ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 15 Δεκέμβρη 2011
Σελ. /32
Ταινίες για την κρίση!

Πολλά τα φιλμ και αυτήν την εβδομάδα. Δύο ξεχωρίζουν και το καθένα, με τον τρόπο του, άπτεται των κρίσεων που στιγμάτισαν την εποχή που αυτά φτιάχτηκαν. Κατά πρώτο, η κλασική γερμανική ταινία του Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ του 1931 «ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ», από το ομώνυμο θεατρικό του Μπρεχτ, με συμμετοχή όλων των μεγάλων ονομάτων της εποχής, των κατοπινών θρύλων (Λότε Λένια, Καρόλα Νέχερ, Ερνστ Μπους). Προβάλλονται μάλιστα στην αίθουσα CAPITOL ZEFIROS και οι δύο διαφορετικές βερσιόν της ταινίας με ενιαίο εισιτήριο. Τόσο η γνωστή / άγνωστη στο πλατύ κοινό, γερμανική, όσο και η πανομοιότυπη γαλλική - για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ετσι τη δύσκολη εκείνη εποχή για μεταγλωττίσεις και υποτιτλισμούς έλυναν τα εμπόδια. Η δεύτερη ταινία που ξεχωρίζει, για τη χρησιμότητά της κυρίως, είναι η αμερικάνικη «Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ». Βλέποντάς την κατανοεί κανείς πλήρως για ποιους και γιατί γίνονται οι θυσίες των λαών. Ξεκαθαρίζει ποια είναι τα μεγάλα αφεντικά, ποιες οι περίφημες αγορές και σε ποιες τσέπες πάνε τα λεφτά των όπου Γης εργαζομένων. Μαθαίνει ακόμη κανείς πώς και με ποια ποσά οι πολυεθνικές αποζημιώνουν το υπαλληλικό τους προσωπικό, σε όποια χώρα και όποιο πόστο του μηχανισμού του συστήματος, υπάρχει ανάθεση εργασίας. Κι ας μιλούν για χρέος, ελλείμματα κλπ. γιατί, όπως αναφέρει κατά λέξη το σούπερ μεγάλο αφεντικό στην ταινία: «Δεν θα πάρω από τους δικούς σου ό,τι θέλω, αν δεν σε πιστέψουν ολοκληρωτικά»!!!

Κατά τα άλλα προβάλλονται και οι ταινίες «ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ - ΠΡΩΤΟΚΟΛΟ: ΦΑΝΤΑΣΜΑ» αμερικάνικη ταινία δράσης, παραγωγής 2011, σε σκηνοθεσία Μπραντ Μπερντ, με τον Τομ Κρουζ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, και «Ο ΑΛΒΙΝ ΚΑΙ Η ΠΑΡΕΑ ΤΟΥ - 3» μια αμερικάνικη κωμωδία του 2011, σε σκηνοθεσία Μάικ Μίτσελ.


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΓΚΕΟΡΓΚ ΒΙΛΧΕΛΜ ΠΑΜΠΣΤ
Η όπερα της πεντάρας

Στο κατώφλι του μεγάλου κραχ του μεσοπολέμου, στις 31.8.1928, στο Βερολίνο, στο «Theater am Schiffbauerdamm», ανέβηκε για πρώτη φορά, σε σκηνοθεσία Erich Engel, το μουσικό έργο «Η Οπερα της Πεντάρας» του τριαντάχρονου, τότε, Μπέρτολτ Μπρεχτ και του συνθέτη Κουρτ Βάιλ. Το έργο είχε διασκευάσει ο Μπρεχτ από το πρωτότυπο, την «Οπερα του Ζητιάνου», που έγραψε το 1728 ο Αγγλος Τζον Γκέι. Τρία χρόνια αργότερα, στη δίνη της οικονομικής κρίσης και της προ-χιτλερικής περιόδου, ο Γκέοργκ Β. Παμπστ, θέτοντας κατά μέρος τη χαρακτηριστική μελοδραματική κλίση της περιόδου του της Νέας Αντικειμενικότητας, παίρνει τα ηνία στην κοινωνική κριτική μέσα από υψηλά καλλιτεχνικά επιτεύγματα, όπου συμπίπτουν η αισθητική και οι αριστερές θέσεις και μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη μια αρκετά διαφορετική εκδοχή του μπρεχτικού θεατρικού του 1928, που σε γενικές γραμμές διατηρεί τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής σάτιρας, του αυθεντικού λυρισμού και το επαναστατικό χρώμα. Και ο Κουρτ Βάιλ, με τη σειρά του, προσάρμοσε τα μουσικά μέρη του έργου στις ανάγκες της κινηματογραφικής ταινίας.

