ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 14 Μάρτη 2020 - Κυριακή 15 Μάρτη 2020
Σελ. /40
ΝΕΟΛΑΙΑ
Η απεργία στα βρετανικά πανεπιστήμια

University of East London
University of East London
Η νέα μεγάλη απεργία 50.000 πανεπιστημιακών, διδακτόρων και άλλων εργαζομένων σε 74 βρετανικά πανεπιστήμια σμπαραλιάζει την εικόνα των «σύγχρονων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων» στα οποία όλα είναι δήθεν καλώς καμωμένα, όπως συχνά πλασάρεται από την κυβέρνηση και τα αστικά κόμματα, που πίνουν νερό στο όνομα της διαδικασίας της Μπολόνια.

Ο «Ριζοσπάστης» συζήτησε με τον Δημήτρη Κιβωτίδη, λέκτορα Νομικής στο University of East London, και την Ηλέκτρα Χρηστίδη, δρ. Φυσικής και μέλος τεχνικού προσωπικού υποστήριξης έρευνας στο University College London, που μας μετέφεραν τον παλμό της απεργιακής μάχης και την πραγματική εικόνα για τις συνθήκες που επικρατούν στα βρετανικά πανεπιστήμια.

Ασφαλιστικό, μισθολογικό και σχέσεις εργασίας στο επίκεντρο των διεκδικήσεων

«Παρ' όλα τα χρόνια προβλήματα των εργαζομένων στην Ανώτατη Εκπαίδευση, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν το συνταξιοδοτικό», επισημαίνει η Ηλ. Χρηστίδη, με τους συνομιλητές μας να αναδεικνύουν το ενιαίο της διαχρονικής αντιασφαλιστικής επίθεσης από τις δυνάμεις του κεφαλαίου σε όλη την Ευρώπη και την εικόνα που μεταφέρουν να φέρνει άμεσα στο νου τις πρόσφατες εξελίξεις με τον αντιασφαλιστικό νόμο Κατρούγκαλου - Βρούτση. «Η τωρινή απεργία έρχεται σε συνέχεια κινητοποιήσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη την τελευταία διετία. Πριν από δύο χρόνια, το βασικό Ταμείο όπου ασφαλίζονται οι πανεπιστημιακοί παρουσίαζε έλλειμμα και οι εργοδότες πίεζαν ώστε το βάρος αντιμετώπισης του ελλείμματος αυτού να πέσει στις πλάτες των εργαζομένων, μέσω αύξησης των εισφορών», μας λέει ο Δ. Κιβωτίδης, με την Ηλ. Χρηστίδη να συμπληρώνει: «Το 2018 οι εργοδότες προσπάθησαν να δώσουν τη χαριστική βολή στο ασφαλιστικό μας ταμείο, αλλάζοντάς το από Καθορισμένης Παροχής, όπου η σύνταξη που θα πάρει κάποιος καθορίζεται από τις εισφορές του και τους όρους του Ταμείου, σε Καθορισμένης Εισφοράς, όπου οι εισφορές των εργαζομένων επενδύονται σε διάφορα οικονομικά προϊόντα και ανάλογα με το κέρδος που αυτά αποφέρουν καθορίζεται και η σύνταξη. Και αυτό φυσικά για τη μεταφορά του ρίσκου για τις μελλοντικές συντάξεις από τον εργοδότη στον εργαζόμενο».

University College London
University College London
Οι εξελίξεις αυτές ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τους εργαζόμενους, με τις κινητοποιήσεις έκτοτε να κλιμακώνονται. «Ενώ μέχρι τότε οι σταδιακές επιθέσεις στα ασφαλιστικά μας δικαιώματα δεν είχαν συναντήσει καμιά σοβαρή αντίσταση από τους εργαζόμενους και το σωματείο τους, το 2018 η αγανάκτηση ήταν τέτοια που οδήγησε σε μεγαλειώδη απεργία 14 ημερών, που είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή απώθηση των σχεδίων των εργοδοτών και τη σύσταση πάνελ ειδικών για την εξυγίανση του Ταμείου. Δύο χρόνια μετά, οι εισφορές των εργαζομένων αυξάνονται πάλι με την επίκληση της βιωσιμότητας του Ταμείου. Αλλά η επιτυχία της απεργίας του 2018 έδωσε την αυτοπεποίθηση στους εργαζόμενους όχι μόνο να ξαναβγούν στο δρόμο για να υπερασπιστούν τις συντάξεις τους, αλλά και να προσθέσουν νέα αιτήματα στον αγώνα τους», λέει η Ηλ. Χρηστίδη, με τον Δ. Κιβωτίδη να συμφωνεί ότι η προ διετίας απεργία «άνοιξε το κουτί της Πανδώρας για τα πανεπιστήμια, αφού οι εργαζόμενοι άρχισαν για πρώτη φορά εδώ και χρόνια να συζητάνε αναμεταξύ τους για τα κοινά τους προβλήματα». Και συμπληρώνει ότι «στον νέο γύρο κινητοποιήσεων άνοιξε και το ζήτημα των μισθών, που σε πραγματικές τιμές έχουν υποστεί μείωση 15% τα τελευταία χρόνια, της μισθολογικής ισότητας μεταξύ φύλων και για τις μειονοτικές ομάδες, των ελαστικών σχέσεων εργασίας και της εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης».

Σε αυτήν τη βάση, στην απεργία έχουν μπει και νέες δυνάμεις εργαζομένων, καθώς πλέον κινητοποιούνται «όχι μόνο οι μόνιμοι ακαδημαϊκοί, τους οποίους έκαιγε κυρίως το συνταξιοδοτικό, αλλά όλα τα μέλη του σωματείου που βλέπουν για χρόνια τώρα τους μισθούς τους καθηλωμένους και τις εργασιακές τους συνθήκες να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο: Οι προσωρινοί και ωρομίσθιοι teaching fellows, οι διδακτορικοί φοιτητές που διδάσκουν υπό καθεστώς ανοιχτής εκμετάλλευσης, το διοικητικό και τεχνικό προσωπικό, οι ερευνητές με τα συμβόλαια ορισμένου χρόνου, και οι ίδιοι οι ακαδημαϊκοί, που σηκώνουν πλέον και ζητήματα πέραν των μισθών, όπως τον παράλογο φόρτο εργασίας. Χωρίς να είχε σχεδιαστεί, το πρόβλημα της εργασιακής αστάθειας έχει αναδειχτεί από τους ίδιους τους απεργούς ως το πιο φλέγον αυτήν τη στιγμή», εξηγεί η Ηλ. Χρηστίδη.

Ετσι, τα αιτήματα της απεργίας αγκαλιάζουν πλέον όλο το εύρος των εργασιακών ζητημάτων. Οι απεργοί απαιτούν «να αποδεχθούν το Ταμείο και ο σύλλογος εργοδοτών το πόρισμα της επιτροπής ειδικών που συστάθηκε το 2018 και κατέληξε ότι δεν υπάρχει έλλειμμα και το Ταμείο είναι βιώσιμο και οι αυξημένες εισφορές που έχουν επιβληθεί ήδη να καλυφθούν από τους εργοδότες και όχι από τους εργαζόμενους». Παράλληλα, απαιτούν «μια μεγάλη αύξηση μισθών που θα υπερκαλύψει το κενό αυξήσεων 14 χρόνων κάτω του ορίου του πληθωρισμού», καθώς επίσης και «τη δημιουργία ενός εθνικού πλαισίου, που θα επιβάλει κάποιες βασικές υποχρεώσεις στους εργοδότες, ώστε στη συνέχεια το κάθε τοπικό σωματείο σε κάθε πανεπιστήμιο να διαπραγματευτεί πιο συγκεκριμένα π.χ. γενική απαγόρευση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, μίνιμουμ ωρών που να θεωρείται πως απαιτούνται για την προετοιμασία της διδασκαλίας, μετατροπή των εννιάμηνων συμβολαίων σε συμβάσεις αορίστου χρόνου μετά από έναν αριθμό ανανεώσεων κ.ο.κ.», όπως μας λέει ο Δ. Κιβωτίδης.

