Το νομοσχέδιο για τα μεταπτυχιακά και την έρευνα, που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα το υπουργείο Παιδείας, αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη πράξη εφαρμογής των αποφάσεων της Μπολόνια και της Πράγας. Ερχεται να πιστοποιήσει τη διάσπαση της ανώτατης εκπαίδευσης σε κύκλους, υποβαθμίζοντας το επίπεδο των προπτυχιακών σπουδών και εισάγοντας μια μορφή «τεταρτοβάθμιας» εκπαίδευσης, τα μεταπτυχιακά, όπου μεταφέρεται ουσιαστικά η ανώτατη εκπαίδευση. Παράλληλα, θέτει τις βάσεις για την είσοδο των επιχειρήσεων στα πανεπιστήμια, ενώ σπρώχνει και τα ίδια τα ανώτατα ιδρύματα να λειτουργούν, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Οι πανεπιστημιακοί, που πραγματοποίησαν την προηγούμενη βδομάδα 48ωρη απεργία κι είναι αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε κινητοποιήσεις διαρκείας από τον Απρίλη, σημειώνουν ότι αναγκάζονται να βρουν χρηματοδότες, αν θέλουν να κάνουν έρευνα, ενώ σπρώχνονται να δημιουργήσουν κι οι ίδιοι επιχειρήσεις, προκειμένου να επιτελέσουν ένα έργο, για το οποίο είναι υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις και υποδομές.
Η υποχρηματοδότηση των πανεπιστημίων και των πανεπιστημιακών, σε συνδυασμό με το άνοιγμα της πόρτας των ΑΕΙ και ΤΕΙ στον ιδιωτικό τομέα, δείχνει ξεκάθαρα τους στόχους της κυβέρνησης, να προωθήσει σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της ΕΕ την πλήρη ενσωμάτωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης στις ορέξεις του κεφαλαίου. Απόφοιτοι ανειδίκευτοι, που θα σπρώχνονται στις διά βίου καταρτίσεις, σύμφωνα με τις εκάστοτε απαιτήσεις της «αγοράς» και καθηγητές όμηροι της αξιολόγησης και των επιχειρήσεων, θα είναι η εικόνα του αύριο.
Μια εικόνα, που, για να αποτραπεί, πρέπει να βάλουν πλάτη όλοι: Φοιτητές, καθηγητές, σπουδαστές, υπάλληλοι, όλος ο λαός. Να βάλουν φρένο στην αντιδραστική λαίλαπα απαιτώντας Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση, στην υπηρεσία των κοινωνικών αναγκών και της ανάπτυξης της επιστήμης.
Υπάρχει όμως και το ουσιαστικό μέρος, που είναι η αφαίρεση ενός σημαντικού μέρους της γνώσης που θα έπρεπε να αποκτιέται προπτυχιακά και της ένταξής της στα ΜΔΕ και τα ΔΠΣ. Συγκεκριμένα το νομοσχέδιο λέει ότι το ΔΠΣ «αναφέρεται σε ολόκληρο το εύρος του γνωστικού αντικειμένου του οικείου Τμήματος και το οποίο πιστοποιεί την προχωρημένη εμβάθυνση των κατόχων του στο γνωστικό αυτό αντικείμενο». Δηλαδή, αποκαλύπτει ότι ο πτυχιούχος δε θα έχει εμβαθύνει στο αντικείμενό του. Το ίδιο ισχύει και για τα ΜΔΕ, που ήταν περισσότερο διαδεδομένα μέχρι σήμερα. Η ειδίκευση είναι αναπόσπαστο μέρος της γνώσης του επιστημονικού αντικειμένου και της σύνδεσης των αποφοίτων με την παραγωγική διαδικασία. Ειδίκευση, ουσιαστικά είναι η γνώση του επιστημονικού αντικειμένου, αυτό που έχεις μάθει να κάνεις, ξεκινάει από την αρχή των σπουδών και τις διαπερνά στο σύνολό τους. Ομως αυτό περνάει πλέον κι επίσημα στα μεταπτυχιακά κι οι πτυχιούχοι είναι «ανειδίκευτοι».
