Κατά τα άλλα πρεμιέρα κάνει η τρισδιάστατη παραγωγή της Γουόλτ Ντίσνει «ΟΖ: ΜΕΓΑΣ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΣ» σε σκηνοθεσία Σαμ Ράιμι. Φαντασμαγορικό παραμύθι με μπόλικη χρυσόσκονη, εντυπωσιακά κοστούμια και ντεκόρ, μαγικά εφέ και γοητευτικές σταρ. Παίζουν οι Τζέιμς Φράνκο, Μίλα Κούνις, Μισέλ Γουίλιαμς και Ρέιτσελ Βάις.
Αμερικανικό και το θρίλερ «THE PAPERBOY» παραγωγής 2012 και σκηνοθεσίας Λι Ντάνιελς («ΠΟΛΥΤΙΜΗ») με την Νικόλ Κίντμαν, τον Ζακ Εφρον και τον Τζον Κιούσακ. Το διήγημα του Πίτερ Ντέξτερ τοποθετημένο στην αμερικανική επαρχία του 1960 γίνεται συμπαθητικό φιλμ με στοιχεία νουάρ...
Τέλος,
Στον κινηματογράφο ΤΙΤΑΝΙΑ CΙΝΕΜΑΧ, η «NEWSTAR» ξεκινά από αύριο ένα μεγάλο κινηματογραφικό αφιέρωμα στον Κομμουνιστή Γερμανό ηγέτη Ερνστ Τέλμαν που θα διαρκέσει ολόκληρο το Μάρτη. Το αφιέρωμα περιλαμβάνει 3 ανατολικογερμανικές ταινίες, παραγωγές του κινηματογραφικού ιδρύματος DEFA, για τη ζωή και τη δράση του Ερνστ Τέλμαν, ΓΓ του ΚΚ Γερμανίας, που συνελήφθη μετά τον προβοκατόρικο εμπρησμό του Ράιχσταγκ στο Βερολίνο το 1933, φυλακίστηκε, βασανίστηκε και τελικά θανατώθηκε στο ναζιστικό κρεματόριο του «Μπούχενβαλντ» το 1944. Η πρώτη ταινία έχει τίτλο «ΤΑ ΝΕΑΝΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ» (1974), σε σκηνοθεσία του Μπέρνχαρντ Στέφαν και θα προβάλλεται καθημερινά από αύριο στις 17.00 και τις 22.15. Τις επόμενες βδομάδες θα ακολουθήσουν οι ταινίες : «ΕΡΝΣΤ ΤΕΛΜΑΝ - Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΤΟΥ» και «ΕΡΝΣΤ ΤΕΛΜΑΝ - Ο ΗΓΕΤΗΣ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΤΟΥ», που θα προβληθούν για πρώτη φορά στην Ελλάδα...
Η ζωή του Ζιλ και των φίλων του, με συνισταμένη τον έρωτα - κορυφή του υπαρξιακού, ταλαντεύεται μεταξύ τέχνης και πολιτικής. 3 χρόνια μετά το '68, ο γενικός και αόριστος απόηχος της εξέγερσης βρίσκεται απείρως μακριά, αλλά και απείρως κοντά και νοηματοδοτεί την ηλικιακή ανία πολλών μικροαστικών γόνων, ιδιαίτερα όταν οι αστυνομικοί στους δρόμους του Παρισιού, με μεγάλη ευχαρίστηση και υπερβάλλοντα ζήλο, καταστέλλουν μαθητικές διαδηλώσεις. Σημείο των καιρών και ο διευθυντής του σχολείου που από τη μια μαίνεται για τους βανδαλισμούς κι από την άλλη δείχνει κατανόηση...
