ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 28 Οχτώβρη 2003
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Με την ευκαιρία 28ης Οκτωβρίου, αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο του Γιάννη Σφακιανάκη για τον έξοχο λυρικό ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, έναν από τους πρώτους μαχητές του Αλβανικού Μετώπου, το οποίο δημοσιεύτηκε (μετά την απελευθέρωση από τους ναζί), σε αφιέρωμα για την 28η Οκτωβρίου, του περίφημου ΕΑΜικού περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα», το οποίο εξέδιδε ο κομμουνιστής, ΕΑΜίτης και κορυφαίος ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης. Το φωτοτυπικό αντίγραφο της σελίδας αυτής των «Ελεύθερων Γραμμάτων» μας έδωσε ο Νίκος Καραντηνός. Τον ευχαριστούμε θερμά γι' αυτό.

Να σημειώσουμε ότι στο μέσον της αφιερωμένης στον Γ. Σαραντάρη σελίδας των «Ελεύθερων Γραμμάτων», μέσα σε πλαίσιο δημοσιεύτηκε και το ποίημα που έγραψε ο Αγγελος Σικελιανός στις 19/12/1940 για τον αγώνα του λαού μας στο Αλβανικό Μέτωπο, με τίτλο «Το πανανθρώπινο εμβατήριο της Ελλάδας». Τιμώντας και εμείς τον ποιητή - «σαλπιστή» της μετέπειτα παλλαϊκής ΕΑΜικής Αντίστασης και τα «Ελεύθερα Γράμματά» της, εκτός από το κείμενο του Γ. Σφακιανάκη για τον Γ. Σαραντάρη, παραθέτουμε και το ποίημα του Α. Σικελιανού.

Από τους νεκρούς της Αλβανίας
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Του Γιάννη ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗ

«Οταν ο Ιταλός διχτάτορας χτύπησε με τις φασιστικές ορδές του την Αλβανία την άνοιξη του 1939, κάναμε τον περίπατό μας με το Σαραντάρη στην πλατεία του Συντάγματος. Η είδηση ήρθε βράδυ, ξαφνικά και μας αναστάτωσε. Ο Σαραντάρης ήταν έξω από τον εαυτό του. Χειρονομούσε και φώναζε. Σε κάθε δυο - τρία βήματα με σταματούσε και με τραβούσε από το σακάκι, για να μου εκφράσει την κατάπληξη και την αγανάχτησή του: "Ο άτιμος, στους μικρούς, στους αδύναμους ρίχνεται". Πρώτη φορά που έβλεπα τον γαλήνιο, τον χριστιανό Σαραντάρη να εξάπτεται και να βρίζει. Ισαμε που χωρίσαμε ήταν γεμάτος ανησυχία και ταραχή, και όλο έλεγε και ξανάλεγε αυτή τη φράση: "Τους αδύνατους χτυπάνε, τους μικρούς...".

Να προαισθανόταν άραγε την 28η Οκτωβρίου του 1940, όπου αυτός ο αδύνατος στο σώμα σαν την Ελλάδα, την πατρίδα του, αλλά δυνατός στην ψυχή, θα βάδιζε πρώτος προς τη θυσία του αίματος για τη λευτεριά;

"Οταν δε φοβούμαστε πια το θάνατο, όταν σκοτώσουμε μια για πάντα το φόβο του θανάτου, τότε γινόμαστε ελεύθεροι", γράφει στο βιβλίο του "Η Παρουσία του Ανθρώπου".

Ο Σαραντάρης δε φοβόταν το θάνατο, τον έβλεπε σαν απουσία, σαν μοναξιά, σαν "πέταγμα χελιδονιών από την παλάμη του Θεού". Φοβόταν όμως τον πόλεμο. Εκείνο το βράδυ, για πρώτη φορά, άνοιγε έτσι την ψυχή του σε μένα και άφηνε να τρέξει από μέσα της η εξομολόγηση.