Τα εμπόδια στην οργάνωση της απεργιακής μάχης

Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι το όριο του 50% που προβλέπει ο νόμος που ισχύει στη Βρετανία για την κήρυξη απεργίας (όπως, δηλαδή, θέλουν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ να ισχύσει και στην Ελλάδα) αποτελεί ένα σοβαρό εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεράσουν οι εργαζόμενοι για να οργανώσουν τις κινητοποιήσεις τους.

Σε αυτές τις συνθήκες φαίνεται καθαρά η επιζήμια για την προοπτική της πάλης των εργαζομένων ρεφορμιστική κατεύθυνση που έχουν επιβάλει στο κίνημα οι συνδικαλιστικές ηγεσίες που συσπειρώνονται στη βρετανική TUC (μέλος της ΕTUC σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, της γνωστής ΣΕΣ δηλαδή), που εδώ και χρόνια πρωτοστατούν για την υιοθέτηση της λογικής του «κοινωνικού εταιρισμού» και του περιορισμού των διεκδικήσεων στα όρια του εφικτού, όπως εξάλλου επικαλούνται οι εργοδοτικές ενώσεις, η ΕΕ και οι αστικές κυβερνήσεις ανεξαρτήτως σύνθεσης, των οποίων άλλωστε αποτελούν προνομιακούς συνομιλητές. Σε αυτήν τη βάση, εργαζόμενοι σε αρκετά πανεπιστήμια φοβούνται ότι αν η ηγεσία του σωματείου (UCU) καταλήξει σε συμβιβασμό με την ένωση των εργοδοτών (Universities UK - UUK) για το συνταξιοδοτικό που δεν θα υποσκάπτει τη «βιωσιμότητα» των Ταμείων, τότε οι διεκδικήσεις που αφορούν τις συνθήκες και τους όρους εργασίας, που κινητοποιούν κυρίως τους εργαζόμενους με ελαστικές σχέσεις, θα υπονομευτούν από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες.

Αλλωστε, όπως μας εξηγεί η Ηλ. Χρηστίδη, «οι απεργοσπαστικές τακτικές εντείνονται και ποικίλλουν. Από μηνύματα που εξαναγκάζουν το προσωπικό να δηλώσει την πρόθεση ή όχι να απεργήσει, διασπαστικές πρακτικές με στόχο την κάλυψη των μαθημάτων από διδακτορικούς και ωρομίσθιους, εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη των τελευταίων για έξτρα εισόδημα και τον φόβο τους να απεργήσουν, μέχρι απειλές για Πειθαρχικό σε εργαζόμενους διδακτορικούς με υποτροφία που προβλέπει τη διδασκαλία ως προϋπόθεση, στη βάση ότι δεν αποτελούν εργαζόμενους του πανεπιστημίου, οι διοικήσεις των πανεπιστημίων δείχνουν τα δόντια τους ποντάροντας σε διασπαστικές τακτικές και αποπροσανατολίζοντας τους εργαζόμενους».

Οι ελαστικές σχέσεις εργασίας δίνουν και παίρνουν

Οι διαφόρων ειδών ελαστικές σχέσεις εργασίας και μη μόνιμες μορφές απασχόλησης κυριαρχούν στα βρετανικά πανεπιστήμια. Μάλιστα, υπάρχουν ακόμα και περιπτώσεις out sourcing διδακτικού προσωπικού, αρκετές φορές και μέσω εταιρειών που έχουν ιδρύσει τα ίδια τα πανεπιστήμια.