Κατά το σύγχρονο του Παμπστ κριτικό Χάρι Ποτάμκιν η ταινία συνιστά ένα ακόμα βήμα του σκηνοθέτη προς την οριστική κοινωνική του συνειδητοποίηση. Δεδομένου όμως του θεατρικού της χαρακτήρα, η ιστορία δε θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί ρεαλιστικά στον κινηματογράφο. Ετσι, ο Παμπστ αντιστρέφει τη συνήθη του μέθοδο προσέγγισης και αντί να διασχίσει έναν υπαρκτό κόσμο, κατασκευάζει ένα μη πραγματικό σύμπαν. Ολόκληρη η ταινία κολυμπά σε μια αλλόκοτη, φανταστική, αλληγορική ατμόσφαιρα. Η ιστορία ως γνωστό εκτυλίσσεται σε ένα φαντασιακό Λονδίνο στα τέλη του 19ου αιώνα στο περιβάλλον τριών απατεώνων - οι οποίοι παρουσιάζονται ως αμιγή προϊόντα του πολιτικοοικονομικού τους συστήματος. Ο Mackie Messer, ο αρχηγός των κακοποιών, ο κος Peachum, ο Βασιλιάς των ζητιάνων και ο επιθεωρητής της Αστυνομίας ο Tiger Βrown, η απόλυτη προσωποποίηση του νόμου και της τάξης!!!

Ο Ζίγκφριντ Κράκαουερ στο βιβλίο του «Από τον Καλιγκάρι στον Χίτλερ» αναφέρει ότι παρά την αδιαμφισβήτητη μαεστρία στο «σύμπαν», στο οποίο κινείται η «ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ» αποδεικνύεται λιγότερο επαρκές από το θεατρικό ανέβασμα. Κι αυτό, γιατί, ενώ η θεατρική σκηνοθεσία απομονώνει τα επεισόδια του έργου κατά τρόπο που να τονίζεται ο οργιαστικά καλειδοσκοπικός του χαρακτήρας, η κινηματογραφική μεταφορά εξαλείφει όλες τις τομές, προς το συμφέρον μιας συνεκτικής ολότητας.

