Το αδιέξοδο βλέπουν και τα αμερικανικά μονοπώλια 5 χρόνια από την έναρξη της επέμβασης
Associated Press |
Το κόστος του πολέμου, σε ό,τι αφορά τόσο στην παγκόσμια θέση των ΗΠΑ ως ιμπεριαλιστικής δύναμης όσο και στην ασθμαίνουσα οικονομία και την κατακρήμνιση του δολαρίου, έχει ήδη επισκιάσει τη ζημία που είχε προκληθεί από την επέμβαση και τον πόλεμο στο Βιετνάμ, τέσσερις δεκαετίες πριν. Εξάλλου, έχει ήδη διαρκέσει περισσότερο από τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, τον Α΄ και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον πόλεμο της Κορέας. Ακόμη και στην περίπτωση του Βιετνάμ μετά την παρέλευση της πενταετίας η σταδιακή απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων είχε ήδη ξεκινήσει...
Ο «πόλεμος επιλογής», που είναι μία εκδήλωση της τεράστιας και οπλικά και τεχνολογικά ασύγκριτης μέχρι σήμερα αμερικανικής πολεμικής μηχανής, δεν έχει οδηγήσει μόνο τα μισθοφορικά στρατεύματα των ΗΠΑ σε κρίσιμη κατάσταση, αλλά και τον ίδιο τον αμερικανικό λαό σε «νευρικό κλονισμό», καθώς καλείται να πληρώσει όχι μόνο το κόστος των πολεμικών επιχειρήσεων αλλά και τη διατήρηση της στρατιωτικής υπεροπλίας των ΗΠΑ έναντι των άλλων ιμπεριαλιστικών χωρών αλλά και χωρών που επιχειρούν να αναδειχθούν σε «μεγάλες δυνάμεις».
Associated Press |
«Οποιοσδήποτε λέει ότι οφείλουμε να μείνουμε στο Ιράκ για άλλα τέσσερα χρόνια, αν όχι για τα επόμενα 100..., πρέπει να πει με ειλικρίνεια στον αμερικανικό λαό πώς θα πληρωθεί ο λογαριασμός των 12 δισ. δολαρίων το μήνα...», τονίζει ο βραβευμένος με Νόμπελ οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς, σε πρόσφατη συνέντευξή του στο «Global Viewpoint». Ο Στίγκλιτς υπολογίζει ότι το κόστος του πολέμου και της κατοχής για την αμερικανική κοινωνία ανέρχεται σε τουλάχιστον τρία τρισεκατομμύρια δολάρια, κόστος που, κατά τον ίδιο, οδηγεί σε επιδείνωση των δεικτών της αμερικανικής οικονομίας: «Ο πόλεμος οδήγησε ευθέως στην επιβράδυνση των δεικτών της αμερικανικής οικονομίας. Πρώτον, πριν οι ΗΠΑ πάνε στο Ιράκ, η τιμή του πετρελαίου ήταν 25 δολάρια το βαρέλι. Σήμερα 100. Μολονότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που ευθύνονται για την αύξηση της τιμής, ο πόλεμος στο Ιράκ συνιστά μείζονα παράγοντα. Δεύτερον, τα λεφτά που ξοδεύονται στο Ιράκ δεν αναζωογονούν την οικονομία στις ΗΠΑ. Τρίτον, αυτός ο πόλεμος, σε αντίθεση με όλους τους άλλους στην αμερικανική ιστορία, χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου από ελλείμματα. Τα ελλείμματα προκαλούν ανησυχία γιατί εν τέλει αποτρέπουν τις επενδύσεις και συσσωρεύουν το χρέος που κάποια στιγμή στο μέλλον θα πρέπει να πληρωθεί».
Παράλληλα, έκθεση της Κοινής Οικονομικής Επιτροπής του Κογκρέσου υπολόγισε ότι, ετησίως, το κόστος του πολέμου για μία μέση τετραμελή οικογένεια σήμερα φτάνει στα 16.900 δολάρια και το ποσό προβλέπεται να φτάσει στα 37.000 δολάρια το 2017. Κι αυτό διότι υπολογίζεται ότι κάθε ένα δευτερόλεπτο στοιχίζει περίπου 2.000 δολάρια. Τα ιλιγγιώδη αυτά ποσά διοχετεύονται μέσω του συνεχώς αυξανόμενου «αμυντικού προϋπολογισμού», ενώ την ίδια στιγμή οι κοινωνικές δαπάνες περικόπτονται δραστικά. Η σημασία του οικονομικού και κοινωνικού κόστους του πολέμου στο Ιράκ για την αμερικανική κοινωνία σε αυτή τη φάση της οικονομίας της χώρας αποτυπώνεται στα αποκαλυπτικά στοιχεία που δημοσιοποίησε πρόσφατα η εφημερίδα «The New York Times».
