ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 2 Σεπτέμβρη 2001
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
Στο χείλος της αβύσσου

Παντού συντρίμμια και νεκρούς αφήνει πίσω του ο ισραηλινός στρατός

Associated Press

Παντού συντρίμμια και νεκρούς αφήνει πίσω του ο ισραηλινός στρατός
Τις χειρότερες και κρισιμότερες στιγμές της, τις τελευταίες δεκαετίες, ζει η Μέση Ανατολή. Και πιθανώς οι χαρακτηρισμοί αυτοί να μην επαρκούν για να περιγράψουν σε όλο της το μέγεθος τη σοβαρότητα της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί, ιδιαίτερα και μετά από τη δολοφονία του ηγέτη του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, Αμπού Αλί Μουσταφά.

Αν μέχρι πρότινος οι εξελίξεις δεν άφηναν περιθώρια να μιλά κανείς για πιθανότητα επανέναρξης της «ειρηνευτικής διαδικασίας», σήμερα πλέον είναι αδιανόητο να μιλά κανείς ακόμη και για βραχυπρόθεσμη προοπτική αποκλιμάκωσης, μια έννοια που πολλάκις πιπιλίστηκε στα στόματα πολλών αξιωματούχων Ισραηλινών, Παλαιστινίων αλλά και Ευρωπαίων ή Αμερικανών, από την έναρξη της δεύτερης Ιντιφάντα, τον περασμένο Οκτώβρη, μέχρι τώρα. Η καθημερινότητα στα αυτόνομα εδάφη δεν είναι πια μόνο ο αποκλεισμός, η φτώχεια και ο πετροπόλεμος με τον ισραηλινό στρατό. Είναι οι εισβολές, οι κατεδαφίσεις - κατά δεκάδες - σπιτιών, οι βομβαρδισμοί από αέρος και εδάφους κτιρίων της παλαιστινιακής αστυνομίας, οι δολοφονίες στελεχών αλλά και απλών ανθρώπων, η ανυπολόγιστη καταστροφή των παλαιστινιακών καλλιεργειών.

Η καθημερινότητα των Παλαιστινίων είναι πλέον ένας αδυσώπητος πόλεμος. Και είναι πρωτοφανής, όπως χαρακτηριστικά τονίζει οργισμένα ο Ρόμπερτ Φισκ της βρετανικής εφημερίδας «The Independent», o τρόπος αλλά και η ευκολία με την οποία τα διεθνή ΜΜΕ υπέκυψαν στις ισραηλινές πιέσεις να παραχαράσσουν την αλήθεια, αποφεύγοντας τους όρους «δολοφονία», «επιδρομή», «εισβολή», «επανακατάληψη εδαφών», «εποικισμοί». Με τελευταίο κρούσμα, το BBC (τις γραπτές σχετικές οδηγίες της διεύθυνσης προς τους ανταποκριτές και συντάκτες του), όπου οι όροι που χρησιμοποιούνται είναι αυτοί του ισραηλινού στρατού: «Επιχείρηση αυτοάμυνας», «πλήγμα ακριβείας», «δημιουργία ζώνης ασφαλείας», «ισραηλινή συνοικία». Οι Ισραηλινοί «δολοφονούνται με αγριότητα», ενώ οι Παλαιστίνιοι, ακόμη και 10χρονα παιδιά, «πεθαίνουν» καθημερινά σε κάποιες απροσδιόριστες «συγκρούσεις».

«Γύρισε σελίδα» η δολοφονία του Αμπού Αλί Μουσταφά

Ο Αμπού Αλί Μουσταφά σε πολιτική συγκέντρωση

Associated Press

Ο Αμπού Αλί Μουσταφά σε πολιτική συγκέντρωση
Παρόλο που η διεθνής κοινή γνώμη μπορεί να έχει μια πιο «εξυγιασμένη» εικόνα των γεγονότων, αυτά δεν παύουν να συμβαίνουν. Η κλιμάκωση της έντασης που σημειώθηκε καθ' όλη τη διάρκεια των τελευταίων βδομάδων κορυφώθηκε με τη δολοφονία του ΓΓ του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης μέσα στο γραφείο του στη Ραμάλα. Ηταν η πρώτη φορά, από το 1988, που ο ισραηλινός στρατός στράφηκε εναντίον ενός τόσο υψηλόβαθμου Παλαιστινίου αξιωματούχου, ενός πολιτικού ηγέτη, του οποίου η οργάνωση εκπροσωπεί το 15% του παλαιστινιακού λαού ενώ ο ίδιος ήταν συνιδρυτής της ΟΑΠ και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της.