«Είναι η πιο προσωπική ταινία μου» δήλωσε ο ίδιος ο Ασαγιάς. Μια ιστορία που σήμερα βλέπει με την απόσταση που τότε δεν μπορούσε να έχει. Η ιστορία συντίθεται από τις προσωπικές ιστορίες πολλών ατόμων με διαφορετικό βαθμό «πεποίθησης» και πολύ «ατομικά» όνειρα, στόχους και φιλοδοξίες. Το δικό τους «μαζί» δεν έχει σχέση με την έννοια της συλλογικότητας και του αγώνα. Μπορεί να σκοτώνουν την ώρα τους μαζί, αλλά στις σοβαρές αποφάσεις ο καθένας είναι μόνος του, περιχαρακωμένος στο περιβάλλον και τον κόσμο του.
Το βλέμμα του Ασαγιάς είναι επίμονο και κάπου ειρωνικό για τα υπεραριστερά γκρουπούσκουλα - μαοϊστές, τροτσκιστές, αναρχικοί, που στελέχωσαν, με το τέλος των σπουδών τους το αστικό κράτος και πολέμησαν λυσσαλέα την εργατική τάξη. Περιπτώσεις σαν του Γιόσκα Φίσερ ή του Κον Μπεντίτ αμέτρητες, ξέρουμε και από τους εδώ επαναστάτες... Ο Ασαγιάς περιγράφει γλαφυρά τις ανησυχίες των παιδιών από τα ευημερούντα μεσαία στρώματα με πρόσβαση σε χρήματα, ταξίδια και στρωμένο μέλλον, και το πόσο αποκομμένοι είναι από την άλλη πραγματικότητα, τη λαϊκή. Εννοιες ή εικόνες από εργατική τάξη ή εργατικά συνδικάτα δεν υπάρχουν. Οι απόντες εκπροσωπούνται από τους υπερεπαναστάτες τους μεγαλωμένους στα αστικά σπίτια που ανταγωνίζονται στο ποιος θα αρθρώσει καλύτερα τη φωνή των εργατών. Είναι αποκαλυπτική η αφ' υψηλού στάση των πνευματικά ανώτερων, των διανοούμενων, που δρουν για το καλό της εργατικής τάξης χωρίς οι ίδιοι να έχουν την παραμικρή σχέση και ιδέα για την ταξική εκμετάλλευση. Εμφανής η ειρωνεία όταν ξεστομίζεται το περίφημο «δεν θα πρέπει μια επαναστατική ταινία να έχει επαναστατική σύνταξη»; Στην ανάγνωση του φιλμικού κειμένου υπάρχει ανάμεσα στις γραμμές το τείχος που χωρίζει τους ήρωες της ταινίας από την εργατική τάξη... Βέβαια αυτές είναι οι τελευταίες αναλαμπές της νεανικής τους επανάστασης γιατί πολύ γρήγορα, το σεξ, τα ναρκωτικά, η ροκ μουσική, η τέχνη και οι φιλοσοφίες της Ανατολής αντικαθιστούν τη μόδα του Λένιν, του Μάο και του Μαρξ. O Aσαγιάς υπαινίσσεται ξεκάθαρα ότι η ανάγκη της «πολιτικής» σε αυτούς τους νέους θα μπορούσε να αντικατασταθεί από οποιοδήποτε «κίνημα», φθάνει η πίεση της ομάδας και το πνεύμα της εποχής να είχαν αντίστοιχη δύναμη επιρροής και σαγήνης.
Και ο Ασαγιάς, όπως πολλοί, μοιάζει να κοιτάζει στο παρελθόν και να αναρωτιέται πού πήγε τόσος «ιδεαλισμός», γιατί οι ίδιοι άνθρωποι σήμερα ασχολούνται με τη διακόσμηση και το δείκτη των μετοχών; Η απάντηση εγγράφεται στις εικόνες, στα περιγράμματα σε σχέση με τα συμφραζόμενα, στην παρουσία, απουσία, διάσταση, προοπτική και προβολή των συστατικών τους στο χρόνο...