Σε έναν ελιγμό, κάτω από την πίεση του κινήματος και των αγώνων του προηγούμενου διαστήματος, το υπουργείο διαφοροποιεί τυπικά τις σχολές πενταετούς φοίτησης (Πολυτεχνεία, Γεωπονικές κτλ.) από το παραπάνω μοντέλο. Συγκεκριμένα, λέει ότι τα πτυχία αυτών των σχολών, μπορούν αυτόματα να ισοτιμηθούν με ΔΠΣ, κατ' επέκταση με master. Δηλαδή, αυτά τα πτυχία δεν υποβαθμίζονται αυτόματα όπως όλα τα υπόλοιπα που ισοτιμούνται με bachelor, αλλά παραμένουν ως είχαν. Η κατοχύρωσή τους, όμως, είναι στην ουσία ψευδεπίγραφη. Η ειδίκευση παραμένει εκτός των πτυχίων με όλες τις συνέπειες που περιγράψαμε και γενικεύεται και σ' αυτές τις σχολές η δημιουργία ΜΔΕ. Ταυτόχρονα, υπάρχουν αλλαγές στα προγράμματα σπουδών αυτών των σχολών, που ανοίγουν το δρόμο για το σπάσιμο του ενιαίου πενταετούς πτυχίου (με εισαγωγή προαπαιτούμενων μαθημάτων και εργασιών) σε δύο κύκλους (3+2).
Επίσης, το νομοσχέδιο ξεκαθαρίζει ότι ο σχεδιασμός κι η οργάνωση μεταπτυχιακών σπουδών είναι αποκλειστική ευθύνη των πανεπιστημίων. Δίνει βέβαια, τη δυνατότητα να συνδιοργανώνουν τα ΑΕΙ μεταπτυχιακά μαζί με τα ΤΕΙ, αλλά καθώς δεν αλλάζουν στην ουσία οι όροι και τα κριτήρια εισαγωγής των αποφοίτων στα μεταπτυχιακά (οι όροι αυτοί καθορίζονται από τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας), απομακρύνονται ακόμα περισσότερο οι απόφοιτοι των ΤΕΙ από αυτά και κατ' επέκταση απομακρύνονται ακόμα περισσότερο από την Ανώτατη Εκπαίδευση, αφού αυτή σπάει στα δύο κι ένα σημαντικό μέρος της μεταφέρεται στα μεταπτυχιακά.
Το νομοσχέδιο ανοίγει την πόρτα, ή μάλλον επιβάλλει, την είσοδο των επιχειρήσεων στα ιδρύματα, για να ελέγξουν τα μεταπτυχιακά και συνολικά την έρευνα. Πώς γίνεται αυτό;
Κατ' αρχήν το υπουργείο αποποιείται έμμεσα των ευθυνών του να εξασφαλίσει τους όρους δημιουργίας και λειτουργίας των μεταπτυχιακών προγραμμάτων και αφήνει στα Τμήματα να εξετάσουν τη «βιωσιμότητα» των προγραμμάτων, που σκοπεύουν να δημιουργήσουν, να βρουν «πηγές εσόδων» και δεν αποκλείει ρητά την εισαγωγή διδάκτρων.
Προβλέπεται η συνδιοργάνωση μεταπτυχιακών προγραμμάτων με «κέντρα ή ινστιτούτα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής», χωρίς περιορισμό, αν αυτά θα πρέπει να είναι δημόσια. Δεν αποκλείεται λοιπόν, να δούμε και σύμπραξη ενός πανεπιστημίου με τα διάφορα ιδιωτικά πανεπιστήμια αμφιβόλου ποιότητας του εξωτερικού που ανοίγουν κι εδώ παραρτήματα.