Για την παλαιστινιακή ηγεσία αλλά και το λαό, η δολοφονία του Αμπού Αλί Μουσταφά ήταν ένα ισχυρότατο πλήγμα, που προκάλεσε σοκ και αμηχανία. Ηταν, όπως χαρακτηριστικά τόνιζαν Παλαιστίνιοι αξιωματούχοι, η υπέρβαση της ανεπίσημης κόκκινης γραμμής που θεωρητικά καμία από τις δύο πλευρές δε θα παραβίαζε. Ηταν ένα σαφές μήνυμα κλιμάκωσης, γενικευμένου πολέμου, ο οποίος δε στοχεύει απλούς πολίτες, εξτρεμιστές μαχητές ή έστω υπόπτους για τρομοκρατική δράση, αλλά και την ίδια την πολιτική ηγεσία ενός λαού που νιώθει ότι, πλέον, βρίσκεται συνολικά στο στόχαστρο μιας, άνευ προηγουμένου, επιχείρησης γενοκτονίας και σχεδόν εξαφάνισης από το χάρτη.

Ισραηλινά τανκς στην Μπέιτ Τζάλα

Associated Press

Ισραηλινά τανκς στην Μπέιτ Τζάλα
Το αρχικό σοκ έγινε θρήνος και οργή, που κατά κύματα πλημμύρισε όλες τις αυτόνομες περιοχές. Το παλαιστινιακό μένος δεν περιορίζεται, πλέον, μόνο ενάντια στην ισραηλινή ηγεσία αλλά στρέφεται ξεκάθαρα και ενάντια σε όλους όσοι την καλύπτουν για να δρα με τον τρόπο αυτό. Οι ΗΠΑ συγκέντρωσαν τα περισσότερα πυρά. Η απροθυμία της Ουάσιγκτον να παρέμβει, παρά τις αλλεπάλληλες εκκλήσεις της παλαιστινιακής ηγεσίας, αλλά και η σαφέστατη στήριξη που παρέχει στην ισραηλινή κυβέρνηση, καλώντας μόνιμα σε «αυτοσυγκράτηση στα δίκαια αντίποινα για την παλαιστινιακή τρομοκρατία», ενώ, παράλληλα, επιρρίπτει ίσες και μεγαλύτερες ευθύνες στην παλαιστινιακή πλευρά, έχουν πια ξεπεράσει τα όρια της ανοχής.

Η έκκληση για περιορισμό της «παλαιστινιακής τρομοκρατικής δράσης», τη στιγμή που τα ισραηλινά τεθωρακισμένα είχαν ανακαταλάβει την Μπέιτ Τζάλα, σε συνδυασμό με τη διαρκή τακτική της άσκησης βέτο εκ μέρους των ΗΠΑ σε όλες τις διεθνείς οργανώσεις για την άσκηση κριτικής σε βάρος του Ισραήλ και τη λήψη μέτρων προστασίας του παλαιστινιακού λαού, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Οι αμερικανικές εκκλήσεις προς το Ισραήλ για αποκλιμάκωση δεν μπορούν να ισοσκελίσουν την άρνηση της Ουάσιγκτον να συμμετάσχει στην Παγκόσμια Σύνοδο του ΟΗΕ για το Ρατσισμό, με την αιτιολογία ότι πολλές αραβικές χώρες θα ζητήσουν να χαρακτηριστεί η τακτική που ακολουθεί το Ισραήλ απέναντι στους Παλαιστινίους ρατσιστική.

Παράλληλα, οι πρωτοφανείς, σε αγριότητα, διαστάσεις που λαμβάνουν οι ισραηλινές στρατιωτικές επιχειρήσεις έχουν πετύχει, όπως τόνιζε το μέλος της τριμελούς ηγεσίας του Κόμματος του Παλαιστινιακού Λαού και επικεφαλής ανθρωπιστικής ιατρικής οργάνωσης εθελοντών, Μουσταφά Μπαργκούτι, την ενίσχυση της ενότητας του παλαιστινιακού λαού. Οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις παλαιστινιακές οργανώσεις και οι εσωτερικές διαφορές μοιάζουν να μην υπάρχουν πια, για πρώτη φορά, χωρίς να έχει υποχρεωθεί κάποια οργάνωση να χάσει την αυτοτέλειά της. Η δολοφονία του Αμπού Αλί Μουσταφά μετέτρεψε τον παλαιστινιακό λαό σε γροθιά ενώ ενίσχυσε την αποφασιστικότητά του, τονίζει ο Μπαργκούτι, αφού κατέστησε σαφές ότι «δεν υπάρχει άλλη διέξοδος παρά μόνο το δίλημμα ελευθερία ή θάνατος».

Οι ισραηλινές φωνές διαμαρτυρίας και η ανησυχία

Η δολοφονία, όμως, του ΓΓ του Λαϊκού Μετώπου προκάλεσε σοβαρότατες αναταράξεις και εντός του Ισραήλ. Την επομένη του δολοφονικού πλήγματος, ο ισραηλινός Τύπος καταδίκαζε την κλιμάκωση. Ο Ισραηλινός αναλυτής Ντάνι Μπεν Σιμόν τόνιζε ότι «καμία προηγούμενη ισραηλινή ηγεσία δεν είχε προκαλέσει τόσο πολύ όχι μόνο τους Παλαιστινίους αλλά το σύνολο του αραβικού κόσμου». Η εφημερίδα «Χααρέτζ», σε εκτενές άρθρο της, εκτιμούσε ότι η δολοφονία του Αμπού Αλί Μουσταφά είναι «αποτέλεσμα και απόδειξη της σύγχυσης που επικρατεί στα ισραηλινά ηγετικά κλιμάκια, της απώλειας ψυχραιμίας. Ολες οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε ο Αριέλ Σαρόν κατά της Ιντιφάντα έχουν αποτύχει. Οι δολοφονίες, αντίθετα, ώθησαν τους Παλαιστινίους να απαντήσουν και να ενισχύσουν την ενότητά τους. Το αδιέξοδο είναι πλήρες».

Η Τάνια Ράινχαρτ, Ισραηλινή αρθρογράφος- αναλύτρια, μόλις πριν από λίγο καιρό, καλούσε, μέσα από την εφημερίδα «Γιεντότ Αχρονότ», τους Ισραηλινούς φιλειρηνιστές να αναλάβουν πρωτοβουλίες για να επισπεύσουν την εκκένωση των εβραϊκών εποικισμών. Η Ράινχαρτ υπενθύμιζε ότι οι «γενναιόδωρες» προτάσεις της απερχόμενης κυβέρνησης Μπάρακ προς τους Παλαιστινίους δεν έθιγαν το καθεστώς των εποικισμών, ουσιαστικά, και επανέθετε το αμείλικτο ερώτημα «υπό ποία έννοια είναι λογικό 200.000 έποικοι να καθορίζουν την κατοικία, τις μετακινήσεις, την εργασία, το νερό, την τροφή, την ίδια τη ζωή, περισσοτέρων των 2,5 εκατομμυρίων Παλαιστινίων; Είναι πρωτοφανής η επιμονή της ισραηλινής ηγεσίας σε κάτι τόσο παράλογο, που διογκώνεται καθημερινά με το αίμα χιλιάδων ανθρώπων. Είναι αδιανόητο το αίτημα για διάλογο για το μέλλον των εποικισμών, με την παράλογη επιμονή για πρότερο τερματισμό της βίας. Είναι πια στα χέρια του ισραηλινού λαού να βάλει τέρμα στην αιματοχυσία. Ας εκκενώσουμε μόνοι μας τους εποικισμούς».

Οι εποικισμοί μπορεί να μην εκκενώθηκαν, αλλά, τουλάχιστον, 2.000 Ισραηλινοί φιλειρηνιστές, μαζί με 200 μέλη διεθνών ανθρωπιστικών οργανώσεων, έχουν ήδη δημιουργήσει μια ανεπίσημη ανθρώπινη ασπίδα στις παλαιστινιακές περιοχές, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι ο ισραηλινός στρατός σκοτώνει εύκολα Παλαιστινίους αλλά ο θάνατος ενός αλλοδαπού ή ενός Ισραηλινού θα προκαλούσε κατακραυγή.