Βεβαίως και διαφαίνεται κάποιο είδος ανάλυσης που διαπερνά το νοσταλγικό τόνο του φιλμ. Μόνο που, σαν τη νοσταλγία, έτσι και η ανάλυση, «κρατά τις αποστάσεις» κάτι που συνιστά πρόβλημα. Ενα επίσης προβληματικό στοιχείο είναι ότι ο Ασαγιάς έχει δυσκολία να αποφασίσει τι είδους φιλμ θέλει. Ετσι το βιογραφικό του φιλμ συνειδητοποίησης και ενηλικίωσης με φόντο την ατμόσφαιρα του '70, «σκαλώνει» στην πορεία σε πάμπολλες κατευθύνσεις κι έτσι γίνεται μάλλον φλύαρο παρά ενδιαφέρον. Η ενδοσκόπηση πραγματοποιείται χωρίς εμβάθυνση στους χαρακτήρες οι οποίοι απογυμνωμένοι από καλλωπιστικές επιστρώσεις προβάλλουν μια απάθεια που ταρακουνάει. Οι νεαροί μοιάζουν να μη νοιάζονται για τίποτα...
Ο Ασαγιάς σερβίρει πρωτίστως ένα υπέροχο επιδόρπιο νοσταλγίας με μια δύναμη στην αφήγηση, που επιπλέει, ό,τι κι αν συμβεί. Με άλλα λόγια, η ταινία είναι μια αρκετά νηφάλια αποτίμηση μιας μεθυσμένης αλλά και μεθυστικής εποχής, παραδομένη σε μουσικά ακούσματα - πατιναρισμένα κι αυτά από τον χρόνο. Είναι σε μεγάλο βαθμό μια νοσταλγική ταινία γι' αυτή καθαυτή τη νιότη...
Παίζουν: Κλεμάν Μεταγιέ, Λόλα Κρετόν, Φελίξ Αρμάν, Καρόλ Κομπ, Ματιάς Ρενού, Ιντια Μενουέζ, Φελίξ ντε Ζιβρί κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία (2012).
Η ιστορία ξετυλίγεται σε σχεδόν πραγματικό χρόνο. Η ακατέργαστη και τραγική της αλήθεια επιβάλλεται δυναμικά μέσα από την κλασική της αφήγηση και την αβίαστα καυστική της σκηνοθεσία. Σημαντικά και εκτεταμένα τα flash back που απαντούν σε μια αυστηρή αφηγηματική λογική αναδρομής σε επεισόδια από τη ζωή των τριών ηρώων, ώστε να κατανοήσουμε μέσα από το χαρακτήρα του καθενός τις πράξεις του. Τραχύ και προσιτό το φιλμ, διαυγές όσο και τρομερό το βλέμμα πάνω στη μεταμόρφωση μιας χώρας από τον επιθετικό πόλεμο, ανεξάντλητος ο οπτικός και ηχητικός πλούτος της ταινίας καθιστά τη λιτότητά της μόνο φαινομενική, κάτι που αρχικά έμοιαζε με πείραμα θολότητας, καταλήγει να πάσχει από περίσσευμα σαφήνειας.