Ο Mackie, βγαίνοντας από το πορνείο του λιμανιού της μετρέσας του Jenny, γνωρίζει και - καθ' οδόν - ερωτεύεται την Polly - την κόρη του Peachum, που αποφασίζει να παντρευτεί. Διατάζει, λοιπόν, τους υποτακτικούς του να φροντίσουν για τη διοργάνωση μιας αρμόζουσας γαμήλιας γιορτής... έτσι, την ίδια νύχτα λεηλατούνται πάμπολλα μαγαζιά του Λονδίνου... Το πολυτελές πάρτι του γάμου δίνεται σε μια έρημη, υπόγεια αποθήκη με επίτιμο προσκεκλημένο τον αστυνομικό επιθεωρητή, ο οποίος κλείνει επιδεικτικά τα μάτια στις παρανομίες και τα εγκλήματα του φίλου του Mackie. Ο Peachum είναι τόσο εξαγριωμένος με το γάμο της κόρης του που απειλεί ότι θα ακυρώσει την επικείμενη ενθρόνιση της «Βασίλισσας», σε περίπτωση που ο αστυνομικός επιθεωρητής δεν στείλει στην αγχόνη τον Mackie Messer... Τον Tiger Brown δεν τον παίρνει να βάλει σε κίνδυνο την επιτυχία της τελετής... και ο Mackie, για να μη συλληφθεί, κρύβεται στο πορνείο στο λιμάνι. Η Jenny, όμως, τον καταδίδει από ζήλεια και τον συλλαμβάνουν. Ο Peachum που έχει χάσει την εμπιστοσύνη στον αστυνομικό επιθεωρητή πρόλαβε ήδη να κινητοποιήσει τους ζητιάνους. Η Polly, εν τω μεταξύ, έβαλε μπρος για ένα εκπληκτικό μέλλον. Ανοίγει μια τράπεζα και στηρίζει την επιχειρηματολογία της στο ότι η νόμιμη κλεψιά αποφέρει απείρως περισσότερα από την παράνομη. Ο σύζυγος της Mackie που έχει ήδη αποδράσει δεν ξεχνά τους καλούς του συνεργάτες. Παίρνει συνεταίρους στην επιχείρηση της γυναίκας του τον Peachum και τον Tiger Brown. Ετσι, μια καινούργια χρηματιστηριακή αυτοκρατορία δημιουργείται και οι τρεις κακοποιοί χρίζονται κολόνες της κοινωνίας.

Ο Χάρι Ποτάμκιν εντοπίζει στη σεκάνς της κινητοποίησης των ζητιάνων μια «θανάσιμη σοβαρότητα που διασκορπίζει κάθε ίχνος αστείου». Για μία και μοναδική φορά, ο ρεαλισμός πλημμυρίζει το προσκήνιο, κάτι που μοιάζει να αποκαθιστά την καλλιτεχνική ελευθερία του σκηνοθέτη. Ο Παμπστ στη σύντομη αυτή σεκάνς καθρεφτίζει την ακαταμάχητη δύναμη των επαναστατικών μαζών. Οι ζητιάνοι που ξεχύνονται σαν χείμαρρος μέσα από στενά και ομιχλώδη σοκάκια αδιαφορούν για τις διαταγές του αρχηγού τους που θέλει να τους επιβάλει να γυρίσουν πίσω. Εκείνοι συνεχίζουν να παρελαύνουν και φθάνουν στο φωτισμένο δρόμο που θα περάσει η βασιλική πομπή. Η αστυνομία δεν μπορεί πια να τους σταματήσει, οι έφιπποι προσπαθούν μάταια να τους απομακρύνουν από την άμαξα της «Βασίλισσας». Για κάποιες στιγμές, όλη η ζωή παγώνει... Κάτω από τα φώτα που επιτείνουν την ασχήμια τους, οι ζητιάνοι καρφώνουν τα μάτια τους στη λευκοντυμένη «Βασίλισσα» που προσπαθεί να υπομείνει το απειλητικό τους βλέμμα. Παραδίδεται, όμως, κρύβοντας το πρόσωπό της πίσω από το γαμήλιο μπουκέτο που σαν μαγικό ξόρκι τους εξαφανίζει! Η βασιλική πομπή συνεχίζει το δρόμο της και οι ζητιάνοι, μέσα στο σκοτάδι, κάνουν μεταβολή και φεύγουν. Ο Ποτάμκιν χαρακτηρίζει το πέρασμα αυτό «συγκεχυμένη προσέγγιση της επαναστατικής παρέλασης».

Παίζουν: Καρόλα Νέχερ, Ερνστ Μπους, Λότε Λένια, Ρούντολφ Φόρστερ, Φριτς Ρασπ, κ.ά.

Παραγωγή: Γερμανία (1931).