Σεναριολογία και φόβος για την «επόμενη μέρα»

Οσο το θερμόμετρο της έντασης ανεβαίνει στη Μέση Ανατολή, τόσο ενισχύονται οι ανησυχίες και ο φόβος για την επόμενη μέρα. Παλαιστίνιοι αξιωματούχοι διεμήνυαν προς όλες τις κατευθύνσεις ότι η δίνη της βίας, που τροφοδοτεί το Ισραήλ, έχει, πλέον, περάσει σε διαστάσεις ανεξέλεγκτες όχι μόνο για τους Παλαιστινίους και τους Ισραηλινούς αλλά για ολόκληρη την περιοχή. Ο θυμός της αραβικής κοινής γνώμης, συνολικά, είναι πια δύσκολο να χαλιναγωγηθεί παρά τις προσπάθειες λεκτικής εκτόνωσης, στις οποίες επιδίδονται ακατάπαυστα οι, στην πλειοψηφία τους, φιλοαμερικανικές ηγεσίες της.

Οι διαδηλώσεις, τις τελευταίες μέρες, στις αραβικές χώρες, με κύριο αίτημα την ανάληψη δράσης για την προστασία των Παλαιστινίων και κατά του Ισραήλ, έγιναν καθημερινές και πρωτοφανώς δυναμικές και απειλητικές για τις ηγεσίες τους, που βλέπουν ολοένα και πιο κοντινό το ενδεχόμενο μια δική τους ολιγωρία να στρέψει τη λαϊκή οργή ενάντια στα δικά τους αυταρχικά καθεστώτα. «Οι εξελίξεις θα βλάψουν ανεπανόρθωτα τα συμφέροντα και όλων εκείνων που βρίσκονται μακριά από την κρίση γεωγραφικά και παρέχουν διπλωματική ασυλία στο Ισραήλ», υπογράμμιζε με νόημα Παλαιστίνιος αξιωματούχος, διευκρινίζοντας ότι αναφέρεται τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΕ και στα συμφέροντα που έχουν στη φλεγόμενη περιοχή.

Μέσα σε αυτήν την ανεξέλεγκτη κλιμάκωση, τα σενάρια που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είναι πολλά και δίνουν στίγμα ενδεχομένων εξελίξεων. Για πολλούς, η ανάληψη δράσης με επιθέσεις, εναντίον του ισραηλινού στρατού, οργανώσεων που έχουν την έδρα τους στη Δαμασκό, όπως το Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (του οποίου δύο μέλη εισέβαλαν σε στρατιωτική βάση στη Γάζα, σκότωσαν 3 Ισραηλινούς στρατιώτες και τραυμάτισαν 7 άλλους πριν χάσουν και οι ίδιοι τη ζωή τους), σηματοδοτεί την έναρξη μιας ενεργότερης παρέμβασης στα πράγματα της Συρίας.

Ανάμεσα στα ποικίλα σενάρια, δεν μπορεί να μην ξεχωρίσει η, εκ πρώτης αφελούς ανάγνωσης, «αγαθή πρόταση» του Αμερικανού αρθρογράφου Τόμας Φρίντμαν, μέσα από την εφημερίδα «The New York Times», να επέμβει το ΝΑΤΟ στην περιοχή, θέτοντας υπό τον έλεγχό του το σύνολο των παλαιστινιακών εδαφών. Κατά τον Φρίντμαν, μια λύση «αλά Κόσσοβο ή Βοσνία» θα εξασφαλίσει ηρεμία και ασφάλεια στο Ισραήλ αλλά και στους Παλαιστινίους, αφού είναι σαφές ότι δεν υπάρχει «κανένας άλλος τρόπος επίλυσης της κρίσης».

«Το Ισραήλ αργά αλλά σταθερά χάνει τον πόλεμο», υποστηρίζει από την πλευρά του, προκαλώντας αναμφιβόλως έντονες αντιδράσεις, ο ερευνητής του εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ Μάρτιν βαν Κρέβελντ, ένας από τους εγκυρότερους αναλυτές για τον ισραηλινό στρατό. Ο Κρέβελντ εκτιμά ότι από τη μία ο ισραηλινός στρατός δεν είναι ο πανίσχυρος στρατός που κατατρόπωσε τους Αραβες πριν από μερικά χρόνια, αλλά, κυρίως, η ισραηλινή κοινή γνώμη δεν είναι η ίδια με το παρελθόν. Η πλειοψηφία των Ισραηλινών, ασχέτως αν εγκρίνουν ή όχι τις κινήσεις της ισραηλινής ηγεσίας, εμφανίζεται πεπεισμένη ότι θα δημιουργηθεί ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος δίπλα από το Ισραήλ, ενώ πρόσφατες δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι 47% των Ισραηλινών τάσσεται υπέρ της εκκένωσης του συνόλου των εποικισμών και το 51% υπέρ της εκκένωσης των περισσοτέρων από αυτούς.

Αλλωστε, η συντριπτική πλειοψηφία των Ισραηλινών δε δείχνει διατεθειμένη να επιστρέψει σε συνθήκες προ Οσλο, όπου κάθε χρόνο για δύο μήνες υπήρχε υποχρεωτική στράτευση, όπου η σκιά των βομβιστικών επιθέσεων έπεφτε βαριά σε κάθε του κίνηση, όπου η ισραηλινή οικονομία παρέπαιε από την αβεβαιότητα. «Ο ισραηλινός λαός επιθυμεί, επίσης, μια φυσιολογική ζωή».

Εκτός από τον βαν Κρέβελντ, πλειάδα αναλυτών, συμπεριλαμβανομένου του Τ. Φρίντμαν των «New York Times», παραδέχονται, ο καθείς από τη σκοπιά του, ότι απέναντι σε έναν λαό που δεν έχει άλλη επιλογή ζωής παρά μόνον τον αγώνα για επιβίωση, αξιοπρέπεια και ελευθερία (με δεδομένη και την αναπόφευκτη έστω και συναισθηματική-ιδεολογική εμπλοκή των δεκάδων εκατομμυρίων του αραβικού κόσμου), μια στρατιωτική επιβολή του Ισραήλ είναι παντελώς αδύνατη. Οπως τόνιζε η Ισραηλινή αναλύτρια Αμίρα Χας, η επαναφορά στο προσκήνιο των αποφάσεων του ΟΗΕ είναι ο πιο απλός τρόπος να λυθεί ο «γόρδιος δεσμός». Αν δε γίνει αυτό, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να πάψει ο παλαιστινιακός λαός να αγωνίζεται για το αυτονόητο δικαίωμά του να ανασαίνει.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


ΦΙΛΙΠΠΙΝΕΣ
Ενας «παράξενος» πόλεμος στο Μιντανάο

Πόλεμος δίχως τέλος. Ο στρατός και η «Αμπού Σαγιάφ» συνεχίζουν την ατέρμονη σύγκρουσή τους...

Associated Press

Πόλεμος δίχως τέλος. Ο στρατός και η «Αμπού Σαγιάφ» συνεχίζουν την ατέρμονη σύγκρουσή τους...
Μια πρωτοεμφανιζόμενη οργάνωση εντείνει το κλίμα τρόμου στην περιοχή των Νότιων Φιλιππίνων. Μιμούμενη τις τακτικές της «Αμπού Σαγιάφ», η νέα οργάνωση απήγαγε 10 Κινέζους εργαζόμενους και το Σαββατοκύριακο της 19ης-20ής Αυγούστου αποκεφάλισε δύο, σύμφωνα με την αγγλόφωνη «China Daily». Η νέα οργάνωση φέρει το όνομα «Πεντάγωνο» (μια μάλλον γκροτέσκα αναφορά στις αμερικανικές Ενοπλες Δυνάμεις) και αποτελείται, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, από αποσκιρτήσαντα μέλη του Ισλαμικού Απελευθερωτικού Μετώπου Μόρο (Moro Islamic Liberation Front -MILF), της δεύτερης μεγαλύτερης αυτονομιστικής οργάνωσης των Νότιων Φιλιππίνων.