"Φοβούμαι τον πόλεμο, έλεγε, γιατί δεν έχω όσο ένστιχτο χρειάζεται για να τον αντιμετωπίσω. Ο πόλεμος θέλει ένστιχτο κι εγώ είμαι λογικός. Αν στρατευτώ φυσικά θα πάω αλλά...". Εκεί σταματούσε. Ηθελε να πει: "Πώς να πολεμήσω εγώ με το τουφέκι;" Γιατί άλλον πόλεμο ο Σαραντάρης εξόν από τον πνευματικό πόλεμο, από τον πόλεμο του λόγου, δεν ήξερε.

Και όμως, αυτός ο "λογικός", αυτός ο ειρηνόφιλος, αυτός ο άγιος Σαραντάρης, έφυγε πρώτος για τα αλβανικά βουνά κι έπεσε πρώτος αυτός από τους ανθρώπους μας του πνεύματος ανθιστάμενος, όσο μπορούσε, στην εισβολή και στην επιδρομή της βίας και της φασιστικής αλαζονείας στα ελληνικά χώματα.

Και ο άνθρωπος που φοβόταν τον πόλεμο, που τον θεωρούσε σαν ένα κίνημα απελπισίας των λαών, απάντησε με τη ζωή του στο τραγικό ερώτημα που τον βασάνιζε, αυτό που βασάνιζε και το Σολωμό; Ο πόλεμος σαν πράξη ελευθερίας.

Λίγες μέρες πριν πεθάνει μου έλεγε: "Το ουσιώδες τώρα είναι πώς οι έλληνες νικούν τους ιταλούς!" Εδινε σ' αυτό το γεγονός την πραγματική και τη συμβολική του σημασία. Και τόλεγε και το ξανάλεγε κι έκανε στην μπάντα τα τυχαία και τ' απρόσμενα κι έδινε το πρέπον βάρος σ' αυτή την υπόθεση.

Τι είχε γίνει μέσα του; Τίποτε! Απλούστατα, ο συγγραφέας της "Παρουσίας του Ανθρώπου" έβλεπε κι εδώ τον Ανθρωπο, έβλεπε τη νίκη του Πνεύματος πάνω στη Βία, έβλεπε την Ελλάδα.

Το βράδυ που συζητούσαμε του έλεγα για να τον καταπραϋνω, πως δεν πίστευα η Ευρώπη να σηκώσει χέρι καταπάνω στη μάνα της την Ελλάδα, μα αν σήκωνε θα το πλήρωνε ακριβά.

Στις τελευταίες του μέρες θυμόταν τη φράση κι έλεγε:

"Δίκιο είχες, φίλε μου, τώρα πρέπει τη νίκη να την πάμε ως το τέλος, να νικήσουμε και τους άλλους εχθρούς μας...". Εννοούσε μήπως τους εξωτερικούς εχθρούς ή αυτούς που έχουμε μέσα μας; Ισως και τους δυο. Ο Σαραντάρης εκήρυττε την αγνότητα, ο ίδιος ήταν η αγνότερη, η πνευματικότερη μορφή στα Ελληνικά Γράμματα της τελευταίας εικοσαετίας. "Χωρίς αγνότητα δε φτιάχνομε τίποτα το αληθινό", έγραφε στα "Γράμματα σε μια Γυναίκα".

Εύχομαι και ελπίζω, αυτός ο κυνηγός της αγνότητας, αυτός ο κυνηγός του ιδανικού, να βρει στοργή και δικαίωση από την εποχή του και από τον τόπο του, γιατί αρκετά μέσ' στη διάρκεια της λιγόζωης πορείας του πρόσφερε και με την ανθρωπιά του και με το έργο του.

