ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 18 Γενάρη 2005
Σελ. /40
Ιστορική συνέχεια

Αν κατεβάσουμε τις εικόνες χαθήκαμε!

(Χαρίλαος Φλωράκης)

Μετά την επικράτηση της αντεπανάστασης και την ανατροπή του σοσιαλισμού, η αστική τάξη καθόλου δεν ένιωσε ότι έλυσε οριστικά και μια για πάντα το πρόβλημα της κυριαρχίας της. Γνωρίζει πολύ καλά ότι οι σύμφυτες στο σύστημά της αντιθέσεις, που οξύνονται με όλο και πιο επιταχυνόμενο ρυθμό, θα φέρνουν διαρκώς στο προσκήνιο την ανάγκη αντικατάστασής του από το σοσιαλιστικό σύστημα, ότι το ζήτημα της ανατροπής του θα επανέρχεται ξανά και ξανά μέχρι την οριστική λύση του. Για το λόγο αυτό δεν έχασε ούτε στιγμή, αλλά θέτοντας αμέσως σε εφαρμογή τις σχεδιασμένες από καιρό, στρατηγικής σημασίας αναδιαρθρώσεις, σπεύδει παράλληλα να θωρακίσει την εξουσία της, αναπτύσσοντας στο έπακρο τους κάθε είδους κατασταλτικούς μηχανισμούς.

Επειδή όμως ξέρει, επίσης πολύ καλά, πως βασικό στοιχείο της ταξικής πάλης αποτελεί και το ιδεολογικό μέτωπο, εξαπέλυσε ταυτόχρονα μια χωρίς προηγούμενο συκοφαντική εκστρατεία, με στόχο την αμαύρωση του σοσιαλιστικού συστήματος και την εδραίωση στη συνείδηση των λαών της ιδέας ότι είναι αδύνατον να υπάρξει και να σταθεί ένα ριζικά διαφορετικό κοινωνικό σύστημα. Καταβάλλεται συστηματική, συντονισμένη προσπάθεια, τα δεινά που επέφερε η καπιταλιστική παλινόρθωση, η δυστυχία και η αθλιότητα που επικράτησε στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες μετά την ανατροπή, να χρεωθούν στο σοσιαλιστικό σύστημα. Η λεηλασία του πλούτου, η εξαθλίωση, ο εξανδραποδισμός ονομάζονται «αποκατάσταση της δημοκρατίας». Πρόκειται, δηλαδή, για πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας.

Ολη αυτή η λυσσαλέα αντισοσιαλιστική προπαγάνδα δεν άφησε ανεπηρέαστους ακόμη και ανθρώπους που η πείρα και οι γνώσεις τους θα περίμενε κανείς να τους έχουν καταστήσει λιγότερο ευάλωτους. Ετσι, ανάμεσα στα διάφορα που ακούγονται, προβάλλει η άποψη, με επιστημονικές μάλιστα αξιώσεις, ότι η «πρώτη απόπειρα» δεν ήταν σοσιαλισμός και ότι ο σοσιαλισμός της εποχής μας δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με αυτόν που γνωρίσαμε. Αυτό εκφράζεται με διάφορες παραλλαγές. Λένε λ.χ. ότι, εφόσον η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία ήταν τότε σε χαμηλά επίπεδα, δε θα έπρεπε να έχει γίνει η επανάσταση ή ότι αυτή δεν μπορεί να ήταν σοσιαλιστική, με την έννοια ότι δεν ήταν δυνατό αντικειμενικά να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός. Πάνε και ακόμη παραπέρα: Αφού έτσι έχουν τα πράγματα, δεν μπορούσε να επικρατήσει, άρα οι αιτίες της «κατάρρευσης» ήταν εγγενείς.