Η εικόνα που μας μεταφέρει ο Δ. Κιβωτίδης είναι χαρακτηριστική: «Στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου, 1 στους 4 λέκτορες εργάζεται με ωρομίσθιες συμβάσεις που καλύπτουν μόνο τη διάρκεια της ακαδημαϊκής χρονιάς και δεν ανανεώνονται αυτόματα για την επόμενη. Μάλιστα, σε άλλα πανεπιστήμια όπου έχω εργαστεί, οι αλλαγές στον τρόπο παράδοσης των μαθημάτων σήμαιναν πολλές φορές ότι οι εργαζόμενοι με εποχιακές συμβάσεις έχαναν τη δουλειά τους. Αυτή η σύμβαση μπορεί να χαρακτηριστεί και υπερ-ελαστική ("zero-hourcontract"), καθώς ουσιαστικά ο εργαζόμενος είναι πάντα υπ' ατμόν. Από τα λεγόμενα πανεπιστήμια του Russell Group, δηλαδή τα 25 πλουσιότερα πανεπιστήμια της Βρετανίας, τα 20 απασχολούν τουλάχιστον 1 στους 3 εργαζόμενους με επισφαλή συμβόλαια, ενώ τα 13 από αυτά τουλάχιστον 1 στους 2. Αυτό φανερώνει μια γενίκευση του φαινομένου, καθώς τα συμβόλαια αυτά δεν περιορίζονται σε πανεπιστήμια που υποτίθεται ότι δεν έχουν πόρους για να προσφέρουν καλύτερα συμβόλαια. Το αντίθετο, το κέρδος τους προκύπτει από την υπερεκμετάλλευση του προσωπικού».

Την εικόνα αυτή συμπληρώνουν τα λεγόμενα της Ηλ. Χρηστίδη: «Σε συνδυασμό με τις ελαστικές μορφές εργασίας, η εντατικοποίηση προσφέρει έναν τεράστιο αριθμό απλήρωτων εργατοωρών, στις οποίες πλέον στηρίζεται η λειτουργία των πανεπιστημίων. Για παράδειγμα, οι ωρομίσθιοι teaching fellows, οι οποίοι αναλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος του διδακτικού έργου, πληρώνονται για τις ώρες διδασκαλίας και μόνο για ένα κομμάτι των ωρών προετοιμασίας, ενίοτε και καθόλου, ανάλογα με το πανεπιστήμιο και το τμήμα». Και ο Δ. Κιβωτίδης εξηγεί ότι «για τον υπολογισμό του μισθού χρησιμοποιείται συντελεστής που υπολογίζει και την ώρα προετοιμασίας για τη διδασκαλία. Οταν, όμως, ο συντελεστής προβλέπει μισή ώρα προετοιμασίας, ενώ στην πραγματικότητα ο διδάσκων μπορεί να χρειάστηκε ολόκληρο οχτάωρο, είναι σαφές ότι υπάρχει εκμετάλλευση».

Η πραγματικότητα του «σύγχρονου ευρωπαϊκού πανεπιστημίου» κατά τα βρετανικά πρότυπα

Η πείρα από τις επιπτώσεις της επέκτασης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, της εμπορευματοποίησης των σπουδών και των απαράδεκτων συνθηκών εργασίας στα βρετανικά πανεπιστήμια που μας μεταφέρουν οι συνομιλητές μας αποτελεί εικόνα από το παρόν και το μέλλον των αναδιαρθρώσεων που προωθούνται τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα, στο πρότυπο των «σύγχρονων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων».

«Μετά τη δραστική μείωση της κρατικής χρηματοδότησης και την αύξηση του ορίου των διδάκτρων στις 9.000 λίρες το χρόνο το 2012, τα πανεπιστήμια έχουν επιδοθεί σε έναν ανελέητο ανταγωνισμό μεταξύ τους για το ποιο θα τραβήξει τους περισσότερους φοιτητές - πελάτες. Και τα θύματα σε αυτόν τον ανταγωνισμό είναι η ποιότητα των σπουδών και τα δικαιώματα των εργαζομένων στα πανεπιστήμια. Την ίδια στιγμή που τεράστια ποσά επενδύονται σε εντυπωσιακά κτίρια με σκοπό την άνοδο θέσης του κάθε πανεπιστημίου στις διάφορες λίστες, το ποσοστό των εξόδων των πανεπιστημίων που διατίθενται για το προσωπικό διαρκώς μειώνεται. Η εξοντωτική αξιολόγηση χρησιμοποιείται ως μοχλός για την εντατικοποίηση της εργασίας. Τα συστήματα αξιολόγησης της έρευνας και της διδασκαλίας επιβαρύνουν τους ακαδημαϊκούς με έναν τεράστιο γραφειοκρατικό φόρτο, ενώ ταυτόχρονα τους οδηγούν σε ανθυγιεινό ανταγωνισμό μεταξύ τους, αφού όσοι δεν "παράγουν" ανάλογα με τις παράλογες απαιτήσεις του συστήματος απειλούνται με απόλυση. Ολα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των διαταραχών που πηγάζουν από το άγχος και την κόπωση σε επίπεδα επιδημίας», μας λέει η Ηλ. Χρηστίδη.