Σύμφωνα με αυτά, το ετήσιο κόστος του πολέμου στο Ιράκ ανέρχεται σε 200 δισ. δολάρια, όταν το σύστημα Υγείας που θα κάλυπτε όλους τους Αμερικανούς θα χρειαζόταν 100 δισ. δολάρια. Το κόστος της προσχολικής αγωγής στις ΗΠΑ απαιτεί 35 δισ. δολάρια, ενώ η αυξημένη ασφάλεια στο όνομα του πολέμου κατά της τρομοκρατίας μετά την 11η Σεπτέμβρη 10 δισ. δολάρια. Η έρευνα για τον καρκίνο απαιτεί 6 δισ. δολάρια το χρόνο και ο εμβολιασμός όλων των παιδιών του κόσμου 0,6 δισ. δολάρια.
Από την άλλη πλευρά το κόστος του πολέμου στο Ιράκ ανέρχεται μέχρι στιγμής περίπου στη συνολική αξία των ενέσεων ρευστότητας που έχουν πραγματοποιήσει όλες οι κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως, προκειμένου να ηρεμήσουν - έστω βραχυπρόθεσμα - τις διεθνείς χρηματαγορές.
Μία πιστωτική κρίση, η οποία ξέσπασε περίπου ένα χρόνο πριν και τείνει να λάβει χαρακτηριστικά χιονοστιβάδας... Εντός των ΗΠΑ, λόγω της κρίσης κινδυνεύει η περιουσία περισσοτέρων των 1,5 εκατ. ιδιοκτητών ακινήτων. Η καθοδική πορεία της αμερικανικής οικονομίας, οι κατασχέσεις αλλά και η κρίση με τα τραπεζικά δάνεια για αγορά κατοικίας οδήγησαν και εξακολουθούν να οδηγούν χιλιάδες οικογένειες που έχασαν τα σπίτια τους, επειδή δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους, στην απόλυτη ένδεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι χιλιάδες οικογένειες των σύγχρονων «αθλίων» των ΗΠΑ έφτιαξαν μία πόλη από σκηνές δίπλα στα πιο λαμπερά προάστια της Καλιφόρνιας. Συγκεκριμένα, μία νέα πόλη από σκηνές έχει αρχίσει από το καλοκαίρι να δημιουργείται έξω από την πόλη Οντάριο της Καλιφόρνιας, σε ένα χώρο ανάμεσα στο αεροδρόμιο και τους παρακείμενους αυτοκινητόδρομους, δίπλα στα προάστια που μέχρι πολύ πρόσφατα θεωρούνταν ως τα πιο αναπτυγμένα της Νότιας Καλιφόρνιας.
Είναι η «πόλη των σκηνών» (Tent City), στην οποία καταφεύγουν οικογένειες από την περιοχή ανατολικά του Λος Αντζελες, που πλέον δεν έχουν στέγη διότι έχουν πληγεί από την κρίση με τα στεγαστικά δάνεια. Το καλοκαίρι το Tent City είχε περίπου 20 οικογένειες, ενώ τώρα ο πληθυσμός του έχει πολλαπλασιαστεί και ανάμεσα στους μόνιμους κατοίκους βρίσκονται και πολλά παιδιά.
Τελευταίο απτό παράδειγμα αυτής της κρίσης, ο πανικός που προκλήθηκε από την εξαγορά (με παρέμβαση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ - FED) της «Bear Sterns» από τη «JP Morgan» με μόλις 2 δολάρια ανά μετοχή, ένα καθαρά συμβολικό ποσό. Η FED παραδέχτηκε ότι πήρε «έκτακτα μέτρα προκειμένου να αποσοβήσει τον κίνδυνο της κατάρρευσης του πέμπτου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος των ΗΠΑ».
«Η σημερινή οικονομική κρίση στις ΗΠΑ θα θεωρηθεί μάλλον η σοβαρότερη από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου», θα σημειώσει με άρθρο του στη βρετανική εφημερίδα «Financial Times» ο Αλαν Γκρίνσπαν, πρόεδρος της FED από το 1997 έως το 2006, προειδοποιώντας ότι «θα αφήσει πίσω της μεγάλο αριθμό θυμάτων». Αρκετοί πάντως από τους οικονομολόγους αποδίδουν στον ίδιο τον Γκρίνσπαν την «πατρότητα» της κρίσης λόγω της προώθησης μιας εικονικής «ανάπτυξης» μέσω δανεισμού.