«Είναι δυνατή η απ' ευθείας χρηματοδότηση ΠΜΣ από άλλους φορείς του ευρύτερου δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, ύστερα από σχετική απόφαση της Συγκλήτου». Δηλαδή, οι επιχειρήσεις μπορούν να χρηματοδοτούν απευθείας τα μεταπτυχιακά που θέλουν. Και με δεδομένη την υποχρηματοδότηση από την κυβέρνηση, δε θα είναι δύσκολο για τα ΑΕΙ να ξεπουληθούν κατ' αυτό τον τρόπο στις επιχειρήσεις.
Ακόμα, κάθε Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών θα έχει διάρκεια 5 χρόνια. Μετά την πενταετία θα καταργείται ή θα παίρνει έγκριση και θα ανανεώνει τη λειτουργία του για άλλα πέντε χρόνια. Από αυτό συνάγεται και το είδος των προγραμμάτων που θα φτιάχνονται, που θα είναι προσαρμοσμένα στις πρόσκαιρες ανάγκες των επιχειρήσεων και θ' ανανεώνονται σύμφωνα μ' αυτές.
Στο κομμάτι του νομοσχεδίου που αναφέρεται στην έρευνα, γίνεται φανερή η πρόθεση της κυβέρνησης να αποσυνδέσει την έρευνα που πραγματοποιείται μέσα στα ιδρύματα από την εκπαιδευτική διαδικασία και να σπρώξει τα ιδρύματα να λειτουργήσουν ως επιχειρήσεις, να σχεδιάζουν, δηλαδή, τις ερευνητικές τους δραστηριότητες, όχι σύμφωνα με την ανάπτυξη της επιστήμης και τις λαϊκές ανάγκες, αλλά με γνώμονα το τι θέλουν οι επιχειρήσεις και τι θα κερδίσουν τα ιδρύματα, πουλώντας τα αποτελέσματα της έρευνάς τους.
Πλάι σε εργαστήρια και κλινικές που υπάρχουν στα ιδρύματα, το νομοσχέδιο προβλέπει την ίδρυση «Κέντρων», τα οποία θα είναι λειτουργικές μονάδες των πανεπιστημίων χωρίς «νομική προσωπικότητα». Στους πόρους των Κέντρων συγκαταλέγονται: «Εσοδα από εκτέλεση ερευνητικών προγραμμάτων, από παροχή υπηρεσιών προς τρίτους, από εμπορική εκμετάλλευση ευρεσιτεχνιών, τεχνογνωσίας και προϊόντων που προκύπτουν από έργα του Κέντρου», καθώς επίσης και «ειδικές εισφορές και χρηματοδοτήσεις από φορείς του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα και από διεθνείς οργανισμούς». Η χρηματική διασύνδεση με τον ιδιωτικό τομέα είναι ολοφάνερη.
Ακόμα χειρότερες όμως, για τον τομέα της έρευνας, είναι οι διατάξεις που αναφέρονται στα Ερευνητικά Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα (ΕΠΙ). Αυτά αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, κανονικές επιχειρήσεις δηλαδή, που λειτουργούν στα ΑΕΙ, ενισχύονται ιδιαίτερα μέσα από το νομοσχέδιο και φαίνεται ότι η κατεύθυνση είναι να αναλάβουν τον κύριο όγκο της έρευνας που πραγματοποιείται στα ΑΕΙ.
Για τη διοίκησή τους και την εκλογή της, τον τελευταίο λόγο έχει το υπουργείο, ενώ, από πλευράς ΔΕΠ, το δικαίωμα του εκλέγειν και γενικά του υποτυπώδους ελέγχου των ΕΠΙ, περιορίζεται στις δυο ανώτερες βαθμίδες. Παραπέρα, εφόσον τα ΕΠΙ συνεργάζονται με φορείς του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα, αυτοί οι φορείς μπορούν να συμμετέχουν απευθείας και στη διοίκηση των Ινστιτούτων.
