ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 11 Σεπτέμβρη 2005
Σελ. /32
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Η ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Η ζεστασιά δε χαρίζεται, κερδίζεται!

Ωστε, «επίδομα θέρμανσης», ε; «Επίδομα θέρμανσης», για τους ανθρώπους που έδωσαν και δίνουν το αίμα τους για τούτο τον τόπο. Για τους ανθρώπους που έχτισαν και χτίζουν τα κτίρια, τα εργοστάσια, τα νοσοκομεία, τα σχολεία... Που έφτιαξαν τους δρόμους, που έσπειραν τα χωράφια, που έκαναν τη γη και τα σπλάχνα της γης να γεννάνε. «Επίδομα θέρμανσης», λες και έχουμε να κάνουμε με πρόσφυγες ή με ανθρώπους που τους βρήκε κάποιο «φυσικό κακό». Λες και έχουμε να κάνουμε με κάποια «έκτακτη περίπτωση». Κάποια Κατρίνα, που καταπίνει πολιτείες! Κάποιο τσουνάμι, που οδηγεί στρατιές ανθρώπων στο χείλος του γκρεμού.

«Επίδομα θέρμανσης», ε, θεομπαίχτες; Δωράκια και μπιχλιμπίδια συμπόνιας, γι' αυτούς που παράγουν όλα τα υλικά και πνευματικά αγαθά. Γι' αυτούς που ταΐζουν τις μηχανές. Γι' αυτούς που γεμίζουν τις αποθήκες και τα super market με τα προϊόντα της αφθονίας. «Επίδομα θέρμανσης», για την κινητήρια δύναμη! Για τους εργάτες και για τους συνταξιούχους. Για την αφρόκρεμα της παραγωγής και της ζωής. Για τους ανθρώπους, που τους πρέπει η ζεστασιά, γιατί είναι αυτοί που παράγουν τη ζεστασιά. Την κάθε λογής ζεστασιά!

Και σας περισσεύει το θράσος, άχρηστοι! Κουβεντιάζετε, αν πρέπει ή δεν πρέπει να δώσετε το «επίδομα». Αν έχετε ή δεν έχετε χρήματα, σφετεριστές του ανθρώπινου ιδρώτα! Αν πρέπει να δώσετε σε όλους ή στους μισούς. Μια κουβέντα, που γίνεται, για να αποπροσανατολίσει. Για να μεταφέρει το ζήτημα σε άλλο τερέν! Αντί, δηλαδή, να κουβεντιάζουμε, πώς και ποιος έφερε τόσες χιλιάδες ανθρώπους στο κατώτερο όριο της φτώχειας, στο όριο να τυλίγονται οι γέροντες με κουβέρτες και τα παιδιά με εφημερίδες, για να βγει ο χειμώνας, κουβεντιάζουμε για τον εάν πρέπει ή δεν πρέπει να δοθεί το «επίδομα»!

Και εμφανίζετε την υποχρέωση του κράτους, για ζεστό και υγιεινό οικιακό περιβάλλον, σαν φιλευσπλαχνία. Και κρύβετε, με το θόρυβο που σηκώνετε για το «επίδομα», την αποτυχία σας, που οδήγησε μεγάλες στρατιές ανθρώπων στην εξαθλίωση. Και ψάχνετε, δήθεν, τώρα, για «λογιστικούς μηχανισμούς», που θα σας ελευθερώσουν τα χέρια, για να λύσετε το πρόβλημα.

Το «πρόβλημα», όμως, δε λύνεται με αυτόν τον τρόπο και, κυρίως, από εσάς! Γιατί μπορεί, κουτσά στραβά, να βγάλουμε το φετινό χειμώνα. Του χρόνου, όμως, πάλι κρύο προβλέπει η μετεωρολογική υπηρεσία. Ολοι οι χειμώνες φέρνουνε κρύο. Κρύο που δεν αντιμετωπίζεται από κλέφτες και απατεώνες. Από φοροεισπράκτορες και ληστές. Από δράκουλες, που πίνουν ιδρώτα και αίμα. Από δημιουργούς και διαχειριστές άδικων κοινωνικών συστημάτων.

