
Αντιδρώντας στην παρέμβασή της, ο Πετκόφ ζήτησε να αποσύρει το σχετικό τελεσίγραφο και δήλωσε ότι «είναι αναγκαίος ο διάλογος, για τον οποίο οι διπλωματικοί δίαυλοι είναι βασικής σημασίας». Ο ίδιος ανέφερε ότι και μετά τις απελάσεις των 70 διπλωματών, η Ρωσία θα έχει ακόμη 43 άτομα διπλωματικό προσωπικό στη Σόφια, έναντι μόνο 12 που έχει η Βουλγαρία στη Μόσχα.
Σε κάθε περίπτωση, η εξέλιξη αποτελεί νέο επεισόδιο στην εδώ και καιρό κλιμακούμενη όξυνση των σχέσεων Βουλγαρίας - Ρωσίας, που επιταχύνθηκε επί κυβέρνησης Πετκόφ: Είναι χαρακτηριστικό ότι η Βουλγαρία ήταν μία από τις τρεις βαλκανικές χώρες (μαζί με Μαυροβούνιο και Βόρεια Μακεδονία) που «έκλεισαν» τον εναέριο χώρο τους προ εβδομάδων στο αεροπλάνο που θα μετέφερε τον Ρώσο ΥΠΕΞ Σ. Λαβρόφ στο Βελιγράδι. Ενδεικτικές ήταν ακόμα και οι κατηγορίες που απηύθυνε ο Πετκόφ στην Ρωσίδα πρέσβειρα Μιτροφάνοβα, εμφανίζοντάς την ως άμεσα εμπλεκόμενη στην προετοιμασία και κατάθεση της πρότασης μομφής που υπερψηφίστηκε στις 22/6, ύστερα και από την αποχώρηση του κόμματος ΙΤΝ από τον έως τότε τετρακομματικό κυβερνητικό συνασπισμό όπου πλειοψηφούσε το κόμμα του Πετκόφ (PP, «Συνεχίζουμε την Αλλαγή»).
Αντιρρήσεις όμως με την απέλαση των Ρώσων διπλωματών εκφράζουν και «εταίροι» του Πετκόφ και του ΡΡ, όπως το Βουλγάρικο Σοσιαλιστικό Κόμμα (BSP), που μάλιστα προχτές αποσύρθηκε και από τις διαβουλεύσεις για το ενδεχόμενο συμμετοχής σε νέα κυβέρνηση με το ΡΡ.
Η επικεφαλής του BSP, Κορνήλια Νίνοβα, δήλωσε χτες - πριν ανακοινωθεί η αντίδραση της πρεσβείας - ότι η απέλαση των Ρώσων διπλωματών δεν έχει προηγούμενο στη διπλωματική ιστορία της Βουλγαρίας και κατηγόρησε τον Πετκόφ ότι επρόκειτο για προσωπική του απόφαση, ζητώντας μάλιστα να συγκληθεί συνεδρίαση της Κρατικής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας (SANS) και επικρίνοντας συνολικά τον Πετκόφ για τον τρόπο λήψης αποφάσεων.
Ενστάσεις εξέφρασε και ο Πρόεδρος της χώρας, Ρ. Ράντεφ, που από τη Μαδρίτη αναφέρθηκε στις «πολύ σοβαρές» συνέπειες που μπορεί να έχει η απέλαση, ειδικά για τη βουλγάρικη διπλωματική αποστολή στη Μόσχα, όπως μετέδιδε και η «Sofia Globe». Ακόμα, ο Ράντεφ είπε ότι η ευθύνη βαραίνει την κυβέρνηση, ενώ ανατροφοδότησε κι αυτός τη συζήτηση για τον τρόπο λήψης της απόφασης.