Από όλη την περιγραφή τους, φαίνεται καθαρά ότι σκοπός τους είναι η παραγωγή έρευνας με γνώμονα το κέρδος, χρηματοδοτούνται απευθείας από τις επιχειρήσεις, ενώ οι σχέσεις τους με τα οικεία ιδρύματα (ΑΕΙ και δευτερευόντως ΤΕΙ), είναι επίσης οικονομικές: Υποχρεούνται να τους καταβάλουν ένα μέρος των κερδών τους από την πώληση της έρευνας, ως αντιστάθμισμα της χρήσης από τα ΕΠΙ της υποδομής των ΑΕΙ.
Συζήτηση με τον Νίκο Ασπράγγαθο, γραμματέα του συλλόγου ΔΕΠ του Πανεπιστημίου Πατρών
Eurokinissi |
Για το θέμα αυτό, μιλήσαμε με τον Νίκο Ασπράγγαθο, καθηγητή του Τμήματος Μηχανολόγων - Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών και γραμματέα του συλλόγου ΔΕΠ του ιδρύματος, που τόνισε ότι «το αίτημα για βελτίωση των αποδοχών μας, σε συνδυασμό με την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, δεν αφορά μόνο τα μέλη της ΔΕΠ, αλλά είναι μια από τις προϋποθέσεις για τη στήριξη του δημόσιου πανεπιστημίου. Ομως, ο περιορισμός των αιτημάτων της κινητοποίησης μόνο στα θεσμικά, δεν μπορεί να συγκεντρώσει τη λαϊκή συμπαράσταση και δεν ανταποκρίνεται στο όραμα για ένα καινούριο πανεπιστήμιο που έχει ανάγκη η νεολαία και ο λαός».
Ο Ν. Ασπράγγαθος επισήμανε ότι «η κυβέρνηση, ακολουθώντας πιστά τις κατευθύνσεις της ΕΕ, παίρνει μέτρα, που μετατρέπουν το Πανεπιστήμιο σε μια ιδιότυπη δημόσια επιχείρηση υποταγμένη στις ανάγκες αναδιάρθρωσης της καπιταλιστικής οικονομίας. Η ολοκληρωμένη επιστημονική εκπαίδευση κατακερματίζεται με τις αλλαγές που εισάγονται μέσω του ΕΠΕΑΕΚ και της εφαρμογής της διακήρυξης της Μπολόνια». Περιγράφοντας κάποιες από τις συνέπειες αυτών των μεθοδεύσεων, που ήδη έχουν αρχίσει να φαίνονται στην πράξη, τόνισε ότι «οι δημόσιες δαπάνες για τα πανεπιστήμια μειώνονται, το προσωπικό στην καλύτερη περίπτωση δεν αυξάνεται ή αντικαθίσταται από συμβασιούχους, ενώ ο αριθμός των φοιτητών διπλασιάστηκε».
Ακόμα, «η χρηματοδότηση της βασικής έρευνας έχει μηδενιστεί, σε όφελος των ανταγωνιστικών προγραμμάτων που αφορούν στις άμεσες ανάγκες των εταιριών που συμμετέχουν σε αυτά. Τα μέλη ΔΕΠ εξωθούνται στην εξωπανεπιστημιακή επαγγελματική απασχόληση με τις αλλεπάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης. Μέχρι και σεμινάρια γίνονται για την τέχνη του επιχειρείν».
Μέσα σ' αυτό το ασφυκτικό τοπίο, όμως, γεννιέται το ερώτημα «τι μπορεί να γίνει;». Ο Ν. Ασπράγγαθος τονίζει: «Είμαι αισιόδοξος ότι υπάρχει ελπίδα για αλλαγή και τη στηρίζω τόσο στο φοιτητικό κίνημα, αλλά και στις χιλιάδες των συναδέλφων ακαδημαϊκών δασκάλων, που μοχθούν για την εκπαίδευση και την έρευνα, σε όλους αυτούς που στηρίζουν πρακτικά ένα νέο πανεπιστήμιο, που ανταποκρίνεται στις λαϊκές ανάγκες. Ομως, αυτή η θέληση πρέπει να μεταμορφωθεί σε κίνημα σύγκρουσης με την πολιτική της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης».