ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 17 Σεπτέμβρη 2000
Σελ. /40
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΑΡΙΣΤΟΥ ΚΑΜΑΡΙΝΟΥ
«Ο εμφύλιος πόλεμος στη Πελοπόννησο 1946-1949»

Aπό το βιβλίο για τη δράση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στη Πελοπόννησο, που  κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»

Κάθε βιβλίο για τη δράση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας(ΔΣΕ), γραμμένο από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, μαχητές ή στελέχη του, που συνεχίζουν ως τα σήμερα στο μετερίζι του ίδιου ταξικού αγώνα για τα ιδανικά και τις αξίες του οποίου και εντάχθηκαν στις γραμμές του, είναι και ένα ντοκουμέντο για την τρίχρονη εποποιία που έγραψε αυτός ο λαϊκός στρατός, προκειμένου να γίνει ο λαός μας αφέντης στον τόπο του. Αλλά η συγγραφή ενός βιβλίου για το ΔΣΕ στην Πελοπόννησο είναι ακόμη πιο σημαντική, από την άποψη ότι η ηρωική του δράση σ' αυτόν το γεωγραφικό ελλαδικό χώρο δεν είναι πλατιά γνωστή. Αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έχουν γραφτεί βιβλία για την περίοδο του εμφυλίου πολέμου στη συγκεκριμένη περιφέρεια. Ομως, από την άποψη της παράθεσης μαρτυριών και στοιχείων, έτσι που να συνθέτουν ολοκληρωμένα και αντικειμενικά την τρίχρονη δράση του στην Πελοπόννησο, ώστε να μπορούμε αντικειμενικά να μιλήσουμε για συμβολή στην καταγραφή ενός κομματιού της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας και του επαναστατικού της κινήματος στην περιοχή, δεν υπήρχε ως τα τώρα. Αλλωστε, η επίσημη ιστορία γράφτηκε από τους νικητές, δηλαδή την αστική τάξη, η οποία στην τρίχρονη αυτή λαϊκοδημοκρατική εποποιία «είδε το χάρο με τα μάτια της» (άλλωστε το ζήτημα της εξουσίας κρίθηκε οριστικά μετά την ήττα του ΔΣΕ), αφού για να νικήσει το λαό και να επιβάλει τη στυγνή εκμεταλλευτική εξουσία της στηρίχτηκε ουσιαστικά στους Αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές συμμάχους της.

Αυτό το κενό για την Πελοπόννησο έρχεται να καλύψει το βιβλίο του Αρίστου Καμαρινού. Οπως ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογό του, «πήρα την απόφαση να γράψω τούτο το βιβλίο, για το Δημοκρατικό Στρατό Πελοποννήσου... Ξεπέρασα τους δισταγμούς που είχα και πήρα αυτή τη μεγάλη απόφαση, παρόλο που νιώθω αρκετά αδύναμος για μια τόσο σοβαρή συγγραφική δουλιά. Θα είναι και αυτή μου η προσπάθεια ένα από τα πιο μεγάλα και τολμηρά βήματα που έκανα στη ζωή μου, για να υπερνικήσω τις δυσκολίες που συναντούσα, μαχόμενος πάντα για τα ιδανικά του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, για το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό... Θα περιγράψω τα γεγονότα, όπως ο ίδιος τα έζησα και πολλές φορές συνέβαλα στη δημιουργία τους. Θα εκθέσω και άλλα περιστατικά, που δεν τα έζησα ο ίδιος, αλλά άκουσα να μου τα αφηγούνται απόλυτα αξιόπιστα πρόσωπα, ανώτερα και ανώτατα στελέχη του ΔΣΠ, με τα οποία είχα συνδεθεί φιλικά και είχα συνεργαστεί ατομικά ή σε συλλογικά όργανα.

Γράφοντας τούτο το βιβλίο, στηρίζομαι μόνο στα τεφτέρια της μνήμης, αφού, δυστυχώς, χάθηκαν τα λεπτομερειακά ημερολόγια που κρατούσα στη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου.

Ευτυχώς, που όταν μπήκα στο καταφύγιο, τον Οκτώβρη του 1949, άρχισα αμέσως να καταγράφω συνοπτικά ό,τι θυμόμουνα, από αυτά που είχα γράψει στα χαμένα ημερολόγιά μου, και τώρα σ' ένα μεγάλο βαθμό στηρίζομαι σ' αυτά τα ντοκουμέντα μου, για να γράψω τούτο το βιβλίο...».

Ο Αρίστος Καμαρινός ήταν ταγματάρχης του ΔΣΕ, διοικητής του 2ου Τάγματος του Αρχηγείου Ταϋγέτου. Το τάγμα τυπικά ανήκε στο Αρχηγείο Ταϋγέτου, στην πραγματικότητα ήταν ανεξάρτητο. Στα τέλη Μάρτη, πέρασε στην κεντρική Πελοπόννησο. Πολέμησε σε όλες σχεδόν τις μάχες της Πελοποννήσου και έλαβε μέρος στις συσκέψεις υψηλού επιπέδου, επειδή βρισκόταν πάντοτε στη Διοίκηση της Μεραρχίας. O Αρ. Καμαρινός ανήκει στους άριστους αξιωματικούς του ΔΣ Πελοποννήσου. Ανέλαβε τις πιο δύσκολες αποστολές και τις έφερε εις πέρας. Είχε τρομερές ικανότητες, τις οποίες απέκτησε στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης. Τον πιο αποφασιστικό ρόλο τον έπαιξε η αφοσίωσή του σε αυτό που έκανε.

Επομένως, ο συγγραφέας είχε προσωπική συμβολή, στα συλλογικά πλαίσια της δράσης του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο, στην πραγματική ιστορία. Καταγράφοντάς την στις μέρες μας, αφήνει αυτό της το κομμάτι για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι.

Ο «Ριζοσπάστης» παρουσιάζει σήμερα ένα μικρό μέρος του βιβλίου, με το «Σχέδιο της μάχης των Καλαβρύτων».


Το σχέδιο της μάχης των Καλαβρύτων

«...Ηπροετοιμασία γι' αυτή τη μάχη είχε αρχίσει προ 15ημέρου, στις 25/03/1948, από τον επιτελάρχη του Αρχηγείου Πελοποννήσου, Κώστα Κανελλόπουλο, σε συνεργασία με τον Μανώλη Σταθάκη, διοικητή του Αρχηγείου Αργολιδοκορινθίας, και ολοκληρώθηκε τα χαράματα της 10/04/1948.

Παρόλο που τα Καλάβρυτα βρίσκονται στην Αχαΐα, στην προετοιμασία και στη διεξαγωγή της μάχης σκόπιμα δεν πήρε μέρος ο αντισυνταγματάρχης, διοικητής του Αρχηγείου Αχαΐας-Ηλείας Κώστας Μπασακίδης, για να παραπλανηθεί ο αντίπαλος και να επιτύχει ο αιφνιδιασμός των κυβερνητικών στρατευμάτων, που είχαν εγκατασταθεί αμυντικά στα Καλάβρυτα και στην περιοχή τους.

Κατά το πρώτο δεκαήμερο του Απρίλη, τα τμήματα του Αρχηγείου Αχαΐας-Ηλείας έκαναν συνεχώς εμφανίσεις στην περιοχή του Νομού Ηλείας, μακριά από τα Καλάβρυτα, για να είναι στραμμένη προς τα εκεί η προσοχή του αντιπάλου και να επιτύχει ο αιφνιδιασμός στα Καλάβρυτα.

Αυτή η κολοκοτρωνέικη πονηριά - βασικό στοιχείο της αντάρτικης τακτικής - έπιασε τόσο σ' αυτή την επιχείρηση όσο και σ' άλλες μεγάλες μάχες που έγιναν αργότερα, ιδιαίτερα στη μάχη της Χαλανδρίτσας, που πάλι ο Μπασακίδης (το Αρχηγείο Αχαΐας-Ηλείας) δεν πήρε μέρος, για τους ίδιους λόγους που προανέφερα, για τη μάχη των Καλαβρύτων.

Το σχέδιο της επιχείρησης στα Καλάβρυτα βασιζόταν στις παρακάτω διασταυρωμένες πληροφορίες που είχε το Επιτελείο του Αρχηγείου Πελοποννήσου του ΔΣ:

Τη φρουρά της πόλης είχε αναλάβει το 21ο Τάγμα Εθνοφρουράς (ΤΕ), ένα ισχυρό τμήμα Χωροφυλακής (80 περίπου άνδρες) και 100 ΜΑΥδες, με την εξής διάταξη:

α. Μια διλοχία του Τάγματος Εθνοφρουράς (διοικητής του ο αντισυνταγματάρχης Ν. Αρβανιτάκης) και η δύναμη της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής (20 περίπου άνδρες), είχαν οχυρωθεί σε διάφορα οικήματα, στο κέντρο της πόλης.

β. Ενας άλλος λόχος του Τάγματος, ένα τμήμα Χωροφυλακής (60 άνδρες) και 100 ΜΑΥδες είχαν εγκατασταθεί αμυντικά στο χωριό Κέρτεζη, νοτιοδυτικά της πόλης.

γ. Ενας άλλος λόχος του Τάγματος είχε οχυρωθεί στο Μοναστήρι Μέγα Σπήλαιο, βορειοανατολικά των Καλαβρύτων.

Στην περιφέρεια της πόλης υπήρχαν 5 οχυρά: Του Αγίου Κωνσταντίνου ή Κάστρο, της Ηλεκτρικής Εταιρίας, της Αγίας Αικατερίνης, του Σιδηροδρομικού Σταθμού και της οικίας Κατσίνη.

Κέντρο της αμυντικής διάταξης των αμυνομένων ήταν το Διοικητήριο και η Υποδιοίκηση Χωροφυλακής. Μικροομάδες ελεύθερων σκοπευτών είχαν εγκατασταθεί σε ταράτσες υψηλών κτιρίων (Αγροτική Τράπεζα, κ.α.). Το Διοικητήριο βρισκόταν σε απόσταση 300-500 μέτρων από τα οχυρά της περιφερειακής διάταξης του Τάγματος.

Την εσφαλμένη αυτή διάταξη του κυβερνητικού τάγματος μέσα στην πόλη εκμεταλλεύτηκε ο επιτελάρχης μας και καθόρισε ως κύρια προσπάθεια (που την ανέθεσε στο Τάγμα μου) τη διείσδυση τμημάτων μας στο εσωτερικό της πόλης, ταυτόχρονα με την έναρξη της επίθεσης στα εξωτερικά φυλάκια, ώστε να απομονωθεί το Διοικητήριο και η Υποδιοίκηση Χωροφυλακής από τα περιφερειακά οχυρά, με την ταχεία εξουδετέρωση των ελεύθερων σκοπευτών και την αχρήστευση της τηλεφωνικής επικοινωνίας τους, στόχοι που επιτεύχθηκαν την 7η πρωινή της 11/04/1948.

