ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 11 Αυγούστου 2002
Σελ. /32
Βιβλίο
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
«Ο δρόμος ως το Θιάκι »

Του Γιάννη Πριόβολου

Μια μυθιστορική - όχι μυθιστορηματική - αφήγηση, με τη γνήσια τοπικολαϊκή γλώσσα με τους ιδιωματισμούς της περιοχής, που τρέχει σαν το γάργαρο νερό των χιλιοτραγουδισμένων πηγών απ' τα βουνά και τα λαγκάδια μας, που, κυριολεκτικά, σε συνεπαίρνει, δε σ' αφήνει να πάρεις ανάσα και δεν μπορείς να το σταματήσεις, αν δε φτάσεις ως το τέλος.

Αυτό που κίνησε το ενδιαφέρον μου για να αγοράσω αυτό το βιβλίο, ήταν ο τίτλος του κι αυτό για δύο λόγους: 1) Συναισθηματικός, αλλά και τοπικιστικός, ίσως. Η πρώτη μου σκέψη ήταν: Δεν μπορεί, αφού γράφει για το Θιάκι - Ιθάκη, θα έχει σχέσει με την Κεφαλονιά, - εμείς οι Κεφαλονίτες θεωρούμε το Θιάκι κομμάτι της. Το προσωπικό μου, όμως, συναισθηματικό δέσιμο με το Θιάκι είναι το γεγονός πως στη μνήμη μου θα μένει η εικόνα που έβλεπα μέχρι τα 12 χρόνια μου από το σπίτι μας στο χωριό, - το Νιοχώρι Ερρήσου της Κεφαλονιάς.

Ενα μακρόστενο νησί, ξαπλωμένο στα καταγάλανα νερά του Ιονίου, στη στενή αυτή λουρίδα της θάλασσας που μας χωρίζει, το βράδυ με τα φωτισμένα χωριουδάκια του, κυρίως με τους λύχνους ή τις λάμπες - πολυτέλεια για την εποχή - ήταν σαν αστεράκια επί της γης και κάποια σπάνια αυτοκίνητα τότε, που το βράδυ αυτά ήταν κινούμενα «επί γης» αστεράκια.

Αυτά τα τόσο απλά, για τα δώδεκά μου χρόνια, φάνταζαν σαν εξωτικά και μακρινά, πάντα η λαχτάρα να τα δω από κοντά, να τα περπατήσω και, μάλιστα, να δω το χωριό μου από την απέναντι μεριά δε με άφηνε, έμεινε χαραγμένη για πάντα στο μυαλό και την ψυχή μου. Η λαχτάρα αυτή έγινε πράξη το 1978 - μετά τα πέτρινα χρόνια - σε ένα ταξίδι με τον άνδρα μου και το οποίο δε θα ξεχάσω όσο θα βρίσκομαι στη ζωή. Ο δεύτερος λόγος, η ανάγκη να μάθω όσο γίνεται περισσότερα για την πατρίδα μου και την προσφορά της στην ηρωική αυτή περίοδο της Αντίστασης του 1940-1950, που στα 12 χρόνια μου άφησα - 1938 - για την πόλη, όπως και χιλιάδες άλλα παιδιά της επαρχίας για «καλύτερη ζωή», έτσι πίστευαν οι οικογένειές μας εκείνη την εποχή. Αυτό, όμως, είναι ιστορία ζωής ενταγμένη μέσα σ' αυτήν την περίοδο με τα θετικά και τα αρνητικά της, όπως ολόκληρη η γενιά μας.