ΤΖ. Σ. ΤΣΑΝΤΟΡ
Ο δρόμος του χρήματος

Η έννοια «Margin Call» ανήκει στην επενδυτική ορολογία εξ ου και ο τίτλος της οξυδερκούς, παρθενικής ταινίας του Τζ. Σ. Τσαντόρ που καταγράφει με όρους κλασικής αφήγησης την δομή και εσωτερική λειτουργία ενός πολυεθνικού επενδυτικού κολοσσού, κατώτερο στέλεχος του οποίου ανακαλύπτει τα άγρια μεσάνυχτα ένα μοιραίο λάθος που το ξημέρωμα με το άνοιγμα των αγορών, θα αποδειχθεί ολέθριο για την εταιρεία. Η ταινία στέκεται στο χρονικό του 24ωρου που προηγήθηκε του ξεσπάσματος της οικονομικής κρίσης του 2008. Με οπτική γωνία από τα μέσα, από τα σπάργανα της πολυεθνικής που αριθμεί ζωή 107 χρόνων και που όλο ισχυροποιείται!

Ενδιαφέρουσα, κατατοπιστική και χρήσιμη η αμερικάνικη ανεξάρτητη παραγωγή, που μιλά την γλώσσα των πολυεθνικών: «Πρέπει να είσαι ο πρώτος, να είσαι ο πιο έξυπνος ή να κλέβεις» το μότο τους. Η ταινία πάντως δεν κλέβει. Αρθρώνει ξεκάθαρο και κυνικό λόγο, αντίστοιχο του ύψιστου αφεντικού που δηλώνει αναπότρεπτα ότι όσο υπάρχουν πολυεθνικές θα κάνουν την δουλειά τους. Θα ανταγωνίζονται για μυθικά υπερκέρδη και θα παράγουν κρίσεις για τον ίδιο λόγο.

Αλήθεια και μυθοπλασία αλληλοσυμπληρώνονται και φτιάχνουν ελικοειδή σχήματα που στριφογυρίζουν και βυθίζονται στο εσωτερικό της εταιρείας, σκάβουν, αποκαλύπτουν και καταγράφουν την διαπίστωση. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον ένα και μοναδικό άξονα και κινητήριο μοχλό της πολυεθνικής: το κέρδος. Δομικά περιγράμματα, εσωτερική ανταγωνιστικότητα, εργαζόμενοι ως στυμμένες λεμονόκουπες και εκβιασμοί παντός είδους διέπουν τα συλλογικά και ατομικά πορτρέτα, τα οποία διαπερνώνται στιγμιαία, από αμυδρά ανθρώπινα συναισθήματα, ως φωτεινές εκλάμψεις. Ενα εξαίρετο καστ ηθοποιών σε άριστες ερμηνείες. Αλληγορική ίσως η τοποθέτηση του Τζέρεμι Αϊρονς στο ρόλο του μεγάλου αφεντικού. Η αριστοκρατικότητα του ευρωπαϊκού του λόγου και της εμφάνισής του, παραπέμπουν και συνδέουν ίσως τις ρίζες και την ιστορική πορεία του κεφαλαίου και του καπιταλισμού, με το σήμερα. Ταινία που αξίζει να δει κανείς!

Παίζουν: Τζέρεμι Αϊρονς, Κέβιν Σπέισι, Πολ Μπέτανι, Σίμον Μπέικερ, Ντέμι Μουρ, Στάνλεϊ Τούτσι κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).

ΜΑΡΚΟΥΣ ΣΛΑΪΝΤΖΕΡ
Μίχαελ

Ταινία με αντι-δραματικό προφίλ. Εκθέτει παγερά το χρονικό τεσσάρων - πέντε μηνών από την καθημερινότητα ενός παιδόφιλου που κρατά φυλακισμένο στο «τεθωρακισμένο» υπόγειο του σπιτιού του ένα δεκάχρονο αγοράκι. Με σχολαστική προσοχή ο σκηνοθέτης αποφεύγει όποια κριτική νύξη στη θέση του ενός ή του άλλου πόλου, παραμένοντας πεισματικά σε τόνους εικαζόμενα αντικειμενικούς σε ό,τι αφορά το πρόβλημα. Καταγράφει δηλαδή, χωρίς να επεμβαίνει/ παρεμβαίνει. Αυτό το αφήνει στη διακριτική ευχέρεια των θεατών. Μήπως όμως με αυτόν τον τρόπο παράγει ένα έργο προβληματικό;

Πρώτη ταινία του Αυστριακού Μάρκους Σλάιντζερ - συνεργάτη και μαθητή του Χάνεκε. Χωρίς να διαθέτει τη δύναμη του δασκάλου του, αλλά μόνο την κλινική ματιά του στα πράγματα, ο σκηνοθέτης, μέσα από την περιγραφή - χωρίς ίχνη τραχύτητας - της καθημερινότητας του παιδεραστή δίνει μια σχεδόν άυλη εικόνα του άρρωστου δεσμού που συνδέει τον ψυχοπαθή μικροαστό με το νεαρό του θήραμα. Αφήνοντας, ορθά, στους ειδικούς τις ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις και ερμηνείες για τα βαθύτερα και σκοτεινά αίτια που ωθούν το θύτη σε αυτήν τη συμπεριφορά, περιγράφει το πρόβλημα με όρους ξεκάθαρα κοινωνικούς και το εντάσσει στο ευρύτερο «δυτικό πολιτισμικό πακέτο». Εν προκειμένω καταγράφει την αυστριακή μικροαστική εκδοχή του. Η επιμονή του στην εικόνα μιας κοινωνίας που δεν μπορεί παρά να επωάζει το κακό - όποιο και να 'ναι αυτό - καλό θα είναι να εκληφθεί ως καμπανάκι κινδύνου.

Ο σκηνοθέτης επιμένει σχολαστικά να κατανοήσουμε την επικίνδυνη δυτική υποκρισία και τα «τελετουργικά» της. Ο παιδεραστής ετοιμάζει το δείπνο. Στρώνει - σύμφωνα με τους κανόνες - το τραπέζι. Τα μαχαιροπήρουνα στη σωστή θέση. Η τροφή στο πιάτο σε αναλογίες - σύμφωνα με τους κανόνες των σοφών - 1/6 πρωτεΐνη, 2/6 υδατάνθρακες, 3/6 βιταμίνες, που φροντίζουν για την υγεία του πληθυσμού. Τα παιδιά - ισχυρίζονται οι σοφοί - επιτρέπεται να βλέπουν τηλεόραση μόνο μέχρι τις 9 το βράδυ. Απόλυτες οι κανονιστικές νόρμες της καθημερινής ρουτίνας που ο παιδεραστής υιοθετεί τυφλά χωρίς παρεκκλίσεις. Σε κάποιο προγενέστερο γερμανικό φιλμ ακούσαμε το σχόλιο: Οι Αυστριακοί είναι οι καλύτεροι Ναζί! Ετσι διδάσκει η ύπουλη τηλεόραση ή η ύπουλη παρουσία της τηλεόρασης ως μοναδικής πηγής γνώσης, πληροφόρησης και ψυχαγωγίας του εργαζόμενου δυτικού ανθρώπου.

Το φιλμικό αποτέλεσμα μοιάζει με το πρωταγωνιστικό πρόσωπο. Μπανάλ. Ο κρύος ρυθμός, η γραμμική, αντι-θεαματική πλεύση αφήγησης, με έλλειμμα δραματουργίας και πλήθος φιξαρισμένα πλάνα, η ρεαλιστική απεικόνιση που συχνά αγγίζει την καρικατούρα. Ωστόσο υπάρχει επιδεξιότητα στο ξεδίπλωμα της ιστορίας, υπάρχουν επιλογές έξυπνης γραφής που δίνουν τον τόνο, χάρη στις οποίες χτίζει μια συνεπή ατμόσφαιρα και μαστορικά αγωνιώδες κρεσέντο. Ο τρόπος που ο σκηνοθέτης τονίζει το άνοιγμα και το κλείσιμο όλων των «ανοιγμάτων» του σπιτιού, γίνεται με τη σίγουρη κατοχύρωση privacy, του σαφή διαχωρισμού της δημόσιας από την ιδιωτική ζωή.

Παρά τη δύναμη της απεικόνισης, η τεράστια φρίκη της κατάστασης παραμένει εκτός κάδρου στην ταινία του Σλάιντζερ, που θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι μπορεί να λειτουργήσει και σαν δίκοπο μαχαίρι. Και σαν εγχειρίδιο δηλαδή επίδοξων παιδεραστών...

Παίζουν: Μίχαελ Φούιτ, Ντάβιντ Ράουχενμπέργκερ, Κριστίνε Κάιν, Ούρσουλα Στράους, Γκίζελα Ζάχερ κ.ά.

Παραγωγή: Αυστρία (2011).

ΟΥΛΙ ΣΙΠΕΛ
Ο Δρόμος: Για εκεί που ένας θεός ξέρει

Ομορφο, ασπρόμαυρο, καλλιτεχνικό, μουσικό ντοκιμαντέρ του Γερμανού κινηματογραφιστή Ούλι Σίπελ για μια μαραθώνια τουρνέ του σύγχρονου ροκ τραγουδιστή NickCave και των BadSeed, το 1990 στην Αμερική, απ' άκρη σ' άκρη.

Το ντοκιμαντέρ αυτό ήταν η πτυχιακή εργασία του Σίπελ που αποφοίτησε από τη γνωστή Ακαδημία Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (DFFB) του τότε Δυτικού Βερολίνου.

Μαζί με τη μεγάλου, προβάλλεται και η μικρού μήκους ταινία του Ούλι Σίπελ «ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ». Πρόκειται για ένα δεκαεπτάλεπτο φιλμ γυρισμένο στα μυθικά στούντιο «Hansa» του Βερολίνου, που παρακολουθεί τον Nick Cave, τον Mick Harvey και τον Blixa Bargeld στη δημιουργία του τραγουδιού «Untilthe end ofthe world» για τις ανάγκες της ομώνυμης ταινίας του Βιμ Βέντερς.

Παραγωγή: Γερμανία (1990).

ΤΖΕΦ ΝΙΚΟΛΣ
Το καταφύγιο

Ταινία ελεγειακή, καλοφτιαγμένη όντως και ιδιαίτερη. Μιλά για την σχιζοφρένεια με όρους πολύ κοντινούς στην πραγματικότητα και για την λεπτή γραμμή που διαχωρίζει την άνοια από το προαίσθημα. Ταινία νηφάλια και ανθρώπινη. Ταινία ρεαλιστική και με ξεκάθαρα καταγεγραμμένη στο σελιλόιντ, την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής της. Στέκει με κριτική ματιά τόσο στην εκσυγχρονιστική αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων όσο και στο απάνθρωπο - ιδιαίτερα για την εργατική τάξη - σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Ταινία αργή, σε πολλά σημεία ενοχλητική λόγω της επιμονής της, αλλά και με ατέλειωτη - πολύ πέραν του δέοντος - διάρκεια!

Ενας εργάτης - με οικογενειακό ιστορικό σχιζοφρένειας - εγκλωβίζεται όλο και πιο βαθιά στους τρομαχτικούς του εφιάλτες και παραισθήσεις που συνίστανται σε εικόνες αποκάλυψης από μια εν δυνάμει τρομαχτική φυσική καταστροφή. Ο εργάτης «πνίγεται» στον ύπνο και τον ξύπνιο του από το καταλυτικό προαίσθημα ενός επικείμενου τέλους που όλο και πλησιάζει και το άγχος του, να προστατέψει όπως μπορεί - εν προκειμένω φτιάχνοντας ένα καταφύγιο - την γυναίκα και την μικρή κωφάλαλη κόρη του, τον κυριεύει ολοκληρωτικά. Τόσο που τον φέρνει στο χείλος της οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής...