Οι γραμμές της ταινίας είναι πρωτίστως ξεκάθαρες! Αυτή είναι η σπουδαιότερη αρετή της και το πιο επιτυχημένο παράδοξο αυτής της δουλειάς. Ολα συγκλίνουν σε αυτό το σημείο, στο να μετατραπεί μια κατά βάση σκοτεινή ιστορία ενοχής, σε μια κρυστάλλινη μεταφορά. Κι επειδή στην ταινία υπάρχουν πολλά «αν»... «αν» σε είχα σκοτώσει στο σπίτι σου τώρα δεν θα βρισκόμουν εδώ λαβωμένος, λέει ο παρτιζάνος. «Αν» με είχαν κρεμάσει οι Γερμανοί δεν θα υπήρχε αυτή η συνέχεια της ιστορίας, λέει ο «καταδότης». «Αν» ο αναίσθητος ατομιστής Βόιτικ δεν κοιμόταν στη σκοπιά, δεν αργοπορούσε να φέρει φορείο, δεν πρόδιδε στους φασίστες το σπίτι απ' όπου έκλεψε, τα πράγματα θα εξελίσσονταν διαφορετικά. Κι όλος αυτός ο εφιάλτης που κατάπιε και τους τρεις ήρωες της ιστορίας θα είχε αποφευχθεί εάν οι 4 σιδηροδρομικοί δεν αποφάσιζαν «αυθόρμητα» για το σαμποτάζ του τρένου - αλλά το σχεδίαζαν σε συνεργασία με τους παρτιζάνους... Γιατί προδόθηκαν μόνοι τους, όταν ανακάλυψαν ότι στο τρένο επέβαιναν γυναικόπαιδα κι έτρεξαν να προλάβουν τον εκτροχιασμό της αμαξοστοιχίας... Και η λογική πίσω από τα γεγονότα απλώνεται μπροστά μας σε όλη της την έκταση και επιδεικνύει τα αίτια των φαινομενικά τυχαίων συνθηκών... Μόνο που θέλει πολλή παρατήρηση...
«ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ» όμορφο, πικρό και ανελέητο ασκεί έναν αναμφισβήτητο υπνωτισμό. Το έπος μέσα στο παγωμένο και υγρό πυκνό δάσος αποφεύγει τις παγίδες της πλήξης σαν υπέροχος διαλογισμός της σχολής της αργής, της αυστηρής και της πανέμορφης. Μια αριστουργηματική τοιχογραφία, υπολογισμένης βραδύτητας, μεγαλοπρεπούς κλίμακας και άπειρης θλίψης.
Παίζουν: Βλάντιμιρ Σβίρσκιυ, Βλάντισλαβ Αμπάσιν, Σεργκέι Κολέσοφ, κ.ά.
Παραγωγή: Γερμανία, Λιθουανία, Ρωσία, Ολλανδία, Λευκορωσία (2012).
Ο Σόντεμπεργκ χρησιμοποιεί μια εγγυημένη κινηματογραφική συνταγή - που σεναριακά όμως χωλαίνει. Στο πρώτο μέρος της ταινίας όλα μοιάζουν δοσμένα και στατικά, τίποτα δεν γεννά αμφιβολία. Στο δεύτερο - λες κι είναι άλλο φιλμ - οι αποκαλύψεις έρχονται υπερβολικά γρήγορα, είναι υπερβολικά προφανείς ή πέφτουν από το πουθενά. Ο Σόντεμπεργκ τα αφήνει όλα χύμα, δεν προσδένει τίποτα, ούτε χαρακτήρες, ούτε σενάριο ούτε ακόμα και τη λύση, αλλά προκαλεί μια αίσθηση ζαλάδας, ναυτίας και αποπροσανατολισμού. Ούτε καταχωρείται στα θετικά η μυστηριώδης ικανότητα της νεότευκτης «μοιραίας γυναίκας» Ρούνι Μάρα να επιπλέει σε ηθικό κενό αέρος και να παίζει κάθε σκηνή από δύο οπτικές γωνίες χωρίς να ξέρεις σε ποιο σημείο τελικά θα προσγειωθεί. Ολόκληρη η ταινία «ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ», που πάσχει από έντονες εναλλαγές διάθεσης, ξετυλίγεται σε περιβάλλον σχεδόν μηδενικής βαρύτητας. Οι «ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ» δεν μπορούν παρά να αναγνωσθούν σχηματικά, σαν, ηθικές παρενέργειες μιας αστικής κοινωνίας εθισμένης στην απληστία...
Παίζουν: Τζουντ Λόου, Ρούνι Μάρα, Τσάνινγκ Τέιτουμ, Κάθριν Ζέτα - Τζόουνς, Βινέσα Σόου, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).