Στους ανθρώπους που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν πέφτει το χρέος, όταν πια η φωνή των όπλων θάναι ένας μακρινός αντίλαλος, όταν πια οι καπνοί του πολέμου του αδελφοκτόνου θάχουν σκορπίσει στον άνεμο και το αίμα που αδικοχύνεται θα πάψει να ποτίζει τα χώματά μας, να παρουσιάσουν το ανέκδοτο έργο του, που αν και λίγο σε ποσότητα, είναι μεστό σε ποίηση και σε πνευματική ανάταση.

Ο Σαραντάρης στρατεύτηκε από τους πρώτους μήνες του 1940 για να γυμναστεί. Συναντηθήκαμε λίγες μέρες προτού φύγει από την Αθήνα και δεν ξέρω γιατί αιστάνθηκα μέσα μου ν' ανοίγεται ένα μεγάλο, ένα απέραντο διάστημα και να μας χωρίζει. Τον είδα στον ύπνο μου, αργότερα όταν πια είχε φύγει για την Αλβανία, να επιστρέφει ρακένδυτος, χλομός και με κόκκινα γένια. Ετσι τον είδα και στην πραγματικότητα, όταν στις αρχές του '41 γύρισε τσακισμένος από την αρρώστια και τις κακουχίες του μετώπου. Είδα έναν άνθρωπο που είχε περάσει πια στην όχθη του θανάτου, στην όχθη των πουλιών ή της "Αλλης Χαράς" που σ' αυτήν ήθελε να πιστεύει.

Από τα χιονισμένα αρβανίτικα βουνά ο Σαραντάρης έστελνε κάθε τόσο κι από ένα γράμμα που ήταν σα μια κραυγή απελπισίας. Αυτός που ποτέ δεν έχανε το θάρρος και την αισιοδοξία του: "Εχασα τα γυαλιά μου και βρίσκομαι στο σκοτάδι. Δεν μπορώ να κάνω βήμα χωρίς τα γυαλιά μου. Προς Θεού, στείλτε μου ένα ζευγάρι γυαλιά!" Και ξανά: "Δεν έχω να μιλώ. Οι συνάδελφοι γελούν που τους μιλάω για ποίηση. Τους δίνω το συσσίτιό μου και πάλι γελούν. Είμαι άρρωστος, δεν μπορώ να βαδίζω. Δε βλέπω χωρίς γυαλιά...".

Φανταστείτε το δράμα του Σαραντάρη στα βουνά της Αλβανίας, χωρίς γυαλιά. Και εκήρυττε την πίστη του, και έδινε το συσσίτιό του στους άλλους, και οι άλλοι γελούσαν. Οσο θυμάμαι αυτό το περιστατικό, τόσο φωτίζεται στη μνήμη μου η πάναγνη μορφή του, τόσο πιο συγκεκριμένη και πλησιέστερη φανερώνεται η παρουσία του. Παρουσία ανθρώπου και μάρτυρα. Γιατί αν στην πορεία του πνευματικού βίου του δεν είχε την αγωνία και το πάθος των μεγάλων, όμως η επιθυμία και η θέληση να φτάσει το ιδανικό του και το βασανιστικό τέλος του τον κάνουν έναν μάρτυρα κοντά στους άλλους μάρτυρες και ήρωες, που πρόσφεραν τη ζωή τους για να δώσουν βοήθεια στο χώμα της Ελλάδας και στο λαό της.

Για το λογοτεχνικό έργο του θα περιμένουμε την ευκαιρία και μέρες πιο ειρηνικές, πιο πρόσφορες. Γιατί το έργο του είναι ειρηνιστικό όπως και ο βίος του. Ο φίλος μου ήταν από τη συντροφιά του Μικρού Φραγκίσκου της Ασίζης, ήταν αδερφός του πρίγκιπα Μύσκιν, όχι βέβαια με τις ίδιες αναλογίες, γιατί ο πρώτος πίστευε, ενώ ο ποιητής των "Φίλων μιας άλλης Χαράς" ήθελε να πιστέψει ή πήγαινε να πιστέψει. Και την τέχνη άλλωστε την ήθελε στην υπηρεσία της πίστης, μιας πίστης στον άνθρωπο και στην Ελλάδα.

