ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 4 Μάρτη 2004
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΛΙΣΑΒΟΝΑΣ
Απάνθρωπα «μοντέλα εργασίας»

Πού οδηγούν οι ευρωμονόδρομοι των ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΝ

Ανεργία, μερική «απασχόληση», με χαμηλό κόστος και μεγάλα ποσοστά κέρδους για το μεγάλο κεφάλαιο - εργοδότη. Ξεπούλημα δημόσιων οργανισμών και παροχή κάθε υπηρεσίας έναντι υψηλού αντιτίμου. Αυτοί είναι ορισμένοι από τους στόχους που έχει θέσει η άρχουσα τάξη και οι πολιτικοί εκφραστές της στις Βρυξέλλες. Στόχοι που εξυπηρετούνται συστηματικά με τη διαβόητη στρατηγική της Λισαβόνας, την οποία υπερψήφισαν και προωθούν οι Κεντροδεξιοί και Κεντροαριστεροί της ΕΕ. Στρατηγική, την οποία σε εγχώριο επίπεδο στηρίζουν (ανοιχτά ή μουλωχτά) οι ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΝ.

Συγκεκριμένα: Η ΕΕ εφαρμόζει τη στρατηγική αυτή από το 2000. Καθορίστηκε ομόφωνα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (συμμετέχουν οι αρχηγοί των κρατών - μελών και των κυβερνήσεών τους). Προωθεί την πλήρη ανατροπή ως το 2010 του μέχρι πρόσφατα υφιστάμενου ευρωπαϊκού «κοινωνικού μοντέλου» (όροι λειτουργίας της λεγόμενης αγοράς εργασίας - ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό). Στις Βρυξέλλες από ελληνικής πλευράς την ευθύνη για την προώθηση της στρατηγικής είχε η Αννα Διαμαντοπούλου, πρώην Κοινοτική επίτροπος και νυν επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ.

Η Κομισιόν υποβάλλει ετήσια Εκθεση προς το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Το Συμβούλιο συνέρχεται κάθε χρόνο το Μάρτη (φέτος στις 26 του μήνα) για να εξετάσει την πρόοδο εφαρμογής των αντιλαϊκών κατευθύνσεων που δόθηκαν με τη στρατηγική. Ο «Ρ» παρουσιάζει τη φετινή της, τέταρτη κατά σειρά, Εκθεση («Προώθηση της στρατηγικής της Λισαβόνας - μεταρρυθμίσεις για τη διευρυμένη Ενωση» όπως τιτλοφορείται).

Πρόοδος προς τα πίσω...

Γενικά η στρατηγική προβλέπει: Απάνθρωπη αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και παράταση του επαγγελματικού βίου μέχρι τα βαθιά γεράματα. Συνεχή κατάρτιση και επανακατάρτιση με βάση τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου και φυσικά ίδια έξοδα, προκειμένου να εξασφαλίσεις μια θέση περιορισμένης διάρκειας και με χαμηλότατες απολαβές. Σύνταξη πείνας και ελάχιστες παροχές Υγείας.

Κάνοντας έναν απολογισμό στην εφαρμογή της στρατηγικής από το 2000 μέχρι σήμερα, η Κομισιόν σημειώνει: «Οι μεταρρυθμίσεις που δρομολογήθηκαν στην αγορά εργασίας αρχίζουν να αποφέρουν καρπούς, όπως αποδεικνύεται από την ικανοποιητική ανθεκτικότητα την οποία παρουσιάζει η απασχόληση στην επιβράδυνση της ανάπτυξης». Μεταρρυθμίσεις όπως η σημειολογική αντικατάσταση του όρου «εργασία» από την «απασχόληση», ή η θεσμοθέτηση στην πράξη της ημιαπασχολησιμότητας, των ωραρίων - λάστιχο, της ανασφάλιστης εργασίας, της κατάργησης εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, αλλά και της επιδότησης των εργοδοτών από τον κρατικό κορβανά, δηλαδή πάλι από χρήματα των εργαζομένων.

Με τέτοια μέτρα η εργατική δύναμη έχει φτηνύνει και φτηναίνει παραπέρα, οπότε το μεγάλο κεφάλαιο μπορεί να «απασχολεί», να διώχνει, να ξανααπασχολεί όποτε του χρειαστεί τετραωρίτες, οχταμηνίτες. Αυτά τα «σύγχρονα» μοντέλα «απασχόλησης», σε συνδυασμό με τα κίβδηλα μέτρα καταγραφής της ανεργίας, είναι επόμενο να παρουσιάζουν χαμηλά ποσοστά ανεργίας.

Ακόμα κι έτσι όμως η Κομισιόν, υπό το βάρος της θλιβερής πραγματικότητας, παραδέχεται: «Η οικονομική επιβράδυνση (σ.σ: της οικονομίας της ΕΕ) άρχισε να κάνει αισθητές τις συνέπειές της στην απασχόληση. Για πρώτη φορά από το 1994, η ευρωζώνη σημείωσε υποχώρηση, χάνοντας περίπου 200.000 θέσεις εργασίας (σε καθαρές τιμές) το 2003. Με δεδομένη τη βραδύτητα της ανάκαμψης και τη διατήρηση ορισμένων ακαμψιών, προβλέπεται ότι το 2004 θα δημιουργηθούν πολύ λίγες θέσεις απασχόλησης και ότι το ποσοστό ανεργίας θα εξακολουθήσει να αυξάνει ελαφρώς, φτάνοντας το 8,2% το 2004 (9,1% στην ευρωζώνη), ενώ αναμένεται να μειωθεί το 2005...

»Το συνολικό ποσοστό απασχόλησης ανήλθε σε 64,3% το 2002, έναντι 62,5% το 1999. Παρά την αύξηση κατά 1,8% σε διάστημα 3 ετών, ο ενδιάμεσος στόχος του 67% για το 2005 δε θα καταστεί δυνατόν να επιτευχθεί για το σύνολο της Ενωσης. Ωστόσο, ο στόχος του 70% που τέθηκε για το 2010 παραμένει ρεαλιστικός, αν η οικονομική ανάκαμψη επιτρέψει την επίτευξη ποσοστών εξίσου υψηλών με εκείνα του τέλους της δεκαετίας του '90».

Τα «καλά» του ανταγωνισμού

Βέβαια, η Κομισιόν επιχαίρει γιατί «πολλές αγορές βασικής σημασίας ανοίχτηκαν πλήρως ή εν μέρει στον ανταγωνισμό (τηλεπικοινωνίες, ταχυδρομικές υπηρεσίες κλπ.)... Τα ανοίγματα αυτά επιτρέπουν τον εκσυγχρονισμό και την ενδυνάμωση αυτών των αγορών, τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών και τη μείωση του κόστους, χωρίς αρνητικές συνέπειες στην απασχόληση».

Εμείς να θυμίσουμε απλά την περίπτωση π.χ. του ΟΤΕ. Ο ιδιωτικοποιημένος Οργανισμός εξώθησε σε «εθελούσια έξοδο» χιλιάδες υπαλλήλους του. Η στηριζόμενη από την κυβέρνηση διοίκηση ετοιμάζεται και για νέα μείωση προσωπικού. Βασικά τέλη του, όπως το πάγιο, αυξάνονται συνεχώς. Πολλά από τα έργα συντήρησης και επισκευής ανατίθενται σε εργολάβους με ανειδίκευτο προσωπικό, γεγονός που έχει οδηγήσει επανειλημμένα εκατοντάδες συνδρομητές να παραπονούνται σε ενώσεις καταναλωτών για χαμηλή ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, αναντίστοιχη με τα καταβαλλόμενα τέλη.

Γενικά, η Κομισιόν σημειώνει ότι στο διάστημα 2000-2003 υπάρχουν «θετικά και ενθαρρυντικά πρώτα αποτελέσματα», αλλά «πολλά απομένουν ακόμη να γίνουν για την επίτευξη των στόχων που έθεσε η Ενωση για το 2010. Η ανάλυση της επιτελεσθείσας προόδου αποκαλύπτει όντως σχετικά θετικές εξελίξεις, αλλά και σημαντικές δυσκολίες, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν επειγόντως». Η ανάλυση της Επιτροπής διακρίνει «ζητήματα» όπως «την αναγκαία βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών» και «την υπερβολικά μικρή συμβολή της απασχόλησης και της παραγωγικότητας στην ανάπτυξη».


Θανάσης ΜΠΑΛΟΔΗΜΑΣ


Παραγωγικότητα για ποιον;

Ως προς τα δημόσια οικονομικά η Κομισιόν προτείνει: Ενα «σταθερό μακροοικονομικό πλαίσιο εφαρμογής των δημοσιονομικών πολιτικών», που «μπορεί να συμβάλει στην υποστήριξη της ανάπτυξης, σταθεροποιώντας τον πληθωρισμό, μειώνοντας το δημόσιο χρέος και ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επενδυτών». Επισημαίνει ότι η δημοσιονομική και φορολογική πειθαρχία δεν τηρήθηκε με τον ίδιο τρόπο από όλα τα κράτη - μέλη. Επίσης, σημειώνει ότι οι πολιτικές αυτές «οδήγησαν σε αύξηση της αποταμίευσης αντί να υποστηρίξουν τον επιδιωκόμενο στόχο της ενίσχυσης της κατανάλωσης». Είναι απλό λοιπόν: Επιδιώκουν ό,τι χρήματα βγάζουμε να τους τα ξαναδίνουμε μέσω αγορών, για να αυξάνουμε τον τζίρο και τα υπερκέρδη τους.

Ως θετικό μέτρο για τη βιωσιμότητα των εθνικών δημόσιων οικονομικών παρουσιάζει τις μεταρρυθμίσεις - που έγιναν σε πολλά κράτη - μέλη τους τελευταίους μήνες - των συνταξιοδοτικών συστημάτων και των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης, «ούτως ώστε να εξασφαλιστεί ότι τα συστήματα αυτά θα είναι κοινωνικώς αποδεκτά (σ.σ: να 'ναι καλά οι «κοινωνικοί διάλογοι» των ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ - ΣΥΝ) και οικονομικώς αποτελεσματικά και βιώσιμα. Οι προσπάθειες αυτές, που κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, πρέπει να συνεχιστούν».

Ως προς την «ανεπαρκή» παραγωγικότητα των απασχολούμενων και την «ανεπαρκή» συμβολή της στην ανάπτυξή (τους), η Κομισιόν σημειώνει: «Το ποσοστό αύξησης της παραγωγικότητας ανά απασχολούμενο άτομο στην Ευρώπη μειώνεται από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και μετά και κυμαίνεται σήμερα μεταξύ 0,5% και 1% (έναντι 2% στις ΗΠΑ). Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής είναι η ανακοπή της διαδικασίας μείωσης της διαφοράς που χωρίζει την Ευρωπαϊκή Ενωση από τις ΗΠΑ...

»Το ποσοστό ωριαίας παραγωγικότητας παραμένει γενικά σταθερό, αντιστοιχώντας πάντοτε σχεδόν με το 90% του αντίστοιχου των ΗΠΑ, αν και είναι ιδιαίτερα χαμηλό στην Πορτογαλία, στην Ελλάδα, στην Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Εξάλλου, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι, ενώ η παραγωγικότητα ανά απασχολούμενο στα νέα κράτη - μέλη είναι κατά 50% χαμηλότερη από το σημερινό μέσο όρο της Ενωσης (σ.σ: «κατάλοιπο» του σοσιαλιστικού παρελθόντος), όλες αυτές οι χώρες παρουσιάζουν ισχυρή και ανώτερη από τον κοινοτικό μέσο όρο αύξηση της παραγωγικότητας».

Οπωσδήποτε δεν το λένε φανερά, αλλά το μεγάλο κεφάλαιο που υπηρετούν, όπου έκλεισε εργοστάσιό του, το έκανε επικαλούμενο τα φτηνότερα εργατικά χέρια και τη μεγαλύτερη παραγωγή που μπορούσε να εξασφαλίσει αλλού. Και εκεί ακριβώς αποσκοπούν. Μάλιστα, το μεγάλο κεφάλαιο δε βρίσκει απολογητές του μόνο στις κυβερνήσεις των κρατών - μελών, αλλά και στο συνδικαλιστικό κίνημα. Χαρακτηριστική η περίπτωση του εργοστασίου της «ΠΑΛΚΟ» που έκλεισε πρόσφατα στην Αθήνα, προκειμένου ο βιομήχανος να βρει μικρότερο λειτουργικό κόστος στη Βουλγαρία. Τότε ακούστηκαν προτάσεις για αύξηση της παραγωγικότητας των εργατριών (περισσότερες φανέλες ανά εργατοώρα) και από τους κόλπους της ΓΣΕΕ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