ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Γενάρη 2001
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤΡΑΠΕΖΕΣ
«Θεσμική» τοκογλυφία και λεηλασία των αποταμιεύσεων

Αναμένουν έξαρση των καταναλωτικών δανείων και επιδιώκουν συμπίεση του κόστους τους με περικοπές στις θέσεις εργασίας

Μόνο σε περιόδους εκτεταμένης ταυτόχρονα νομιμοποιημένης αγυρτείας θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει φαινόμενα όπως τα σημερινά: Οι τράπεζες σε απόλυτα συντεταγμένη πορεία ασυδοσίας και παντελώς ανενόχλητες επιδίδονται στο «θεάρεστο» έργο της τοκογλυφίας, ενώ οι αρμόδιες «αρχές», κυβέρνηση και Τράπεζα της Ελλάδας, όταν δεν κάνουν την πάπια, μεταβάλλονται σε διαπρύσιους υποστηρικτές των συμφερόντων και των επιλογών του τραπεζικού κεφαλαίου.

Το ψέμα, όμως, «έχει κοντά ποδάρια»: Δε χρειάστηκαν παρά τα γεγονότα δυο, και μόνο, βδομάδων εντός της ΟΝΕ για να αποδείξουν ότι η κυβερνητική προπαγάνδα σε ολόκληρη την περίοδο της σύγκλισης, ιδιαίτερα από το 1995 μέχρι το 2000 στηρίχτηκε στην παραπληροφόρηση και στο ψέμα. Η «επιχειρηματολογία» τους απευθυνόταν κυρίως στο θυμικό, καλλιεργώντας μια σκόπιμα ασαφή προοπτική για τη -δήθεν-επερχόμενη ευμάρεια, που θα ήταν το αποτέλεσμα της λεγόμενης «νομισματικής σύγκλισης» και της υποτιθέμενης συρρίκνωσης των επιτοκίων.

Μόνον που τα επιτόκια για τη λαϊκή αποταμίευση συρρικνώθηκαν τόσο πολύ, που έγιναν αρνητικά και βρίσκονται σε επίπεδα στο μισό του πληθωρισμού. Το αποτέλεσμα είναι η περιβόητη αποταμίευση μέσω των τραπεζικών λογαριασμών απλά να ροκανίζει τα όποια ποσά αποφασίζει κανείς να καταθέσει. Και δεν είναι όμως μόνο αυτό. Σχεδόν όλες οι τράπεζες πλέον δε δίνουν καθόλου τόκο για καταθέσεις μέχρι κάποιο ποσό, που μπορεί συνήθως να φτάνει και τις 300.000 δραχμές, ενώ ορισμένες έχουν ορίσει το σχετικό ποσό στα 2 εκατομμύρια δραχμές! Για καταθέσεις ταμιευτηρίου οι τρεις μεγαλύτερες τράπεζες έχουν ανακοινώσει ότι δίνουν τόκο από 2% μέχρι 3%. Οι αποδόσεις αυτών των καταθέσεων, μετά την παρακράτηση του φόρου, που είναι 15% επί των τόκων, «πέφτει» αντίστοιχα από 1,7% μέχρι 2,55%. Κι αυτό συμβαίνει την ώρα που ο πληθωρισμός τρέχει στα επίπεδα του 4%. Τη διαφορά ανάμεσα στα προσφερόμενα επιτόκια και στον πληθωρισμό καρπώνονται οι τράπεζες. Παράλληλα, από κάθε μονάδα μείωσης στα επιτόκια ταμιευτηρίου οι τραπεζίτες κερδίζουν 230 δισ. δραχμές ετησίως, καθώς το σύνολο των καταθέσεων, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας είναι 23 τρισ. δραχμές. Η πτώση των επιτοκίων μέσα στο 2000 έφτασε σχεδόν τις 5 μονάδες. Κατά συνέπεια περισσότερα από 1,1 τρισ. δραχμές άλλαξαν χέρια και βέβαια επίσης κατέληξαν στις τράπεζες.

Τα κέρδη αυτά ωχριούν μπροστά στα κέρδη από τη... «βιομηχανία» σύγκλισης των μακροπρόθεσμων επιτοκίων του κρατικού δανεισμού, κέρδη που βέβαια καρπώθηκαν ελληνικές και ξένες τράπεζες και οι άλλοι «θεσμικοί» ρεντιέρηδες: Η αύξηση στις τιμές των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων από την υποτίμηση της δραχμής (Μάρτης 1998) μέχρι την ένταξη στην ΟΝΕ ξεπέρασε σε αρκετές περιπτώσεις το 30%. Υπολογίζεται ότι οι κάθε είδους ρεντιέρηδες, Ελληνες και ξένοι, τσέπωσαν από αυτή και μόνο τη δραστηριότητα περί τα 10 τρισεκατομμύρια δραχμές. Παράλληλα το ελληνικό δημόσιο θα συνεχίσει να καταβάλλει για την αποπληρωμή του χρέους πολύ ψηλά τοκομερίδια ως και 8,6% ετησίως και μέχρι να λήξουν τα υπερδεκαετή δάνεια που συνάφθηκαν στην τελευταία φάση της σύγκλισης. Γι' αυτά τα γεγονότα και για «επιτεύγματα» σαν και αυτά οργίασε και οργιάζει η προπαγάνδα της πλουτοκρατίας. Σε γενικές γραμμές προσπαθούν να κρύψουν την πραγματικότητα χρησιμοποιώντας εξαιρετικά αφαιρετικές έννοιες όπως «μείωση επιτοκίων», «σύγκλιση», και άλλα ηχηρά παρόμοια που όμως δεν αντέχουν σε κάποια, ακόμη και στοιχειώδη, κριτική.

  • Χαρακτηριστικό της πολυπραγμοσύνης της τραπεζών είναι και το γεγονός ότι ήταν αρκετά φειδωλές στις μειώσεις επιτοκίων για τα δάνεια που χορηγούν στα νοικοκυριά. Αποτέλεσμα της πρακτικής αυτής είναι η διεύρυνση της ψαλίδας, ανάμεσα στα επιτόκια χορηγήσεων και καταθέσεων, προς όφελος των τραπεζών. Αυτό, όμως, που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η πιστωτική επέκταση του τραπεζικού κεφαλαίου. Ετσι τα τραπεζικά δάνεια που χορηγήθηκαν στα νοικοκυριά απόκτησαν πρωτόγνωρες διαστάσεις και στο διάστημα 1995-2000 τετραπλασιάστηκαν. Σήμερα τα υπόλοιπα των καταναλωτικών δανείων ξεπερνούν τα 1,7 τρισ. δραχμές, από 407 δισ. δρχ. το 1995.
Η... «νέα εποχή»

«Τρώγοντας έρχεται η όρεξη» και οι τραπεζίτες, μη ορρωδώντας προ ουδενός χρησιμοποιούν απίστευτα τεχνάσματα εξαπάτησης προκειμένου να πουλήσουν την κάθε είδους πραμάτεια τους, αποκύημα της εντός ΟΝΕ εποχής. Οι σύμμαχοί τους παραμένουν οι ίδιοι: κυβερνώντες και νομισματικές «αρχές» με τη συμμετοχή, εννοείται, των ροζ οικονομικών σελίδων της πλουτοκρατίας. Ετσι, για παράδειγμα, διάφορα τραπεζικά προϊόντα που συνδέονται με το καθημερινό τζογάρισμα στη χρηματαγορά και τα χρηματιστήρια παρουσιάζονται σαν μορφές κατάθεσης, που υποτίθεται ότι θα εξασφαλίσουν στους αποταμιευτές ψηλές αποδόσεις. Αυτού του είδους τα τραπεζικά προϊόντα, που να σημειωθεί εγκυμονούν πολλούς κινδύνους για τους αποταμιευτές, αναμένεται να πληθύνουν στο αμέσως επόμενο διάστημα. Οι τράπεζες που έσπευσαν πρώτες να διαθέσουν αυτά τα προϊόντα θα προχωρήσουν και σε νέες εκδόσεις και εκδοχές.

Οι τραπεζίτες, όμως, γνωρίζουν ότι η καταλήστευση των λαϊκών αποταμιεύσεων λειτουργεί σαν μοχλός ανακατανομής των εισοδημάτων και βέβαια οδηγεί σε μείωση το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων. Με αυτό το δεδομένο αναμένουν να εκδηλωθεί με ακόμη μεγαλύτερη ένταση η ζήτηση για καταναλωτικά δάνεια, με τα οποία οι ίδιοι θα τροφοδοτήσουν την κερδοφορία τους. Για την ανάπτυξη της στρατηγικής τους χρησιμοποιούν την εμπειρία των «συναγωνιστών» τους, των τραπεζών στα άλλα κράτη της ευρωζώνης. Ετσι με μια λίγο - πολύ ντετερμινιστική αντίληψη το «ντόπιο» τραπεζικό κεφάλαιο ξεκινά από τη διαπίστωση ότι η καταναλωτική πίστη στη χώρα μας υπολείπεται σαν ποσοστό του ΑΕΠ σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΟΝΕ, φαινόμενο που εκτιμούν ότι θα εξαλειφτεί στα επόμενα χρόνια. Γνωρίζουν επίσης από πρώτο χέρι ότι τα υποψήφια θύματά τους θα πρέπει πρώτα να πέσουν στη λεγόμενη -από τους «ξεχασμένους» αστούς κεϋνσιανούς οικονομολόγους- «αυταπάτη του χρήματος» και σε αυτή την κατεύθυνση θα κινηθεί και στο επόμενο διάστημα η διαφημιστική καμπάνια τους.

Σε αυτό το πλέγμα θα εξελιχτεί και ο συναγωνισμός των τραπεζών για τη διεκδίκηση ικανού μεριδίου αγοράς. Να σημειωθεί πάντως ότι αισθητές μειώσεις επιτοκίων στα καταναλωτικά και άλλα δάνεια δε διαφαίνονται. Η «σκληρή γραμμή» των τραπεζών θα «έβλεπε» αυτό το ενδεχόμενο μόνο στην περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μειώσει, πρώτα, τα επιτόκιά της.

Σε ό,τι αφορά τις εσωτερικές διεργασίες του τραπεζικού κεφαλαίου πρώτο μέλημά τους είναι η μείωση του κόστους. Ωστόσο το κύριο λειτουργικό κόστος των τραπεζών δεν είναι άλλο παρά το κόστος για τη μισθοδοσία. Ετσι όπως παραδέχονται τα στελέχη και οι διοικήσεις των τραπεζών, οι «περικοπές» στις θέσεις εργασίας, όχι μόνον είναι στην ημερήσια διάταξη, αλλά θα πάρουν διαστάσεις είτε με απολύσεις είτε με τη μορφή «προγραμμάτων εθελούσιας εξόδου».

Αυτά σχεδιάζουν προβάλλοντας την εκτίμηση ότι οι όποιες μελλοντικές «συγχωνεύσεις» και εξαγορές δεν οδηγούν σε συμπίεση το κόστος λειτουργίας των τραπεζών, παρά μόνο αν συνοδευτούν με «περικοπές» των θέσεων εργασίας.

Οι πλουτοκράτες βέβαια γνωρίζουν από πρώτο χέρι ότι οι... νέες δυνατότητες απασχόλησης, για τις οποίες κάνει λόγο η κυβέρνηση, είναι απλά ασύστολη ψευδολογία...


Ανδρέας ΣΑΚΑΡΕΛΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