Ωστόσο, στην τελευταία σεκάνς της ταινίας συντελείται μια ακατανόητη ανατροπή, που καταρρίπτει, κλωτσώντας όπως η αγελάδα τον κάδο με το γάλα, όλη την προηγούμενη «επιστημονικοφανή» κατασκευή. Λαμβάνοντας υπόψη το σύνηθες και την πυκνότητα καταστροφικών καταιγίδων που πλήττουν την περιοχή αφ' ενός και αφ' ετέρου έχοντας κατά νου ότι στην γειτονική Κούβα που δις το χρόνο πλήττεται από επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα δεν σημειώνεται ούτε ένας νεκρός λόγω της κοινωνικής πρόληψης, οι ερμηνευτικές διεργασίες - όχι μόνο οι στρουχτουραλιστικές, αλλά και οι άλλες που πρέπει να λειτουργούν σύμφωνα με τις αρχές της κοινής λογικής, δεδομένου ότι ο κινηματογράφος απευθύνεται σε πλατύ κοινό - στέλνουν την ταινία, σαν ολότητα, στο είδος της - μετά συγχωρήσεως - «μεταφυσικής μπουρδολογίας» ...

Παίζουν: Μάικλ Σάνον, Τζέσικα Τσαστέιν, Σι Γουάιγκχαμ, Κάθι Μπέικερ κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΝΤΟΜΠΚΙΝ
Αλλάζουμε;

Μη αξιόλογη κωμωδία διπλής όψης, με πολύ συχνές κακοφωνίες, με κλισέ gags, με υλικά fast food πεπερασμένης ημερομηνίας που συνθέτουν ίντριγκα αμφιλεγόμενη και συμβατική. Ετσι ξεδιπλώνεται μια από τις πιο προβλέψιμες θεματικές του κινηματογραφικού είδους «buddy - movie», της κωμωδίας δηλαδή που στηρίζεται σε ιστορικά κωμικά ζεύγη πρωταγωνιστών, που η τριβή ανάμεσά τους συνιστά τη βασική στρόφιγγα τόσο για την εξέλιξη της ιστορίας όσο και για τις κωμικές καταστάσεις: Το ντουέτο Μιτς και Ντέιβ εν προκειμένω, φίλοι από πάντα, δοκιμάζουν με τη σειρά τους να προτείνουν την αποτελεσματικότητα της δικής τους εκδοχής στέρεης υφολογίας.

Στο ρόλο του Μιτς ο Ράιαν Ρέινολντς, ένα από τα ανερχόμενα σύμβολα του σεξ στο χολιγουντιανό πανόραμα. Στο ρόλο του Ντέιβ ο Τζέισον Μπέιτμαν, που στήριξε την καριέρα του στην σκιαγράφηση του κοινού, μέσου Αμερικανού. Καθένας τους έχει επιλέξει μια ζωή, που αποκλίνει με τρόπο ουσιαστικό από τη ζωή του άλλου. Ο Μιτς είναι ένα 35χρονο γεροντοπαλίκαρο που παίζει σε πορνοταινίες και κυνηγά κάθε λογής περιπέτειες, ενώ ο Ντέιβ είναι πετυχημένος δικηγόρος με λαμπρό μέλλον και νεαρή, πολυμελή οικογένεια. Οι δυο φίλοι, μια νύχτα κραιπάλης, εκφράζουν αμοιβαία την επιθυμία να ζούσε ο ένας τη ζωή του άλλου. Και φευ, η επιθυμία πραγματοποιείται.

Παίζουν: Ολίβια Γουάιλντ, Λέσλι Μαν, Ράιαν Ρέινολντς, Τζέισον Μπέιτμαν κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