Επιστρέφω στο βιβλίο του Γιάννη Πριόβολου και στο θέμα του. Η μαρτυρία της αγωνίστριας Ελένης, μιας από τις εκατοντάδες χιλιάδες των ανώνυμων πιστών λαϊκών αγωνιστών, που όρθωσαν το ανάστημά τους και είπαν το μεγάλο ΟΧΙ σε ΟΛΩΝ των ειδών τους κατακτητές και που χωρίς αυτούς δε θα μπορούσε να γίνει πράξη το μεγάλο ΕΠΟΣ της περιόδου 1940-1950, μα και μετά. Και πώς να είναι διαφορετικά, όταν το 80% του λαού πύκνωσε τις γραμμές του ΕΑΜ, που εξέφραζε το μεγάλο στρατό της Αντίστασης ενάντια στους καταχτητές και ενσάρκωνε τους πόθους και τα ιδανικά του για μια καλύτερη ζωή, για την οποία έδωσε αμέτρητες θυσίες; Γι' αυτό και τριάντα σχεδόν χρόνια οι «νικητές» θέλησαν με φωτιά και σίδερο να εξαφανίσουν αυτήν τη γενιά, όμως αυτοί οι αγωνιστές κράτησαν αναμμένη αυτήν την ιερή φλόγα, που άναψαν στα βουνά, στα λαγκάδια, στις πόλεις και τα χωριά, με το όπλο, το δρεπάνι, το τσαπί, το βιβλίο και το μολύβι, όπως λέει ο Ελύτης στο «Αξιον Εστί» «ο καθείς και τα όπλα του» και μετά στις Βαστίλλες, στα εκτελεστικά, στα Νέα Νταχάου, που, αυτή τη φορά, φτιάχτηκαν με την καθοδήγηση και εποπτεία των «συμμάχων» Αγγλοαμερικανών.

Προχωρώντας στο διάβασμα αυτού του βιβλίου, με τη μαρτυρία της Ελένης «Μπακρόζου», πέρα από τη θύμηση αυτών των «Παρθενώνων», βρίσκομαι ξαφνικά μπροστά σε αγαπημένα ονόματα αγωνιστριών συγκρατουμένων μου συντροφισσών, όπως τις αδελφές Αμαλία και Αλεξάνδρα Γιαννοπούλου, την Πετσάλη και πολλές άλλες στα Νταχάου. Πνιγμένη στις θύμισες, που, άμα τις ζήσεις, ποτέ δε σε αφήνουν, μα και εσύ δε θέλεις να τις αφήσεις, αυτές ήταν η ζωή της γενιάς μας, γεμάτη συγκίνηση, σκέπτομαι πως η καλύτερη τιμή στη μνήμη των ηρωικών νεκρών μας μαζί με όποιες άλλες προσπάθειες για να γνωρίσει η οργανωμένη νεολαία μας και κατ' επέκταση η νέα γενιά - γιατί ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ - είναι να προωθούνται και προπαγανδίζονται βιβλία, που συνδυάζουν τη σωστή ιστορία, αλλά και τις ρίζες της γλώσσας, τα ήθη και έθιμα του λαού μας. Και ένα τέτοιο βιβλίο, που μπορούμε ανεπιφύλακτα να προτείνουμε, είναι το βιβλίο του Γιάννη Πριόβολου «Ο δρόμος ως το Θιάκι». Στις σελίδες του, θα βρουν και θα μάθουν, από τη διήγηση της αγωνίστριας Ελένης, γι' αυτούς που με τόση απλοχεριά δώσανε ό,τι πολυτιμότερο, τη ζωή τους, αλλά και τα βάσανα, το Γολγοθά όσων έζησαν με τη βαθιά πίστη στα ιδανικά και το όνειρο του νέου καλύτερου κόσμου, που, όσο και με όποια μέσα προσπαθεί ο ιμπεριαλισμός να καθυστερήσει, ΘΑ 'ΡΘΕΙ και η νέα γενιά σήμερα περισσότερο από ποτέ έχει ανάγκη να μαθαίνει την αληθινή ιστορία, θα βοηθάει την αντίστασή της στην παγκοσμιοποιημένη διαφθορά και ισοπέδωση των πάντων. Ποια καλύτερη βοήθεια και παράδειγμα θα μπορούσαν να έχουν από τη γνήσια αληθινή αγάπη, την πίστη στον αγώνα και την καρτερικότητα χωρίς βαρυγκώμια της Ελένης Μπακρόζου; Και ποιο καλύτερο παράδειγμα πίστης και αξιοπρέπειας από τα λόγια της «βάστηξα λοιπόν, άλλωστε η ζωή προχωράει κι ένα είναι: Μην κιοτέψεις».