Το σχέδιο της επιχείρησης καθόριζε ότι στα τρία εξωτερικά φυλάκια (Ηλεκτρικής Εταιρίας, Αγίας Αικατερίνης και Αγίου Κωνσταντίνου - Κάστρου) θα ενεργούσαν τμήματα του Αρχηγείου Μαινάλου και μια διμοιρία του Τάγματός μου, στα δε φυλάκια του Σιδηροδρομικού Σταθμού, της οικίας Κατσίνη, στο Διοικητήριο και στην Υποδιοίκηση Χωροφυλακής θα ενεργούσε το δικό μου Τάγμα (2ο Τάγμα Ταϋγέτου). Το λόχο του κυβερνητικού τάγματος που είχε εγκατασταθεί στο Μέγα Σπήλαιο θα ακινητοποιούσαν, με δραστικά πυρά αυτομάτων όπλων, τμήματα του Αρχηγείου Αργολιδοκορινθίας, ενώ το τμήμα του κυβερνητικού στρατού που είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην περιοχή του χωριού Κέρτεζη θα το αντιμετώπιζε το Τάγμα Ταϋγέτου. Δύο διμοιρίες του Αρχηγείου Αργολιδοκορινθίας θα μας κάλυπταν από ανατολικά (ένα τάγμα του κυβερνητικού στρατού και ισχυρό τμήμα ΜΑΥδων είχαν την έδρα τους στη στρατηγικής σημασίας περιοχή της κωμόπολης Γκούρα Κορινθίας), εγκαταστημένες στους αυχένες Κυνηγού και Τριανταφυλλιάς - υποχρεωτικές διαβάσεις μεγάλης στρατηγικής σημασίας στη Βόρεια Πελοπόννησο, στους ορεινούς όγκους Χελμού και Ζήριας, αντίστοιχα. Ενας λόχος του Αρχηγείου Μαινάλου (διοικητής ο λοχαγός Αλέκος Τσουκόπουλος) θα ανατίναζε δύο μικρές γέφυρες και θα έστηνε ενέδρα σε κατάλληλα σημεία της οδού Τρίπολη - Μαζέικα, στο ύψος της κωμόπολης Βλαχέρνα, για να επιβραδύνει τις κυβερνητικές δυνάμεις που θα κινούνταν από Τρίπολη, Βυτίνα και Δημητσάνα, όπου είχε την έδρα της η 72η Ταξιαρχία του κυβερνητικού στρατού. Ενας λόχος του Αρχηγείου Μαινάλου, με επικεφαλής τον Πέρδικα, θα καταλάμβανε θέσεις στην τοποθεσία Ξερόκαμπος Χελμού, στο δρόμο Περιστέρα - Σουδενά, για να μας καλύπτει από βορειοανατολικά και, τέλος, ένα τμήμα του Αρχηγείου Αχαΐας-Ηλείας θα εγκαθίστατο σε κατάλληλη για ενέδρα τοποθεσία στην περιοχή του χωριού Πριόλιθος, νοτιοδυτικά των Καλαβρύτων, για να μας καλύπτει από την κατεύθυνση Πύργου Ηλείας.

Τη διεύθυνση της επιχείρησης είχε αναλάβει ο επιτελάρχης του Αρχηγείου Πελοποννήσου, ο δε αρχηγός του ΔΣΠ Στέφανος Γκιουζέλης και οι αξιωματικοί του Επιτελείου του Αρχηγείου θα έμεναν στη βάση εξόρμησής μας, στο χωριό Πλανυτέρου, απ' όπου θα παρακολουθούσαν (εκτός από τον ασύρματο υπήρχε δικό μας τηλεφωνικό δίκτυο που συνέδεε και τους έξι ορεινούς όγκους της Πελοποννήσου) τόσο την εξέλιξη της μάχης στα Καλάβρυτα όσο και τις κινήσεις των κυβερνητικών δυνάμεων από Πάτρα-Πύργο, Διακοφτό, Ξυλόκαστρο, Κόρινθο, Γκούρα και Τρίπολη.

Ας σημειωθεί ότι στην επιχείρηση αυτή θα έπαιρναν μέρος μόνο 1.100 αντάρτες (450 του Αρχηγείου Μαινάλου, 280 του Αρχηγείου Αργολιδοκορινθίας, 300 του Τάγματος Ταϋγέτου και 70 του Αρχηγείου Αχαΐας-Ηλείας) ενώ, σύμφωνα με τους στρατιωτικούς κανονισμούς, κατά των 500 περίπου αμυνομένων στα Καλάβρυτα, στο Μέγα Σπήλαιο και στην Κέρτεζη θα έπρεπε να συγκεντρώσουμε το λιγότερο δύο χιλιάδες αντάρτες (η κανονική σχέση επιτιθεμένων προς αμυνόμενους σε οχυρωμένες θέσεις κατοικημένης περιοχής είναι 10 προς 1, υπέρ του επιτιθέμενου...».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