Φτώχυνε η χώρα, κύριοι; Εχουμε «έκτακτο δελτίο θυέλλης»; Ελάτε, λοιπόν, όλοι μαζί να αντιμετωπίσουμε την καταιγίδα! Ελάτε να μοιραστούμε το πετρέλαιο και τα αιρκοντίσιον. Το γκάζι και τα άλλα σώματα θέρμανσης. Πώς; Τι λέτε; «Δε γίνονται αυτά»! Φυσικά και δε γίνονται, με το καλό! Κανένας από εσάς, και από αυτούς που υπηρετείτε, δεν είναι διατεθειμένος να μοιραστεί ούτε τη μύξα του! Φαταούληδες είστε και λαίμαργοι. Μινώταυροι, που χορταίνετε τρώγοντας σάρκες. (Μη θεωρήσετε τα λόγια μου υπερβολή! Σάρκες τρώτε, ωμές μάλιστα, όταν αφήνετε τους γέροντες και τα παιδιά να κρυώνουν. Οταν γεμίζουν τα νοσοκομεία και χάνονται ζωές).

Η λύση, λοιπόν, δεν προέρχεται, ούτε μπορεί να προέλθει, από εσάς. Τη λύση μπορούν, και πρέπει, να δώσουν αυτοί που κρυώνουν. Αρκεί να αλλάξουν το θέμα συζήτησης. Αντί να κουβεντιάζουν, αν θα δοθεί ή δε θα δοθεί το «επίδομα», να κουβεντιάζουν τους τρόπους, και, κυρίως, τους αγώνες, που καταπολεμούνε οριστικά το κρύο!

Τα «επιδόματα», τα κάθε λογής «επιδόματα», οι κάθε λογής «καλοσύνες», όλες οι «ενάρετες» και «φιλεύσπλαχνες» πράξεις της κυβέρνησης, των άλλων κυβερνητικών και παρακυβερνητικών ιδρυμάτων», αλλά και μεμονωμένων ατόμων, πρέπει να βγουν από το λεξιλόγιο των εργαζομένων. Η ζεστασιά, και η ζωή, δε χαρίζεται, κερδίζεται!


Του
Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ


Το σπίτι της Μαρίας Δημάδη δεν υπάρχει πια

Τέλος καλοκαιριού, αρχές φθινοπώρου. Ενα βράδυ του Σεπτέμβρη του 1944 μια γυναίκα βρίσκεται δολοφονημένη έξω από το κοιμητήριο του Αγρινίου με δέκα σφαίρες στην καρδιά...

Δεν ήταν μια άγνωστη για τους Αγρινιώτες. Ηταν η Μαρία Δημάδη, πλούσια, γοητευτική, πασίγνωστη όχι μόνο στο Αγρίνιο αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας. Σήμερα, χάρη στις έρευνες του αξέχαστου Φίλιππα Γελαδόπουλου, ξέρουμε ότι η Δημάδη ήταν μια φλογερή πατριώτισσα που έδινε πολύτιμες πληροφορίες στο ΕΑΜ. Φαίνεται μάλιστα ότι χάρη σ' αυτήν σώθηκε η κυβέρνηση του Βουνού από επικείμενη επίθεση των Γερμανών.

Ισως η μνήμη και η προσφορά της να είχε σβήσει για πάντα - όπως τόσων ανθρώπων στα μεταπολεμικά χρόνια - αν ο Φίλιππας Γελαδόπουλος, ο αγωνιστής και ακούραστος ερευνητής, δεν είχε δει το σπίτι της:

Ηταν γύρω στα '59-'60 όταν πρωταντίκρισε ένα έρημο σπίτι, πνιγμένο σε άγρια βλάστηση και περικυκλωμένο από πελώρια δέντρα... Ρώτησε και έμαθε ότι το σπίτι αυτό έμενε έτσι από τότε που σκοτώθηκε η ιδιοκτήτρια του, σε ηλικία 37 χρόνων, κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες. Ο Γελαδόπουλος φωτογράφισε το σπίτι και έβαλε σαν έναν από τους στόχους της ζωής του να ανακαλύψει την πραγματική Μαρία Δημάδη και τους δολοφόνους της. Η έρευνά του ξεκίνησε το 1962 και κράτησε πάνω από είκοσι χρόνια: κομμάτι κομμάτι κατάφερε να ανασυνθέσει το πραγματικό πρόσωπο της ξεχασμένης πατριώτισσας. Ομως το σπίτι αυτό που θα έπρεπε να είχε διατηρηθεί και να κηρυχτεί ιστορικό μνημείο, σήμερα δεν υπάρχει πια... Το γκρέμισαν (!)