Εδώ χρειάζεται πρώτα απ' όλα να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα σχετικά με ένα βασικό μεθοδολογικό ζήτημα. Πολλές φορές, όντας σίγουροι ότι προσεγγίζουμε το κάθε πρόβλημα με το διαλεκτικό τρόπο σκέψης, ξεχνάμε ότι σε κάθε μας βήμα παραμονεύει ο κίνδυνος του μεταφυσικού ολισθήματος, που μπορεί να μας ξεστρατίσει και να μας οδηγήσει σε λαθεμένα συμπεράσματα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το μεταφυσικό λάθος είναι ότι οι υποστηρικτές αυτής της άποψης βλέπουν τη Ρωσία της εποχής εκείνης ξεκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο και απομονωμένη στην «καθυστερημένη» Ανατολή. Ο Λένιν όμως κάθε άλλο παρά έτσι έθεσε το ζήτημα. Αντίθετα, μιλάει για το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα και μέσα σ' αυτά τα πλαίσια εντοπίζει τον αδύνατο κρίκο. Από δω βγαίνει το συμπέρασμα ότι η εργατική τάξη της κάθε χώρας, μελετώντας το επίπεδο της περιοχής της και δίνοντας τη μάχη ενάντια στη «δική της» αστική τάξη, δεν μπορεί παράλληλα να μην παίρνει υπόψη της το γενικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Μόνο έτσι αποκτούν περιεχόμενο, τόσο η έννοια του προλεταριακού διεθνισμού όσο και η θέση ότι ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού είναι η ανισόμετρη ανάπτυξη, θέση που πρέπει πάντα να παίρνεται υπόψη από το επαναστατικό κίνημα στην επεξεργασία της τακτικής του.

Στο ερώτημα αν ήταν σοσιαλισμός ή όχι, θα σταθούμε μόνο στο κεφαλαιώδες, που μέσα του περικλείονται όλα τα άλλα αποτελώντας όψεις και πλευρές του, αυτό που από τους θεμελιωτές της θεωρίας μας ονομάστηκε τρόπος παραγωγής. Τίθεται το εξής ερώτημα: Είναι δυνατόν να αλλάξει ο τρόπος παραγωγής, αν ο προηγούμενος κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός δεν έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές του, σε βαθμό που να εμποδίζει την παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων; Και ακόμη θα μπορέσει ο νέος τρόπος παραγωγής να δώσει ισχυρή ώθηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αν δεν υπάρχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις; Οι απαντήσεις έχουν δοθεί από καιρό και μπορεί να τις βρει κανείς σε όλα τα εγχειρίδια του ιστορικού υλισμού. Αν δεν υπήρχαν αυτές οι προϋποθέσεις, δε θα μπορούσε να σταθεί όχι 70 αλλά ούτε 7 χρόνια.

Οσο για τα άλματα που πραγματοποιήθηκαν σε όλους τους τομείς, κανένας δεν μπορεί στα σοβαρά να αμφισβητήσει ότι πρόκειται για εποποιία χωρίς προηγούμενο σε ολόκληρη την ιστορία. Θα ήταν, επομένως, παραλογισμός, το γεγονός της ανατροπής να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν σοσιαλισμός. Αλλού πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια, με κυρίαρχο το εχθρικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύχθηκε. Είναι γνωστό ότι το ΚΚΕ έχει δώσει σ' αυτόν τον τομέα πειστικές, επιστημονικά τεκμηριωμένες απαντήσεις, χωρίς να θεωρεί ότι έχει κλείσει οριστικά το ζήτημα. Απαντήσεις που βασίζονται τόσο στην πολύχρονη πείρα και στη μελέτη των κλασικών όσο και στις σύγχρονες συνθήκες και απαιτήσεις. Οταν, επομένως, σήμερα απευθυνόμενος κάποιος στο ΚΚΕ του υποδεικνύει ότι «η σχέση με το μαρξισμό δεν μπορεί να είναι δογματική, θεολογική», μάλλον κομίζει γλαύκα.

Ας έρθουμε τώρα στο ζήτημα της σχέσης του σοσιαλισμού που επαγγέλλεται το ΚΚΕ με το σοσιαλισμό του 20ού αιώνα. Εκφράζεται η άποψη ότι δεν μπορεί να έχει καμία σχέση, εγκαλούν μάλιστα το ΚΚΕ γιατί υποστηρίζει ότι δεν μπορεί παρά να αποτελεί ιστορική συνέχεια. Στην ουσία έχουμε μια άλλη παραλλαγή της ίδιας θέσης, δηλαδή την ολοκληρωτική απόρριψη του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε. Και σ' αυτή την περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά στην ίδια μεταφυσική θεώρηση των πραγμάτων, που οδηγεί αναπόφευκτα στον παραλογισμό. Οπως είναι γνωστό, το καινούριο δεν είναι δυνατόν να ταυτίζεται απόλυτα με το παλιό ούτε είναι δυνατό να εμφανιστεί από το πουθενά, χωρίς να περικλείει μέσα του σε αναιρεμένη μορφή, σε ένα ανώτερο επίπεδο, ό,τι θετικό υπήρχε στο παλιό. Το κάθε στάδιο ανάπτυξης της ιστορικής εξέλιξης συμπεριλαμβάνει σε συγκεντρωτική μορφή όλα τα προηγούμενα επιτεύγματα. Το κάθε καινούριο προστίθεται στη συνολική πείρα χωρίς να διαγράφεται από το επόμενο, παρά μόνο επανεξετάζεται και συγκεκριμενοποιείται.

Επειδή όμως κριτήριο για όλα αυτά είναι η πράξη και επειδή η εργατική τάξη έχει μάθει να διαβάζει τα σημάδια, βλέπει τα σύννεφα που πυκνώνουν και αφουγκράζεται τη θύελλα που θα ξεσπάσει, δε θα χάσει τον καιρό της, αλλά θα προχωρήσει με ακόμη πιο αποφασιστικά βήματα, προσπερνώντας και αφήνοντας πίσω να διαλογίζονται τους κάθε λογής από καθέδρας συμβουλάτορες. Το ζήτημα της ιστορικής συνέχειας είναι θεμελιώδες, πρωταρχικό, μείζονος σημασίας και δεν μπορούμε να το εξετάζουμε ακροθιγώς ούτε να το προσπερνάμε στα γρήγορα. Ο ιμπεριαλισμός έχει δώσει όρκο να μην επιτρέψει ξανά και με κανέναν τρόπο να αμφισβητηθεί η εξουσία του. Σκοπεύει πολύ μακριά και κάνει ό,τι περνάει από τα χέρι του, για να σβήσει από τη μνήμη των λαών τις παραδόσεις, τον πολιτισμό και την ιστορία τους, γιατί ξέρει ότι αυτά αποτελούν πηγές έμπνευσης και στηρίγματα στους νέους αγώνες. Εχει βάλει σκοπό να εξαφανίσει ό,τι μας συνδέει με το παρελθόν, για να μπορέσει έτσι να εξαλείψει όλες τις αξίες που συνθέτουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και να δηλητηριάσει με τη σαπίλα της παρακμής την εργατική τάξη και τους λαούς, την κοινωνία ολόκληρη.

Η αναφορά στους αγώνες και στις θυσίες που προηγήθηκαν δεν έχει για μας συναισθηματικό χαρακτήρα, αλλά είναι αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινής μας δράσης, στήριγμα και οδηγός. Αρνηση της ιστορικής συνέχειας σημαίνει να αρνηθούμε αυτούς που «βάλανε την πέτρα για μαξιλάρι και για κλινοσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη», αυτούς που σύρθηκαν στα κάτεργα, αυτούς που στήθηκαν αποφασισμένοι στον τοίχο, αυτούς που συνέχισαν τη ρότα ακόμη και με τσακισμένα κατάρτια και τα κουπιά σκορπισμένα στο πέλαγος. Το ζήτημα για μας δεν είναι αν θα συνεχίσουμε τους αγώνες τους, αλλά το πόσο αντάξιοι θα φανούμε και το πόσο πιστά θα εκτελέσουμε την απόφαση και την εντολή τους.

Δημ. Πετράκος

ΚΟΑ

Θεωρία και πράξη για τη σοσιαλιστική προοπτική

Το βασικό αντικείμενο των Θέσεων της ΚΕ για το 17ο Συνέδριο είναι η ισχυροποίηση του Κόμματος, γιατί «όλοι.... κατανοούν την ευθεία σχέση που έχει η ισχυροποίηση του Κόμματος με την ανάπτυξη της πάλης του λαού...», όπως αναφέρεται στο προοίμιο των Θέσεων. Ελπίζω ότι δεν είναι στις προθέσεις της ΚΕ να προβάλει σαν βάση συζήτησης το μηχανιστικό σχήμα ότι προηγείται η ισχυροποίηση του Κόμματος και ακολουθεί η άνοδος του εργατικού κινήματος τόσο χρονικά όσο και ιεραρχικά. Η ισχυροποίηση του κομμουνιστικού κόμματος ως πρωτοπορίας της εργατικής τάξης είναι διαλεκτικά δεμένη με την άνοδο του εργατικού κινήματος. Μόνο σε συνθήκες ανάπτυξης του κινήματος μπορεί να κατακτήσει το Κόμμα ένα ποιοτικά καινούριο επίπεδο και αντίστροφα, όπως προβλέπει η θεωρία και δείχνει η ιστορία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος.

Η μηχανιστική αυτή προσέγγιση αφήνει περιθώρια στους αντιπάλους του ΚΚΕ να προσάπτουν στην ηγεσία του την άποψη πως το Κόμμα είναι πάνω από την τάξη και να την κατηγορούν ότι δεν έβγαλε συμπεράσματα από αντίστοιχες πρακτικές στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Επίσης, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος της εσωστρέφειας, όταν είναι η ώρα της ανάληψης τολμηρών πρωτοβουλιών στη συγκρότηση του πολιτικού και κοινωνικού υποκειμένου της επανάστασης σε μια εποχή ωρίμανσης των αντικειμενικών συνθηκών για το σοσιαλισμό. Το πρόβλημα δεν είναι θεωρητικό, έχει πρακτικές συνέπειες στη διαλεκτική σύνδεση τακτικής και στρατηγικής.

Στις Θέσεις δε διακρίνεται η πολιτική από την κοινωνική συμμαχία και η διαλεκτική τους ενότητα. Η εργατική τάξη ποσοτικά και ουσιαστικά κυριαρχεί μεταξύ των κοινωνικών συμμάχων, όμως η πολιτική χειραγώγηση της πλειοψηφίας της από τις αστικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις δεν της επιτρέπει να παίξει τον ιστορικό της ρόλο. Επόμενα, το βασικό ζητούμενο είναι ο ταξικός προσανατολισμός της εργατικής τάξης και ιεραρχικά έπεται η συμμαχία με τα άλλα φτωχά στρώματα, που προλεταριοποιούνται ταχύτατα.

Στη Θέση 12 αναφέρεται ότι «έχει διαμορφωθεί πιο διακριτά μια καλή βάση για συνέχιση και κυρίως για ανάπτυξη των συσπειρώσεων και της κοινής δράσης». Προφανώς υπονοούνται πολιτικές και όχι κοινωνικές δυνάμεις, που δεν κατονομάζονται, αφού με τα μέχρι τώρα κριτήρια των πολιτικών συμμαχιών δεν υφίστανται. Επίσης, δεν ονοματίζονται οι δυνάμεις, που συμφωνούν με τη λαϊκή εξουσία και δε συμφωνούν με την πορεία για το σοσιαλισμό (Θέση 18). Είναι εμφανές το αδιέξοδο των πολιτικών συμμαχιών και της τακτικής, αφού δεν αφήνει κανένα περιθώριο κοινής δράσης με υπαρκτές δυνάμεις, όπου το κόμμα θα γίνει η ηγεμονική δύναμη. Οσο σοβαρό λάθος είναι η κοινή δράση με βάση το πρόβλημα, άλλο τόσο είναι και η άρνηση της κοινής δράσης με δυνάμεις που συμφωνούν με τα αιτήματα που προωθούν οι κομμουνιστές, «αλλά δε συμφωνούν με την προοπτική». Δεν μπορεί να αντιμετωπίζουμε με τον ίδιο τρόπο τα ζητήματα της κοινής δράσης από το επίπεδο των ηγεσιών των κομμάτων και της ΓΣΣΕ ή της ΑΔΕΔΥ μέχρι και τον τελευταίο μαζικό φορέα στην επιχείρηση ή τη γειτονιά. Η καθυστέρηση του μετώπου δεν οφείλεται κυρίως σε αδυναμίες υλοποίησης μιας σωστής τακτικής, αλλά σε αυτή καθεαυτή την τακτική. Η ηγεμονία της ταξικής κατεύθυνσης δεν μπορεί να είναι προαπαιτούμενο, είναι το ζητούμενο και καταχτιέται στο κίνημα. Η έλλειψη ευελιξίας στην τακτική δεν αφήνει περιθώρια για το απαιτούμενο διαλεκτικό δέσιμο της αυτοτελούς και κοινής δράσης.

Οι Θέσεις κάνουν γενικά σωστές διαπιστώσεις, όμως δεν αναλύονται σε βάθος ούτε τα αίτια ούτε οι επιπτώσεις. Από το κείμενο φαίνεται ότι αυτό δεν οφείλεται μόνο σε υποκειμενική αδυναμία, αλλά καθορίζεται κυρίως από μία αμηχανία μπροστά σε καινούρια ζητήματα που ανοίγει η εξέλιξη του καπιταλισμού και της ταξικής πάλης και ένα φόβο ότι θα υπάρξει ανάγκη αναψηλάφησης θεμάτων, που θεωρούνται πρακτικά και θεωρητικά κλεισμένα, παρά την προτροπή των Θέσεων για την ανάπτυξη της θεωρίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Θέση 5 για την «Κατάσταση στην Κούβα, στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας, στην Κίνα, στο Βιετνάμ». Η θέση μένει στα δημοσιογραφικώς γνωστά, χωρίς να γίνεται καμία εκτίμηση για τις αιτίες που οδήγησαν τα κομμουνιστικά κόμματα να ακολουθήσουν αυτή την πολιτική, που έρχεται σε αντίθεση με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και αυξάνει τους κινδύνους παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Είναι κατανοητές οι δυσκολίες και οι πολιτικές επιπλοκές μιας πρόχειρης και βιαστικής εκτίμησης, όμως είναι πολύ χειρότερο να αναφέρονται απλά και μόνο οι εξελίξεις, και μάλιστα χωρίς κατεύθυνση για διερεύνηση του θέματος. Η σημασία του δεν είναι μόνο θεωρητική αλλά έχει πρακτικές συνέπειες, αφού δυσκολεύει την πάλη ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και για τη λαϊκή οικονομία και το σοσιαλισμό.

Αν η απόφαση της πανελλαδικής συνδιάσκεψης για τις αλλαγές στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες στηριζόταν σε μια κοινωνικοταξική διαλεκτική ανάλυση, και λαμβάνοντας υπ' όψιν πρόσφατα άρθρα της ΚΟΜΕΠ ίσως δε θα κατέληγε στη θέση της «ανατροπής», αλλά θα έδινε τη βάση για να εξηγηθούν οι εξελίξεις π.χ. στην Κίνα. Είναι προφανές ότι δε νοείται ανατροπή, όταν το κομμουνιστικό κόμμα, που είναι η μοναδική κυρίαρχη δύναμη και τυπικά είναι ο θεματοφύλακας του σοσιαλισμού να ανατρέπει την εξουσία του. Η ανατροπή προϋποθέτει τη νίκη δυνάμεων που δε βρίσκονται στην εξουσία συνήθως μετά από σύγκρουση με τη δύναμη που κατέχει την εξουσία. Η εμμονή στη θέση για την «ανατροπή» περιορίζει την απαραίτητη ελευθερία στην έρευνα και επεξεργασία των θεμάτων της σοσιαλιστικής προοπτικής.

Η ταξική πάλη χρειάζεται τόλμη και υλιστική διαλεκτική προσέγγιση της αλήθειας, και μέσα από αυτό το δρόμο θα μπορέσει να εκπληρωθεί «το καθήκον της ανάπτυξης της θεωρίας,.... της ιδεολογικοπολιτικής στάθμης του κόμματος». Η αυτομόρφωση και τα μαθήματα χρειάζονται, όμως δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την έρευνα για αναζήτηση της αλήθειας. Η έρευνα δεν είναι θέμα μόνο των ειδικών ή των τμημάτων της ΚΕ είναι κατά κύριο λόγο αντικείμενο των πολιτικών στελεχών που κακώς ονομάζονται «οργανωτικά». Η διαίρεση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και της εργασίας είναι βασικό χαρακτηριστικό του τρόπου παραγωγής και οργάνωσης της κοινωνίας και δεν έχει θέση σε ένα κομμουνιστικό κόμμα που επαγγέλλεται τη σοσιαλιστική κοινωνία.

Ο στόχος της λαϊκής εξουσίας, τις περισσότερες φορές, σχετίζεται μόνο με τη λαϊκή οικονομία και τα φιλολαϊκά οικονομικά μέτρα που θα λάβει η κυβέρνηση της λαϊκής εξουσίας. Ενας οικονομισμός διακρίνει τα βασικά πολιτικά συνθήματα (Τέρμα στην ανέχεια της λαϊκής οικογένειας) και τις ομιλίες των πολιτικών και συνδικαλιστικών στελεχών του Κόμματος. Ομως βασικό χαρακτηριστικό της επαναστατικής αλλαγής είναι ότι θέτει τις βάσεις για την εξάλειψη της αλλοτρίωσης και αποξένωσης, για την απελευθέρωση του ανθρώπου και επόμενα ένα ποιοτικά διαφορετικό επίπεδο ελευθερίας και δημοκρατίας, της εργατικής δημοκρατίας. Η έννοια της εξουσίας συνδέεται με την καταπίεση και συσκοτίζει τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά του νέου πολιτικοκοινωνικού συστήματος. Η επαναστατική αλλαγή θέτει τις βάσεις για έναν καινούριο πολιτισμό, όπου κυριαρχούν οι αξίες της συλλογικότητας, και της αλληλεγγύης, επόμενα το συνέδριο είναι απαραίτητο να ασχοληθεί με τον πολιτισμό της εργατικής τάξης, αφού αυτή παράγει και δημιουργεί. Ο τρόπος και η έκταση, που παρουσιάζεται στις θέσεις ο πολιτισμός είναι πολύ κάτω από τις απαιτήσεις και την ιστορική σχέση του ΚΚΕ με τον πολιτισμό.

Μετά τις δραματικές αλλαγές στο συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, το ΚΚΕ σταθερά προσηλωμένο στο σοσιαλισμό, δεν έκανε υποχωρήσεις και προσανατόλισε σωστά το λαό, σε κρίσιμα πολιτικά ζητήματα. Οι κινήσεις αυτές δικαιώθηκαν όχι μόνο εκλογικά αλλά ανέβηκε και το πολιτικό του κύρος. Η περίοδος της ανασυγκρότησης δικαιολογεί ένα βαθμό κλεισίματος, όμως στο μέλλον η εσωστρέφεια θα είναι καταστροφική. Διαμορφώνονται οι δυνατότητες για τολμηρές πρωτοβουλίες και μεγαλύτερο άνοιγμα με μία επιθετική τακτική στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και την ενότητα της εργατικής τάξης, όπου το ΚΚΕ δε θα παραιτηθεί από το στόχο της ηγεμόνευσης των προλεταριακών δυνάμεων για την ανατροπή του καπιταλισμού και το σοσιαλισμό. Η δικαιολόγηση της «καθυστέρησης» με την επίκληση αδυναμιών στην κατανόηση της τακτικής και στη δουλιά δείχνει βολονταρισμό. Η κριτική αποτίμηση της δράσης, η αιτιολόγηση, η θεωρητική θεμελίωση και η τόλμη για αλλαγές της τακτικής που να υπηρετούν τη στρατηγική μπορεί να ανοίξει δρόμους για το ξεπέρασμα και των αδυναμιών. Τα άλματα ενέχουν κινδύνους όμως αυτή είναι επαναστατική πολιτική.

Νίκος Ασπράγκαθος

Πάτρα

Με τρομάζει ένα πράγμα: Μεγάλοι ηγέτες μας μας εγκατέλειψαν ξαφνικά και μας πρόδωσαν. Αυτό δεν έγινε σαν κεραυνός εν αιθρία. Είναι μια μακρά προεργασία της συνείδησης μέσα στο χρόνο.

Ολοι κάνουμε λάθη. Τα λάθη είναι στην ανθρώπινη φύση. Θα ήταν ένα τέρας ο τέλειος άνθρωπος. Για τούτο ο λαϊκός αγωνιστής χρειάζεται από το ξεκίνημά του στον αγώνα να μάθει να έχει ειλικρινή διάλογο με τον εαυτό του. Στα λάθη του, που σίγουρα κάνει, να ψάχνει για τα αληθινά αίτια και να τα αντιπαλεύει σωστά. Να είναι αμείλικτος με τον εαυτό του, να μη συγκαλύπτει βαθιά στη συνείδησή του ελαττώματα και αδυναμίες, γιατί κάποτε αυτά κάνουν απόστημα, σπάει και ξέρουμε τα αποτελέσματα... Ολη η προσπάθεια, η μάχη να μην ξαναγίνονται τα ίδια λάθη, να βοηθάει συνειδητά και ειλικρινά τον εαυτό του γι' αυτό.

Ακόμα να προσπαθεί να βελτιώνεται συνεχώς, να μην επαναπαύεται με τις επιτυχίες. Και όταν ανεβαίνει, μέσα του ποτέ να μην καμαρώσει, γιατί είναι δίκοπο μαχαίρι, για τον ίδιο και για τον αγώνα. Απλά να σκέφτεται ότι τώρα που έφτασε εκεί, οφείλει να κάνει περισσότερα, πολύ περισσότερα. Τούτη η σκέψη θα τον βοηθήσει να μην καβαλήσει τα καλάμι. Αυτοέλεγχος, συνεχής αυτοέλεγχος, τίποτε άλλο.

Ακόμα κάτι για τις λέξεις: Ιμπεριαλισμός, μονοπώλια. Για μας είναι ψωμοτύρι. Ο κόσμος όμως δεν τις ξέρει, δεν τις καταλαβαίνει. Αν τις ήξερε, η γενική κατάσταση θα ήταν διαφορετική. Γι' αυτό ας τις εξηγούμε πάντα απλά.

Π.χ. Το να σου πατάνε οι ξένοι με τα αεροπλάνα και τα καράβια, τον ουρανό και τη θάλασσα είναι ιμπεριαλισμός. Το να δίνεις τον ιδρώτα και το αίμα σου για να σπουδάσεις τα παιδιά σου, και ύστερα να σου μένουν άνεργα και να μαραζώνουν στο σπίτι, αυτό είναι ιμπεριαλισμός και μονοπώλια μαζί. Γιατί χώρια από όλα τα άλλα, είναι υποχρεωτική η ανεργία στον τόπο μας και σε κάθε τόπο που ανήκει σε διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Χρειάζεται, βέβαια, και εμείς να ξέρουμε καλά αυτά τα δίχτυα, τα αόρατα πλοκάμια που μας πνίγουν, να μελετάμε, για να τα εξηγούμε καλύτερα.

Αθηνά Αποστολοπούλου



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