Η όπερα αυτή και θεματολογικά αποτελεί σύγκρουση του παλιού με το καινούριο (στην τέχνη), του κακού με το καλό, του φανταστικού με το πραγματικό, του άυλου με το υλικό, του υπερκόσμιου με το εγκόσμιο, του σύμπαντος με τον πλανήτη, του μεταφυσικού με το φυσικό, της φύσης με τα φαινόμενα και τα όντα της. Των «φαντασμάτων» και των ανθρώπων. Της άρχουσας τάξης και του απλού λαού. Του ερωτικού πόθου και της συζυγικής πίστης. Ο Χόφμανσταλ, στα χρόνια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, έπλασε ένα παράξενο, φιλοσοφικό, συμβολικό μύθο, αντλώντας στοιχεία ανατολικών μύθων, παραμυθιών του Βορρά, της σύγχρονής του φαντασιακής λογοτεχνίας και, βέβαια, του ξεπερασμένου ιδεαλιστικού ρομαντισμού. Τοποθέτησε το μύθο και στον ουρανό και στη γη. Επλασε πνεύματα, αερικά, πουλιά με λαλιά, εξουσιαστές, υπηρέτες και λαό. Ανάμεσα στα «μυθικά» πλάσματα είναι και η αΐσκιωτη Αυτοκράτειρα, κόρη του μεταφυσικού Κάικομπαντ, κόρη της Ιδέας, που ποθώντας να «σαρκωθεί» κατεβαίνει στη γη, μεταμφιεσμένη σε υπηρέτρια, ώστε να «κλέψει» και να κάνει δική της τη «σκιά» της νέας κι όμορφης γυναίκας ενός φτωχού βαφέα, «σκιά» που γονιμοποιείται και γεννά. Ιδεαλιστικό, πολύσημο και αμφίθυμο το «κουβάρι» του μύθου μπέρδεψε και το στόχο του ποιητή. Ο Χόφμανσταλ, εδώ, θεωρεί την ιδέα ως μια δύναμη ανώτερη και πέραν της ανθρώπινης φύσης. Ο αντιδιαλεκτικός ιδεαλισμός του τον εμποδίζει να δει ότι υλιστικής βάσης «γέννα» του ανθρώπου είναι οι ιδέες. Οτι με ιδεοληψίες δεν εξασφαλίζεται ειρηνική συνύπαρξη των τάξεων και λαών, όπως εμμέσως αλληγορεί με το τέλος του μύθου του. Αυτά ως προς τον πολύπλοκο, δυσνόητο, αλλά γοητευτικό μύθο, τον οποίο περιέπλεξε νοηματικά, αφυδατώνοντας και την ποίησή του η μετάφραση του λιμπρέτου (Ιάκωβος Κοπερτί). Η μετάφραση ήταν το μόνο μειονέκτημα αυτής της σπουδαίας παράστασης.
Ο Στράους υπερέβη τα μυθοπλαστικά προβλήματα του λιμπρέτου, με ένα μεγαλοφυές, τολμηρό, γοητευτικό μουσικό κράμα, το οποίο ακροβατεί υπέροχα και γεφυρώνει την κλασική όπερα με το βαγκνερικό ήθος και τις αναζητήσεις του «ανατρεπτικού» μοντερνιστικού μουσικού ρεύματος κατά την πρώτη και κυρίως τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα. Η μουσική του Στράους υπηρετήθηκε στο έπακρο από την εξαίρετη Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Δανίας, υπό την άριστη μπαγκέτα του Μίκαελ Σάινβαντ. Ερμηνεύτηκε εξαιρετικά από μεγάλες φωνές, όπως οι Εύα Μάρτον, Φραντς Γκρούντεχεμπερ (καλός και υποκριτικά), Ινγκα Νίλσεν, Μέριλιν Τσάου, Ρόναλντ Χάμιλτον, αλλά και άξιους μονωδούς στους μικρούς ρόλους, τις ελληνικές χορωδίες «Fons Musikalis» και του Ωδείου «Kodaly».
Καθώς τα λυρικά είδη δεν είναι μουσική και τραγούδι, είναι πάνω από όλα θέατρο, δηλαδή σκηνικός λόγος διαπλασμένος σε μύθο με δράση και πρόσωπα, ο οποίος αντί να μιλιέται τραγουδιστά, θα αναφερθούμε στα δύο μέγιστα επιτεύγματα της παράστασης. Τα ιδιοφυή, υψηλής εικαστικής αισθητικής, μοντέρνας αντίληψης, με χρήση νέων τεχνολογικών μέσων, σκηνικά του Χανς Σάβερνοχ, οι υποβλητικοί φωτισμοί του Χανς Τόλστεντε, και τα ευφάνταστα κοστούμια του Κάρλο Τομάσι. Συντελεστές, που σε αγαστή συνεργασία μορφοποίησαν τα συμπαντικά, μεταφυσικά και γήινα «τοπία» του μύθου. Και, τέλος, την επίσης ιδιοφυή, λιτή, με καλοζυγιασμένα ευρήματα, σκηνοθεσία του Μίκαελ Χάμπε που μαγικά «ενορχήστρωσε» όλους τους παραστασιακούς και ερμηνευτικούς συντελεστές, σε μια πλήρη μουσικοθεατρική πράξη.