Ο σαραντάχρονος τότε συγγραφέας Γελαδόπουλος περιόδευσε σ' όλη την Ελλάδα, μίλησε με εκατοντάδες ανθρώπους, πέρασε περιπέτειες για να μπορέσει να ολοκληρώσει αυτή την έρευνα, την τόσο δύσκολη σε επικίνδυνες εποχές. Πρώτα μιλάει με τους ανθρώπους γύρω από το σπίτι της - τον μπακάλη, τον υδραυλικό, τη μοδίστρα της, τους γείτονες. Πηγαίνει στα Τρίκαλα, όπου γνωρίζεται με μια φίλη της, γυμνασιάρχη, ταξιδεύει στην άλλη άκρη της Ελλάδας, για να μιλήσει με έναν πρώην χωροφύλακα στο Αστυνομικό Τμήμα Αγρινίου. Φτάνει με λεωφορείο σε απομακρυσμένα χωριά όπου αλωνίζουν τα ΤΕΑ και τα ΜΕΑ. Ο,τι μαθαίνει για τη Δημάδη τα γράφει συνοπτικά με καθαρά γράμματα σε χαρτάκια που κρύβει σε μπουκάλια και τα θάβει στον κήπο του σπιτιού του (γιατί εν τω μεταξύ δεχόταν επισκέψεις της αστυνομίας). Διάσπαρτη η ύπαρξη της Μαρίας Δημάδη κάτω από το χώμα, θα περιμένει εκεί μέχρι το 1984, που ο ερευνητής μάθαινε επιτέλους ποιοι ήταν οι δολοφόνοι της. Τότε κυκλοφορεί την ιστορία της σε βιβλίο «Μαρία Δημάδη, η ηρωίδα της Αντίστασης» που κυκλοφόρησε σε δύο εκδόσεις και εξαντλήθηκε. Ακολούθησε το βιβλίο «Μνήμες και ελεγεία» με 57 ποιήματα αφιερωμένα στη μνήμη της απ' όλο τον κόσμο.

Μια πατριώτισσα...

Η Μαρία Δημάδη θα παρέμενε ίσως μια κυρία του σαλονιού, φιλάνθρωπη και καλλιεργημένη, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο πόλεμος. Μικρό παιδί έπαιζε πιάνο, έμαθε πέντε ξένες γλώσσες, ζωγραφική, διάβαζε και έγραφε ποιήματα, έστελνε συνεργασίες στη «Διάπλαση των Παίδων». Μεγαλώνοντας θα σπουδάσει φιλολογία στο Αμβούργο. Η μητέρα της είναι κόρη μεγάλου εμπόρου καπνών, ο πατέρας της γιατρός και λογοτέχνης. Η Μαρία παντρεύεται, αποκτά ένα κοριτσάκι και χωρίζει. Ο πρώην σύζυγος είναι πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ζει στην Αθήνα, μαζί με το παιδί τους. Εκείνη με την έναρξη του πολέμου δημιουργεί ομίλους γυναικών που πλέκουν για τους στρατιώτες στο Αλβανικό Μέτωπο, εργάζεται η ίδια σαν εθελόντρια νοσοκόμα δίπλα στους τραυματίες. Οι γείτονές της ο αρχιτέκτονας Κώστας Καζαντζής και ο γιατρός Δημήτρης Πανόπουλος, κομμουνιστές, θα τη μυήσουν στο ΕΑΜ (η ίδια δεν έγινε ποτέ μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, όμως αγαπούσε την ιδεολογία και τα μέλη του ΚΚΕ και τα βοηθούσε ολόψυχα). Στην εξοχική της βίλα, στο χωριό Πλάτανος γίνεται η πρώτη Συνδιάσκεψη του ΕΑΜ της περιοχής και εκείνη είναι η πρώτη γυναίκα που οργανώνεται από την Αιτωλοακαρνανία στις γραμμές της Εθνικής Αλληλεγγύης. Βοηθάει να ενταχθεί όλο και περισσότερος κόσμος στο ΕΑΜ (με το κύρος και τη φήμη που έχει σαν φιλελεύθερη μεγαλοαστή).

Γρήγορα η οργάνωση συνειδητοποιεί ότι η Μαρία Δημάδη διαθέτει εξαιρετικές ικανότητες και δυνατότητες που πρέπει να χρησιμοποιηθούν κάπου αλλού: Κομψή, ντυμένη πάντα με την τελευταία μόδα, γλωσσομαθής, «από τζάκι» είναι ο ιδεώδης άνθρωπος που μπορεί να εργαστεί σαν μεταφράστρια των Γερμανών - που ζητούν ήδη διερμηνέα για το φρουραρχείο του Αγρινίου. Αποφασιστική, ριψοκίνδυνη, η Μαρία δέχεται.