Από την πλευρά του, ο Δ. Κιβωτίδης επισημαίνει: «Είναι πολύ ενδιαφέρον να δει κανείς πώς η "απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς" στην Ανώτατη Εκπαίδευση, που προωθείται αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα, έχει επιδράσει στη Βρετανία. Εδώ βλέπουμε ότι οι κοινωνικές ανάγκες δεν παίζουν τον καθοριστικό ρόλο στον σχεδιασμό των επιστημονικών προγραμμάτων και στη διαμόρφωση και λειτουργία των τμημάτων του εκάστοτε πανεπιστημίου. Για παράδειγμα, σχολές που θεωρούνται "ελλειμματικές", όπως τμήματα Μουσικής και ανθρωπιστικών σπουδών, κλείνουν. Αντίθετα, σχεδόν κάθε ex-Polytechnic, δηλαδή σαν να λέμε πρώην ΤΕΙ, έχει και από μία Νομική Σχολή, καθώς υπάρχει ζήτηση από τους φοιτητές και κατ' επέκταση ευκαιρία κερδοφορίας για το πανεπιστήμιο - επιχείρηση».

Να δυναμώσει η πάλη, βάζοντας στο στόχαστρο τον πραγματικό ένοχο

Με βάση τα παραπάνω, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Δ. Κιβωτίδης προκύπτει αβίαστα: «Η απεργία είναι απόρροια χρόνιων προβλημάτων στον τομέα της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη Βρετανία. Τα προβλήματα αυτά έχουν κοινή ρίζα τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης που αφορούν τα πανεπιστήμια. Συγκεκριμένα, όταν η ΕΕ και οι αστικές κυβερνήσεις στη Βρετανία εδώ και χρόνια προωθούν τη λειτουργία των πανεπιστημίων ως επιχειρήσεων, είναι αναμενόμενο ότι κάθε ζήτημα που αφορά τους εργαζόμενους και τους φοιτητές θα λύνεται με κριτήριο τη μεγιστοποίηση του κέρδους, τη μείωση των εξόδων - και κυρίως του εργασιακού κόστους - και την αύξηση της εκμετάλλευσης».

Κλείνοντας τη συζήτησή μας, η Ηλ. Χρηστίδη τονίζει: «Οι κινητοποιήσεις των τελευταίων 2 χρόνων έδειξαν ότι υπάρχει δύναμη και προοπτική στην οργανωμένη πάλη. Κάποια από τα μέτρα ενάντια στο συνταξιοδοτικό ταμείο έχουν προς το παρόν αναχαιτιστεί, και οι εργοδότες έχουν συρθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, παρόλο που δεν έχουν κάνει κάποια ανοιχτή υποχώρηση. Οποιο και αν είναι τελικά το αποτέλεσμα αυτού του κύκλου απεργιών, πρέπει να αποτελέσουν παρακαταθήκη για ένα εργατικό κίνημα που έχει αποδυναμωθεί από δεκαετίες αντιλαϊκών επιθέσεων κατά των δομών του. Και σίγουρα πρέπει να αποτελέσουν εφαλτήριο νέων αγώνων, αφού οι επιθέσεις στα εργασιακά μας δικαιώματα δεν θα σταματήσουν εδώ. Οι αγώνες των εργαζομένων στα πανεπιστήμια και όλων των εργαζομένων, όμως, δεν θα έχουν μακροπρόθεσμα κερδοφόρα αποτελέσματα αν δεν έχουν στο στόχαστρό τους τον πραγματικό υπαίτιο των προβλημάτων τους, που δεν είναι άλλος από την καπιταλιστική κερδοφορία. Οι διαχειριστικές λογικές και το μέτωπο μόνο προς τις προσωποποιημένες διοικήσεις των πανεπιστημίων, τα οποία δυστυχώς κυριαρχούν στο κίνημα εδώ, αποπροσανατολίζουν και υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσουν σε απογοήτευση».