Οι Κινέζοι απαχθέντες εργάζονταν για ένα αρδευτικό έργο, αξίας δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων στο κεντρικό Μιντανάο, το οποίο χρηματοδοτείται από ιαπωνικά επιχειρηματικά συμφέροντα. Η νέα οργάνωση βρέθηκε στο στόχαστρο του στρατού, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι σκότωσε 20 μέλη της σε μια άγρια μάχη στην απομακρυσμένη περιοχή Σουλτάν Κουνταράτ. Ο φερόμενος ως ηγέτης της οργάνωσης, Αμπού Χάμσα, όμως, μοιάζει απτόητος: Δηλώνει πως θα αποκεφαλίσει τους υπόλοιπους 8 Κινέζους ομήρους και έναν Φιλιππινέζο, εάν ο στρατός δεν πληρώσει λύτρα ύψους 10 εκατ. δολαρίων και συνεχίσει να τους επιτίθεται. Απειλεί επίσης να επεκτείνει τις απαγωγές, κάτι που ανάγκασε την κινεζο-ιαπωνική εταιρία που έχει αναλάβει το αρδευτικό έργο να το διακόψει και να αποσύρει από την περιοχή 60 Κινέζους εργαζόμενους.

Τόσο το modus operandi όσο και η λογική της οργάνωσης «Πεντάγωνο» (απαγωγές για λύτρα προκειμένου να αποκτήσει πόρους και να προσελκύσει μέλη, ώστε να επαναλάβει τον ίδιο κύκλο) παραπέμπουν απευθείας στην «Αμπού Σαγιάφ» και το περιοδικό «Economist» θεωρεί ότι στην πραγματικότητα οι δύο οργανώσεις συνδέονται. Ο Χάμσα απειλούσε τον Ιούλιο να παραδώσει τους Κινέζους στην «Αμπού Σαγιάφ» στην περίπτωση που η κυβέρνηση δεν επέτρεπε σε Λίβυους διαπραγματευτές να παρέμβουν στην κρίση.

Η «Αμπού Σαγιάφ» την 2α Αυγούστου είχε προβεί σε μια ανάλογη επίδειξη αποφασιστικότητας έναντι του στρατού, αποκεφαλίζοντας 10 ομήρους, ενώ εξακολουθεί να κρατά τουλάχιστον 2 Αμερικανούς (ένας τρίτος θεωρείται νεκρός) και 16 Φιλιππινέζους ομήρους, στην ίδια περιοχή.

Οι Φιλιππινέζοι αξιωματούχοι παρουσιάζουν αντικρουόμενες εκτιμήσεις για το είδος της απειλής που παρουσιάζει το «Πεντάγωνο»: Ο Ρόιλο Γκολέζ, Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας της Προέδρου Γκλόρια Αρόγιο, θεωρεί ότι «αποτελεί μάλλον ένα πρόβλημα με το οποίο πρέπει να ασχοληθεί η τοπική αστυνομία». Από την άλλη ο στρατηγός Διομέδιο Βιγιανουέβα παίρνει την οργάνωση πολύ περισσότερο στα σοβαρά: «Δεν είναι τυχαία ομάδα. Διαθέτουν RPG (εκτοξευτές ρουκετών) και Μ79 (εκτοξευτές χειροβομβίδων)... αποτελούν ήδη στρατιωτική δύναμη, δεν είναι απλοί απαγωγείς».

Η επιχειρηματολογία του «Πενταγώνου» είναι ότι οι Κινέζοι που απήγαγε χρησιμοποιούσαν «ως βιτρίνα» το αρδευτικό έργο και στην πραγματικότητα «ερευνούσαν για κοιτάσματα χρυσού» το πάμπλουτο υπέδαφος του Μιντανάο. Ο ισχυρισμός είναι βέβαια αναπόδεικτος, πάντως το γεγονός είναι πως ο φυσικός πλούτος της περιοχής αποτέλεσε πάντοτε μια βασική αιτία των εξεγέρσεων και του μουσουλμανικού αυτονομιστικού κινήματος στο Μιντανάο, που υποτίθεται πως τερματίστηκε με την ειρηνευτική συμφωνία του 1996, μετά από 25 χρόνια πολέμου και τουλάχιστον 120.000 νεκρούς.

Η τωρινή φάση της μουσουλμανικής εξέγερσης με οργανώσεις όπως η «Αμπού Σαγιάφ» (που πολλοί παρατηρητές έχουν συνδέσει στο παρελθόν με μια προσπάθεια της αμερικανικής CIA να δημιουργήσει «αντιπερισπασμό» στο αυτονομιστικό κίνημα, με την αρχική της χρηματοδότηση να προέρχεται από το εμπόριο ναρκωτικών, που ανέκαθεν αποτελούσε εξαιρετικά προσοδοφόρα business στην περιοχή) έχει πολλές «περίεργες» πτυχές. Μια εξ αυτών αποκαλύφθηκε σε μια ακροαματική διαδικασία που πραγματοποιήθηκε την 23η Αυγούστου στο Λαμιτάν, μια πόλη του νότιου νησιού του Μιντανάο, Μπασιλάν. Το αντικείμενο της έρευνας ήταν καταγγελίες ότι αξιωματούχοι του στρατού «συνεργάζονται» με την «Αμπού Σαγιάφ», αντί να την καταδιώκουν - όπως υποτίθεται ότι κάνουν δεκάδες χιλιάδες κομάντος από την αρχή του καλοκαιριού, έχοντας μάλιστα προκαλέσει, ως «παράπλευρη απώλεια», και τον εκτοπισμό κάπου 12.000 κατοίκων της περιοχής. Ενας αυτόπτης μάρτυρας, τοπικός γιατρός και πατέρας μιας 23χρονης ομήρου, κατέθεσε ότι ένας στρατηγός και άλλοι τέσσερις κορυφαίοι στρατιωτικοί προσέφεραν στους άνδρες της «Αμπού Σαγιάφ» διέξοδο από τον κλοιό του στρατού τον Ιούνιο, επιτρέποντάς τους να διαφύγουν μαζί με τους ομήρους, με αντίτιμο «μια βαλίτσα γεμάτη μετρητά». Η «Αμπού Σαγιάφ» στη συνέχεια αποκεφάλισε 12 ομήρους.

Αναλόγως «περίεργη» ιστορία είναι η απόδραση του ηγετικού στελέχους του «Πενταγώνου», Ταχίρ Αλόντο, από ένα δρακόντεια φρουρούμενο κέντρο κράτησης, στη διάρκεια επιδρομής ανδρών του. Ο Αλόντο είχε συλληφθεί από το στρατό τον περασμένο χρόνο. Και φυσικά, «περίεργη» είναι και η ίδια η ανάδειξη των δύο οργανώσεων, που φέρονται, όπως σημειώνει η εφημερίδα «Αsia Times», να έχουν λάβει εκπαίδευση από βετεράνους του πολέμου του Αφγανιστάν, με χρηματοδότηση των ΗΠΑ, της Σαουδικής Αραβίας και άλλων χωρών - με άλλα λόγια, φέρονται να έχουν βγει από την ίδια «μήτρα» που γέννησε τους Ταλιμπάν.

Η ειρηνευτική συμφωνία του 1996 που είχε συνάψει η τοτινή κυβέρνηση των Φιλιππίνων με το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Μόρο (MNLF) προέβλεπε ότι θα πραγματοποιούνταν δημοψήφισμα για την αυτονομία του Μιντανάο 5 χρόνια αργότερα, δηλαδή, υποτίθεται, την 14η Αυγούστου εφέτος. Σε αυτό τέθηκε το ερώτημα έαν 10 επαρχίες θα εντάσσονταν στην Αυτόνομη Περιφέρεια του Μιντανάο - η απάντηση που έδωσαν οι ψηφοφόροι, που είναι βασικά χριστιανοί, ήταν «όχι». Η κυβέρνηση της Γκλόρια Αρόγιο διατηρεί τη «συμφωνία εκεχειρίας» που έχει με το MNLF και το MILF: Υποτίθεται πως ποντάρει σε μια «οικονομική ανάπτυξη» στην περιοχή, βασιζόμενη στην αγροτική παραγωγή, τον ορυκτό πλούτο και το εμπόριο με τη Μαλαισία, την Ινδονησία και το Μπρουνέι.

Αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσον η κυβέρνηση εννοεί όσα λέει, ενώ το μέτωπο που έχουν ανοίξει η «Αμπού Σαγιάφ» και το «Πεντάγωνο» δίνει τον πρώτο λόγο στα όπλα.


Μπ. Γ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