Ο δε (προερχόμενος από τη «Δημοκρατική Βουλγαρία» που συνεχίζει διαβουλεύσεις με το ΡΡ για να συνεργαστεί εκ νέου μαζί του σε μια κυβέρνηση) υπουργός ηλεκτρονικής διακυβέρνησης Μπ. Μποζνάκοφ χαρακτήρισε τις δηλώσεις Ράντεφ «γελοίες» και δήλωσε «σοκαρισμένος» από τα υπονοούμενα του Βούλγαρου Προέδρου ότι ο ίδιος δεν είχε την ενημέρωση που έπρεπε.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο Γάλλος Πρόεδρος Εμ. Μακρόν είπε χτες ότι «πιστεύω πως έχουμε βρει μια συμβιβαστική λύση», αναφερόμενος στο σχέδιο που κατέθεσε η γαλλική προεδρία της ΕΕ για μια συμφωνία Βουλγαρίας - Βόρειας Μακεδονίας προκειμένου να αρθεί το βέτο της πρώτης για την έναρξη της ενταξιακής πορείας της δεύτερης στην ΕΕ. Θυμίζουμε ότι στις 24 Ιούνη η βουλγάρικη βουλή ενέκρινε την άρση του βουλγάρικου βέτο, συμφωνώντας σε έναρξη διαπραγματεύσεων με αφετηρία τη γαλλική πρόταση, την οποία ωστόσο έχει απορρίψει η κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η Βρετανία ανακοίνωσε χτες ότι θα στείλει στρατιωτικούς ειδικούς στη Βοσνία - Ερζεγοβίνη για να «ενισχύσει την αποστολή του ΝΑΤΟ και να προωθήσει τη σταθερότητα και την ασφάλεια» στη χώρα.
«Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στα Δυτικά Βαλκάνια να γίνουν άλλο ένα γήπεδο για τις ολέθριες επιδιώξεις του Πούτιν. Υποθάλποντας τις φλόγες της απόσχισης και του σεχταρισμού, η Ρωσία επιδιώκει να ανατρέψει τα κέρδη των τριών τελευταίων δεκαετιών στη Βοσνία - Ερζεγοβίνη», δήλωσε ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον.
Σε μια παράλληλη εξέλιξη, ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας της ΕΕ στη Σερβία, Emanuele Giaufret, δήλωσε σε συνέδριο για τα Βαλκάνια ότι «τώρα περισσότερο από ποτέ η διεύρυνση (της ΕΕ) στα Δυτικά Βαλκάνια αποτελεί επένδυση στην ειρήνη, την ευημερία και τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα στην ευρωπαϊκή ήπειρο» και ζήτησε από όλες τις χώρες των Βαλκανίων - και φυσικά τη Σερβία που δεν το έχει κάνει - να συνταχθούν με τις δυτικές κυρώσεις κατά της Μόσχας.
Τα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα έχουν αλλάξει θεαματικά τα τελευταία 15 - 20 χρόνια, ακολουθώντας τις εξελίξεις που συντελέστηκαν και συντελούνται στην Εσπερία, κυρίως στον αγγλοσαξονικό κόσμο, αν και με μια διαφορά φάσης 1 - 2 δεκαετιών. Και αυτό δεν είναι άλλο από την ουσιαστική υπαγωγή της Ερευνας και της Εκπαίδευσης στο κεφάλαιο (...) Στο πλαίσιο αυτό, δεν θα μπορούσε να μην ενισχυθεί πολλαπλά, ποσοτικά και ποιοτικά, και η δράση και παρέμβαση του ΝΑΤΟ, η οποία έχει περάσει πλέον σε μια νέα, πιο σύνθετη φάση.
Και δεδομένων των τελευταίων γεωπολιτικών εξελίξεων εκτιμούμε ότι αυτή η τάση θα ενταθεί ακόμα περισσότερο, καθώς είναι προφανές ότι η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και των ανταγωνισμών εκφράζεται και στην αναβάθμιση της παρέμβασής τους είτε άμεσα είτε έμμεσα στον χώρο της Εκπαίδευσης γενικά και των ΑΕΙ πιο ειδικά.
Παρατηρούμε συγκεκριμένα:
Κλείνοντας, να πούμε ότι στο ΝΑΤΟικό φόρουμ της επιτροπής «Επιστήμη για την Ειρήνη και την Ασφάλεια», που έγινε στις Βρυξέλλες, τονίστηκε: «Οι γνώσεις και οι δεξιότητες των ανθρώπων των επιστημονικών δικτύων μπορούν να αξιοποιηθούν για την καταπολέμηση απειλών που αντιμετωπίζει η Συμμαχία». Εμείς το αντιστρέφουμε και λέμε ξεκάθαρα: «Οι γνώσεις και οι δεξιότητες των ανθρώπων των επιστημονικών δικτύων, των φοιτητών, των καθηγητών και των ερευνητών, μέσα στα δημόσια πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, που θα λειτουργούν όχι με σκοπό το κέρδος αλλά με σκοπό την κάλυψη των λαϊκών αναγκών, μπορούν να γίνουν όπλο ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, όπλο ενάντια στους πολεμικούς ανταγωνισμούς και εφαλτήριο για μια ριζική βελτίωση του κοινωνικοοικονομικού συστήματος».
(Αποσπάσματα από την παρέμβασή του στην ημερίδα που οργάνωσε η ΕΕΔΥΕ ενάντια στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ)