ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 8 Φλεβάρη 2000
Σελ. /32
Παραστάσεις για παιδιά

ΗΠαιδική Σκηνή του θιάσου «Σχολείον της Νυκτός» στο θέατρο «Χώρος» (Εκάτης 4Α και Πύθωνος, πλ. Κυψέλης) παρουσιάζει το παραμύθι «Το Αηδόνι και το Τριαντάφυλλο» του Οσκαρ Ουάιλντ, κάθε Σάββατο και Κυριακή. Η διασκευή και σκηνοθεσία είναι της Ελένης Παράβα, τα σκηνικά - κοστούμια της Κατερίνας Καμπανέλλη, η μουσική του Γιάννη Αγγελοθανάση («Αναίρεση»). Παίζουν: Φιλία Κάρλου, Γιώργος Μαρινάκης, Στάθης Στρατηγάκης, Κατερίνα Γρύλλη, Γιάννης Παπαχαραλάμπους, Κοσμάς Χειράκης, Κατερίνα Μπάστα.

  • Κάθε Σάββατο και Κυριακή στο «Θέατρο του Ηλιου» παίζεται, το «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα. Σκηνοθεσία Δάφνης Βασιλειάδου, σκηνικά - κοστούμια Αννας Γεωργιάδου και Κέννυ Μακ Λίλλαν και μουσική Φώτη Μυλωνά. Παίζουν: Δάφνη Βασιλειάδου, Κώστας Κονταράτος, Κώστας Λάος, Ειρήνη Λιοκουκουδάκη, Ανδρέας Παπασπύρος, Κωνσταντίβνος Πασσάς, Παναγιώτης Σμυρνής.
  • Επαναλαμβάνεται και φέτος στο «Διάνα», η παιδική κωμωδία επιστημονικής φαντασίας του Πιέρ Γρυπάρη «Επιθεωρητής Τούτου: Υπόθεση μαγικό ραβδί». Μετάφραση - σκηνοθεσία Ελένης Παπαχριστοπούλου, σκηνικά - κοστούμια Λουκά Οικονομόπουλου, μουσική Πάνου Τσαπάρα, στίχοι τραγουδιών Γιάννη Προεστάκη, χορογραφία Σίμωνα Πατρόκλου. Παίζουν: Γιάννης Σταματίου, Αλέξανδρος Ποντικάκης, Συμεών Τσάκα, Αννα Δελαπόρτα, Ελένη Παπαχριστοπούλου.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Σέβας και ασέβεια προς τον Γκαίτε

«Φάουστ» στο «Αμφι-Θέατρο»
«Φάουστ» στο «Αμφι-Θέατρο»
Στον κυνικό, αντιπνευματικό, παρακμιακό καιρό μας, το να ανεβάζει κανείς, έμπλεος σεβασμού και σοβαρότητας κάποιο από τα δημιουργήματα της παγκόσμιας πνευματικής κληρονομιάς, όπως είναι τα δημιουργήματα του Γκαίτε, συνιστά μιας μορφής αντίσταση στην παρακμή. Υπάρχει, όμως, δυστυχώς και η αντίστροφη πρόθεση. Να ανεβάζει κανείς δημιούργημα του Γκαίτε, είτε έμπλεος άγνοιας, είτε σύγχυσης φρενών, είτε παρακμιακής «μοντερνιστικής» ασέβειας. Τα 250 χρόνια από τη γέννηση του Γκαίτε έγιναν αφορμή για να δούμε και τα δύο είδη προθέσεων.

«Φάουστ» στο «Αμφι-Θέατρο»

Ο Σπύρος Ευαγγελάτος, πεπαιδευμένος με τη γερμανική κουλτούρα και ποίηση, έχοντας προασκηθεί είκοσι χρόνια πριν με το ανέβασμα του «Φάουστ» στο ΚΘΒΕ, τίμησε τη γέννηση του Γκαίτε, μεταφράζοντας και σκηνοθετώντας το πρώτο μέρος του «Φάουστ» και προετοιμάζοντας για του χρόνου το, άπαικτο στην Ελλάδα, δεύτερο μέρος. Ελληνας καλλιτέχνης ο Σπύρος Ευαγγελάτος, με σεβασμό και θαυμασμό έσκυψε επάνω στην κορυφαία τραγωδία του Γκαίτε, επιλέγοντας το δρόμο του σοβαρού πνευματικού και καλλιτεχνικού μόχθου. Της ουσιώδους εντρύφησης στο φιλοσοφικό και ποιητικό «είναι» του έργου, στο ρεαλιστικά κοινωνικό και υπερρεαλιστικά συμπαντικό «κόσμο» του μύθου του. Της πιστής - στο γράμμα και στο πνεύμα - στο ποιητικό ήθος και στο μετρικό σύστημα, μετάφρασής του σε όμορφη ελληνική γλώσσα, αλλά και της σύγχρονης, απολύτως όμως σεβαστικής από αισθητική άποψη σκηνικής ερμηνείας του ποιητικού λόγου, των συμβόλων, της διφυούς υπόστασης του αδιαίρετου «διδύμου» Φάουστ και Μεφιστοφελή. Μορφές που αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, του ανθρώπου και του μέσα του «δαίμονα». Μορφές, που συμβολοποιούν τις γήινες ανάγκες του ανθρώπου Γκαίτε - όπως ο έρωτας και οι απολαύσεις της ζωής. Τις υψηλόφρονες ρομαντικές συλλήψεις του ποιητή Γκαίτε. Αλλά και τις ανήσυχες - υλιστικής αντίληψης - τολμηρές έρευνες (βιολογικές, ανατομικές, χημικές, γεωλογικές, βοτανολογικές, παλαιοντολογικές, και άλλες) που από εικοσάχρονος και σ' όλη τη ζωή του έκανε ο πρωτοπόρος, αυτοδίδακτος, φυσικός επιστήμονας Γκαίτε. Ο Γκαίτε γράφοντας, σχεδόν επί εξήντα χρόνια, τον «Φάουστ» (η πρώτη μορφή του «Φάουστ» δημοσιεύεται το 1790, το πρώτο μέρος του το 1808, μερικές σκηνές του ανεβάστηκαν το 1819 και ολόκληρο το 1829, ενώ το δεύτερο μέρος ολοκληρώθηκε το 1831, λίγους μήνες πριν το θάνατό του), ήταν σα να ανατομούσε την τριπλή υπόστασή του, - ανθρώπινη, ποιητική, επιστημονική - φιλοσοφώντας για τον ορατό υλικό κόσμο και τον αόρατο συμπαντικό. Για τη ζωή και το θάνατο, τον άνθρωπο και τη φύση, τη σάρκα και το πνεύμα, το μέτρο και την ηθική, αναζητώντας μιαν απάντηση, που να χαρίζει τη γήινη ευτυχία στον άνθρωπο, αλλά και την υπέρβασή του από τα γήινα στα άγνωστα, συμπαντικά μυστήρια. Ο γερο-Φάουστ, ποθώντας να «κατέβει» από τον υπερβατικό κόσμο της επιστήμης στη γη και να γνωρίσει τον έρωτα και τις χαρές της ζωής, μεταμορφώνεται σε νέο και ερωτεύεται μια αθώα φτωχή κοπέλα, τη Μαργαρίτα, η οποία έγκυος και εγκαταλειμμένη οδηγείται στο θάνατο, καθώς ο μέσα δαίμονάς του, ο Μεφιστοφελής, ξαναωθεί τον Φάουστ στον ερευνητικό, αλχημικό του κόσμο.

Από πρόβα στον «Τουρκουάτο Τάσσο»
Από πρόβα στον «Τουρκουάτο Τάσσο»
Ο Σπύρος Ευαγγελάτος, γνωρίζοντας σε βάθος την αμφίδρομη δομική φύση και λειτουργία του έργου αυτού - ως φιλοσοφία της ποίησης και ποίηση της φιλοσοφίας - ως τέτοιο το υπηρέτησε, με πρώτιστο καθήκον να ακουστεί, ακέραιος, καθάριος, εύγλωττος, εύρυθμος ο λόγος, απαλλαγμένος από άχρηστα, και επικίνδυνα συνήθως, εντυπωσιοθηρικά, δήθεν «εκσυγχρονιστικά» σκηνοθετικά, σκηνογραφικά και ερμηνευτικά ευρήματα. Με τη σεμνότητα, το μέτρο, τη γνώση του σκηνοθέτη και, ως προς τη σχέση της δραματουργίας του Γκαίτε, με τη μουσική της εποχής του, ομονόησαν το ατμοσφαιρικό, λιτό και λειτουργικό σκηνικό του Γιώργου Πάτσα, τα καλαίσθητα, αρμόζοντα στην εποχή του έργου, κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ, η υποβλητική μουσική σύνθεση του Κωνσταντίνου Λιγνού και η μουσική επιμέλεια του Ιακώβου Δρόσου, αλλά και όλοι οι ηθοποιοί με τις γόνιμες, μετρημένες ερμηνείες τους (σε δύο και τρεις ρόλους οι περισσότεροι). Ο Γιάννης Φέρτης (Φάουστ), μεταμορφώσιμος, με λόγο λιτό, σεμνό, ποιητικά αισθαντικό, άντεξε το τεράστιο βάρος ενός ρόλου ογκόλιθου. Η Λήδα Τασοπούλου, με αίσθηση της σαρδόνιας ειρωνείας, που ενυπάρχει στη δαιμονική φύση του Μεφιστοφελή, αξιοποιώντας την ιδιότυπη εκφορά του λόγου της (ιδιοτυπία που δεν αρμόζει πάντα και παντού, βεβαίως)και με εκφραστική κίνηση, έπλασε ένα διαβολεμένο, αντρόγυνου χάρης, Μεφιστοφελή. Από τις άλλες ερμηνείες αξιολογότερες είναι της νέας, αισθαντικής ηθοποιού Σάνυ Χατζηαργύρη (Μαργαρίτα), των ταλαντούχων θεατρίνων Χριστίνας Κουτσουδάκη και Ζωής Ρηγοπούλου και του μεταμορφώσιμου σε διάφορους ρόλους Γιώργου Κροντήρη.