Ενα ακόμη σημείο στη διήγηση της «Μπακρόζενας», που δείχνει με πόση ειλικρίνεια και φυσικότητα παραθέτει τα γεγονότα, είναι αυτό που αναφέρεται στην ΟΠΛΑ «Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα», που με την ίδρυση της ΠΕΕΑ μετονομάστηκε σε Εθνική Πολιτοφυλακή (ΕΠ). Μια ακόμη αντιστασιακή οργάνωση με χιλιάδες μέλη από τα καλύτερα παλικάρια, με ανεκτίμητη προσφορά και είναι ανεξήγητη για μένα η αποσιώπηση της οργάνωσης αυτής από τους πάντες, συγγραφείς, ομιλητές σε επετείους, συνέδρια αντιστασιακών, ακόμη και τα επίσημα κείμενα του Κόμματος σπάνια αναφέρονται στην ύπαρξή της και όταν καμιά φορά κάποιος την αναφέρει και ο τίτλος και η αποστολή της παραποιούνται. Και όμως, αυτά τα παλικάρια που πύκνωσαν τις γραμμές της και κυρίως τα στελέχη της εκτελέστηκαν, στην πλειοψηφία τους, από τα ελληνικά στρατοδικεία. Μπράβο στην Ελένη, που την ανέφερε και στον συγγραφέα που δεν την έκοψε, γιατί οι παλιοί, ηθελημένα ή όχι, ξέχασαν την προσφορά της και τις ζωές που σώθηκαν χάρις στην άμεση επέμβαση και δράση της. Ας μου επιτραπεί, επίσης, να κάνω μία επισήμανση προς όσους γράφουν και κυρίους τους ιστορικούς για την περίοδο αυτή.

Επειδή υπάρχει η τάση στον καθένα να διεκδικεί το αλάθητο, μήπως θα ήταν, όχι απλώς καλό, αλλά πολύ σημαντικό, να παίρνει μαρτυρίες από αυτούς τους ανώνυμους - όσοι ακόμη υπάρχουν - έστω και αν σ' αυτές τις μαρτυρίες-συνεντεύξεις όποιος τις παίρνει θεωρεί πως περιέχουν κάποιες ανακρίβειες; Ετσι, όμως, θα τους δίνεται η δυνατότητα να διασταυρώσουν, να μελετήσουν το υλικό και να βρουν την αλήθεια - η οποία δεν είναι πάντα μία - για την πορεία των γεγονότων. Αλλωστε η δουλιά και η ευθύνη των ιστορικών αυτή είναι και τότε η προσφορά τους θα είναι υπεύθυνη, σημαντική και θα αποφεύγονται ανεπίτρεπτα λάθη. Το βιβλίο του Γιάννη Πριόβολου «Ο δρόμος ως το Θιάκι», μέσα από την αυθεντική διήγηση της «Μπακρόζενας», είναι ένας ύμνος σε όλους τους, ανώνυμους και επώνυμους, λαϊκούς αγωνιστές. Και το ζευγάρι Ανδρέα - Ελένης Μπακρόζου - Παλαιολόγου, ένα ακόμη παράδειγμα από τις χιλιάδες λαϊκούς και πιστούς μέχρι το θάνατο αγωνιστές, για τη μεγάλη υπόθεση του καλύτερου κόσμου, ας γίνει παράδειγμα στους νέους αγωνιστές.


Μαρία ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