Αυτός ήταν ο "εθνικισμός" του, ένας εθνικισμός χωρίς εθνικισμό, τόσο ανθρώπινος, τόσο πανανθρώπινος σαν τον εθνικισμό του Σολόβιεφ ή του Ντοστογιέφσκι.

Ο Σαραντάρης έβλεπε λαούς που πιστεύουν και λαούς που δεν πιστεύουν και κάθε πρόβλημα εθνικοφυλετικό, ηθικό, κοινωνικό ή αισθητικό το αντίκριζε απ' αυτή την πλευρά. Ηταν ένας δογματικός σαν το δάσκαλό του τον Κίρκεγκωρ, που ωστόσο προσπαθούσε να τον αρνηθεί.

Σήμερα που γίνεται τόσος θόρυβος για τον λεγόμενο υποστασιασμό - παλιά ιστορία που της φορέσαμε καινούρια ρούχα και την περιφέρουμε στα σαλόνια μη έχοντας άλλη ντάμα, ένας ακόμα ισμός εις βάρος της υπόστασης και της ζωής και της τέχνης - πρέπει να θυμηθούμε πως ο Σαραντάρης υπήρξε ένας, ίσως ο πρώτος και ο μόνος, υποστασιακός, με τη διαφορά πως προσπαθώντας να καταλύσει τη ζωντανή αντίφαση που έβλεπε μέσα στο δάσκαλό του, θέλοντας να πάει "πέραν της αγωνίας" και να συμφιλιώσει τα ασυμφιλίωτα έφτασε στο στατικό, στο νεκρό εκείνο σημείο για το οποίο πολλές φορές μιλούσε ο ίδιος, απ' όπου ήταν αδύνατο να προχωρήσει. Εθεσε τις ιδέες αλλά δεν μπόρεσε να τις κινήσει. Να του έλειψε το πάθος, και η ζωντανή πίστη; Πήγαινε από το δρόμο της φιλοσοφίας και της θεωρίας και όχι της πράξης - πίστης; Δεν τον είχε μαστιγώσει η φλόγα του πνεύματος; Ισως.

Σε ώρες αυτοελέγχου το ένιωθε και τότε γυρνούσε το βλέμμα του στην πηγή: Στη φύση, στην τέχνη. Ο μόνος τρόπος να βγει από τα "τρία απόλυτα" που κρέμασε στον άνεμο. Θα έβγαινε αν ζούσε; Κανείς δεν ξέρει. Νομίζω όμως πως "πέθανε στον καιρό του". Τριάντα τριών χρόνων, στην ηλικία του Χριστού, σε μια κλινική. Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να περάσει την περασμένη και την τωρινή δοκιμασία. Πέθανε! "Εφυγε η ζωή του ή έφυγαν πουλιά από την παλάμη του Θεού;"».

«Το πανανθρώπινο εμβατήριο της Ελλάδας»

Ομπρός! Με ορθή μεσούρανη

της Λευτεριάς τη δάδα,

ανοίγεις δρόμο Ελλάδα,

στον Ανθρωπον! Ομπρός!

* * *

Ορμάνε πρώτοι οι Ελληνες,

κι όλοι οι λαοί σιμά σου

(μεγάλο τ' όνομά Σου)

βροντοφωνάν: Ομπρός!

* * *

Ομπρός να γίνουμε ο τρανός

στρατός που θα νικήσει

σ' Ανατολή και Δύση

το μαύρο φίδι, ομπρός.

* * *

Ομπρός, κ' η Ελλάδα σηκώθηκε

και διασκορπάει τα σκότη.

Ανάστα η Ανθρωπότη

κι ακλούθα την! Ομπρός!»

19-12-'40

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