Παρακολουθεί τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, κρυφακούει συζητήσεις, ανοίγει βιβλία, διαβάζει απόρρητα έγγραφα και τα αποτυπώνει όλα στο μυαλό της. Χρησιμοποιεί καινούρια καρμπόν για να έχει στα χέρια της λεπτομέρειες των κινήσεων του γερμανικού στρατού, πιάνει γνωριμίες από τον φρούραρχο μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη. Δίπλα της ο ιερέας Κ. Βαλής (που παρουσιάζεται στο Φρουραρχείο σαν ...θείος της και την «εξομολογεί» όλα τα μυστικά των κατακτητών) καθώς και ο βενζινάς Γ. Γιαννούλης, στελέχη και οι δυο του ΕΑΜ.

Τη δολοφόνησαν οι Γερμανοτσολιάδες

Η νέα διερμηνέας πείθει τον διοικητή του Φρουραρχείου να γίνει έρανος για τους φτωχούς της περιοχής, συγκροτούνται επιτροπές (κάτω από το μανδύα του ΕΑΜ!) κι έτσι συγκεντρώνονται 50.000 οκάδες καλαμπόκι, στάρι, λάδι. Οι δέκα χιλιάδες μοιράζονται στους φτωχούς και οι υπόλοιπες 40.000 στέλνονται στον ΕΛΑΣ. Η Μαρία πληροφορεί για όλες τις στρατιωτικές κινήσεις των κατακτητών με συνέπεια τις ήττες τους στο Θερμό, το Μακρινόρος και το Καρπενήσι, όπου κατευθύνονται 50.000 Γερμανοί από Αγρίνιο και Λαμία με στόχο την κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας. Το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ ειδοποιημένο έγκαιρα, δίνει τη μάχη εκεί που θέλει και έτσι η μάχη κερδίζεται - μαζί της και η αντίσταση...

Ωστόσο δεν ήταν οι Γερμανοί που ανακάλυψαν το διπλό της πρόσωπο και τη δολοφόνησαν. Ηταν οι «Ελληνες» Γερμανοτσολιάδες συνεργάτες των Γερμανών που τη σκότωσαν άνανδρα. Πλησίαζε ο καιρός που θα έφευγαν οι κατακτητές και ο Τολιόπουλος, ο αρχηγός τους, ήξερε ότι η Μαρία είχε ακούσει πολλά. Ηταν αυτή που μετέφραζε, ήταν η μόνη που γνώριζε όλες τις συνεννοήσεις των εθνοπροδοτών, τις λεηλασίες τα καψίματα, τις δολοφονίες, όλα τα εγκλήματα που είχαν κάνει οι Γερμανοτσολιάδες και τη φοβούνταν. Επρεπε να βγει από τη μέση πριν να είναι αργά γι' αυτούς. Ετσι άρχισε το χρονικό ενός προδιαγεγραμμένου θανάτου...

Οι Γερμανοί εγκατέλειψαν το Αγρίνιο στις 14 Σεπτέμβρη. Λίγες μέρες πριν οι τσολιάδες πηγαίνουν στο σπίτι της Μαρίας Δημάδη, κόβουν τα τηλεφωνικά καλώδια και της λένε ψέματα ότι τη ζητάνε επειγόντως στο Φρουραρχείο. Τη συλλαμβάνουν, την ανακρίνουν και ισχυρίζονται ότι θα την οδηγήσουν στη φυλακή προσωρινά μέχρι το πρωί, αλλά ο Τολιόπουλος έχει δώσει το σύνθημα: «Το πρωί βγάλτε της και μια φωτογραφία». Με τη βία την οδηγούν δίπλα από τη φυλακή προς το νεκροταφείο. Εκείνη αντιστέκεται, τη βρίζουν, τη σέρνουν. Ζητά να δει τον Τολιόπουλο. Ο τσολιάς υποκρίνεται ότι θα εκτελέσει την παραγγελία της αλλά δίνει το παράγγελμα στο εκτελεστικό απόσπασμα. Μια κραυγή ξεφεύγει από τα χείλη της: «Μανούλα μου!» Δέκα σφαίρες καρφώνονται στην καρδιά της...

... Τότε που μιλούσαμε με το Φίλιππα Γελαδόπουλο για την άγνωστη ηρωίδα, το σπίτι της υπήρχε ακόμα. «Με τα λόγια όλο λένε πως θα φτιάξουν ένα μνημείο» έλεγε ο Γελαδόπουλος. «Αλλά στην πραγματικότητα, τίποτα δε γίνεται»...


Αλίκη ΞΕΝΟΥ - ΒΕΝΑΡΔΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