«Τουρκουάτο Τάσσο» στο «Αμόρε»

Ο Γκαίτε, στο διάστημα παραμονής του στην Ιταλία, μυήθηκε εις βάθος στην ποίηση της Αναγέννησης, ένας μεγάλος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Τουρκουάτο Τάσσο. Ενα πλάσμα βασανισμένο από τα παιδικά του χρόνια, εξόριστο μαζί με τον πατέρα του, ορφανεμένο από τη μάνα του, περιπλανώμενο σχεδόν σ' όλη του τη ζωή σε αυλές ηγεμόνων, δουκών και καρδιναλίων, για να ζήσει με την τέχνη του, για να βρει - επί ματαίω - τη γαλήνη και την ευτυχία και βυθιζόμενο συχνά, και στο τέλος της ζωής του, στο διαταραγμένο, τραυματικό ψυχισμό του. Ψυχισμός βαθιά μελαγχολικός, που έθρεφε τη λαμπρή, μεγαλοφυή, παραγωγικότατη, επική και ρομαντικολυρική ποιητική δημιουργία του, η οποία επηρέασε κατοπινούς ποιητές - μεταξύ των οποίων και ο Γκαίτε - και ένας τυραννισμένος βίος που, χαρακτηρίστηκε «η τραγωδία του ποιητή» και ενέπνευσε αρκετά δημιουργήματα, μεταξύ των οποίων και το υπέροχο ποιητικό δράμα του Γκαίτε «Τουρκουάτο Τάσσο» (1789).

Ενα δράμα αναφορά - προσκύνημα στην αληθινή ποίηση, που υμνεί τον ποιητή Τάσσο, ψυχογραφεί τον πληγωμένο κόσμο του, μνημονεύει τα πάθη, τις περιπέτειές του και τις γυναίκες που του ενέπνευσαν ερωτικά ποιήματα και «ιστορεί» τις περιπλανήσεις του σε αυλές δουκών, παρακολουθώντας υπονοηματικά τον καταλυτικό ρόλο, που έπαιξαν στην τραγωδία του Τάσσο, η εξάρτηση της ζωής του και η αποδοχή ή απόρριψη της ποίησής του από τους εκάστοτε υψηλά ιστάμενους «προστάτες» του και τους «συμβούλους» τους. Εξάρτηση και «προστασία», την οποία «γεύτηκε» και ο ίδιος ο Γκαίτε.

Αντί του οφειλόμενου σεβασμού, το μεγάλης ποιητικής και δραματικής αξίας, αλλά και επίκαιρης, ιδιαίτερα σήμερα, σημασίας έργο του Γκαίτε, χρησιμοποιήθηκε από τη Γερμανίδα σκηνοθέτρια Κάριλ Χένκελ ως σκύβαλο των «μεταμοντέρνων» πειραμάτων και των τάχα «καυστικά επίκαιρων» σχολίων της, σχετικά με την εξάρτηση των σημερινών δημιουργών από «υψηλούς προστάτες». Το έργο ασφαλώς και προσφέρεται για αναγωγές στο σήμερα. Η σκηνοθέτρια, όμως, έφτασε στην ακραία γελοιοποίηση του έργου συνολικά και των εννοιών ποίηση, ποιητής, κουλτούρα, αισθητική, ειδικά. Αντί του δράματος είδαμε μια σάτιρα, που, αντί να πολεμά, ρέπει στον εκφυλισμό της σκηνικής τέχνης. Αντί του τραγικού Τάσσο είδαμε ένα γελοίο, φρενοβλαβές, ανόητο ανδρείκελο. Αντί για τις γυναίκες - μούσες των ερωτικών ποιημάτων του Τάσσο, είδαμε μια παθολογικά νευρωσική και μια άλλη εγωπαθή, φιλήδονη, ζηλότυπη, κακόγουστη, ντυμένη ως κοκότα. Τον δούκα της Φερράρα, «προστάτης» του Τάσσο, σαν ρατέ, βαριεστημένο με όλους και με όλα, μεγαλοαστό. Και τον σύμβουλό του, έναν διεφθαρμένο, που στα καλά καθούμενα τσιτσιδώνεται επί σκηνής. Προς τι; Μα προς χάριν της προκλητικής, δήθεν ελευθεριάζουσας, εντυπωσιοθηρικής, κακόγουστης, ενερμάτιστης σκηνοθεσίας, η οποία εκμεταλλεύεται το μόχθο των πραγματικά ταλαντούχων ηθοποιών (Δημήτρης Λιγνάδης, Μαρία Σκουλά, Μαρία Κεχαγιόγλου, Νίκου Κουρή, Ακύλα Καραζήση), προκαλώντας μόνο τα μειδιάματα όσων θεατών αγνοούν και ποιος ήταν ο Τάσσο και το έργο του Γκαίτε.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