Με την πρωτοπόρα δράση τους, οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στα βρετανικά πανεπιστήμια δίνουν το δικό τους στίγμα στη διαπάλη και την οργάνωση της απεργιακής μάχης, θέτοντας στο επίκεντρο τον πυρήνα της πολιτικής που οξύνει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν φοιτητές και εργαζόμενοι.

Σε ανακοίνωσή τους για την απεργία στα βρετανικά πανεπιστήμια, οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στη Βρετανία σημειώνουν, μεταξύ άλλων, ότι «το μοντέλο του πανεπιστημίου - επιχείρηση έρχεται σε σύγκρουση με τα σύγχρονα δικαιώματα και τις ανάγκες των εργαζομένων στα πανεπιστήμια και των φοιτητών. Το μοντέλο αυτό, που βασίζεται στην εντεινόμενη εκμετάλλευση των εργαζομένων και την αύξηση των διδάκτρων για τους φοιτητές, βασίζεται στη στρατηγική της ΕΕ που θεωρεί την Ανώτατη Εκπαίδευση ως πεδίο κερδοφορίας για τους καπιταλιστές, την οποία αποδέχονται τόσο οι Συντηρητικοί, όσο και οι Εργατικοί. Λειτουργώντας όπως κάθε άλλη επιχείρηση, σε ένα ρευστό περιβάλλον έντασης του ανταγωνισμού για περισσότερους φοιτητές - πελάτες, τα πανεπιστήμια επιχειρούν να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους εντείνοντας την εκμετάλλευση των εργαζομένων τους (...) Παράλληλα, τα πανεπιστήμια επιδιώκουν να μειώσουν το κόστος λειτουργίας τους μειώνοντας τις εργοδοτικές εισφορές για το συνταξιοδοτικό ταμείο και μεταφέροντας το κόστος, το ρίσκο και την ευθύνη για τη χρηματοδότηση των συντάξεων στους εργαζόμενους». Οι Οργανώσεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ συμπληρώνουν ότι οι εξελίξεις αυτές στη Βρετανία ευθυγραμμίζονται με αντίστοιχες επιθέσεις στα εργασιακά, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα των εργαζομένων σε όλη την Ευρώπη, με πρόσφατα τα παραδείγματα του Βελγίου, της Γαλλίας και της Ελλάδας, με τις αστικές κυβερνήσεις να επιδιώκουν να περιορίσουν την κρατική εξασφάλιση σε ένα μίνιμουμ επίδομα, κάτω από το σύγχρονο βιοτικό επίπεδο.

Μέσα από την παρέμβασή τους στις συλλογικές διαδικασίες των σωματείων, τις επιτροπές δράσης, συζητώντας με τους εργαζόμενους, οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ είναι στην πρώτη γραμμή του αγώνα για την επιτυχία της απεργίας. Συγκρούονται με την επικίνδυνη λογική του περιορισμού των απωλειών και της «βιωσιμότητας» των Ταμείων, που μέσα από τη δράση των δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας και του οπορτουνισμού σπέρνει δηλητήριο στις συνειδήσεις των εργαζομένων και υποσκάπτει την προοπτική της πάλης τους. Θέτουν στο προσκήνιο την ανάγκη για καθολική υποχρεωτική δημόσια δωρεάν Κοινωνική Ασφάλιση - Υγεία - Πρόνοια για όλους, ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης και την επιχειρηματική λειτουργία των πανεπιστημίων, για αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση. Βάζουν στο επίκεντρο την ανάγκη αντεπίθεσης των εργαζομένων, για την οργανωμένη συλλογική διεκδίκηση για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών τους, απέναντι σε περικοπές, απολύσεις, μειώσεις μισθών και συντάξεων, επιδείνωση των συνθηκών δουλειάς.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