Ο Γιώργος Μανιώτης, δικαιωματικά, κατέχει μια ιδιαιτέρως σημαίνουσα θέση στη σύγχρονη ελληνική δραματουργία, καθώς με το κοινωνικά κριτικό, θεματολογικά τολμηρό, δραματουργικά δυναμικό, αλλά και παραγωγικότατο έργο του στις δεκαετίες του '70 και του '80 επέδρασε καθοριστικά στην εξέλιξη της δραματουργίας μας. Το θέατρο του Μανιώτη αποτέλεσε ένα ηχηρότατο «χαστούκι» στην αστική και τη μικροαστική τάξη. Ενα «κατηγορώ» για την υποκρισία, αήθεια, ασυνειδησία, φαύλα ηθικολογία των αστών, αλλά και για την «τύφλα» των μικροαστών μιμητών τους. Ανεξάρτητα από το αν οι συνθήκες του θεάτρου μας ή οι δικές του συγγραφικές αναζητήσεις χάριν της πεζογραφίας απομάκρυναν τον Μανιώτη από τη σκηνή, η παλιά θεατρική δημιουργία του παραμένει ανθεκτική, ενώ η καινούρια θα μπορούσε να συμβάλει ξανά στην παραπέρα εξέλιξη της δραματουργίας μας. Και γι' αυτό το λόγο, λοιπόν, και σαν ελπίδα «επιστροφής» του στο θέατρο, αξίζει να σημειωθεί το γεγονός ότι ο Μανιώτης γιόρτασε τα 30 χρόνια της δραματουργίας του ανεβάζοντας ο ίδιος στο «Ανοιχτό Θέατρο», δύο μονόπρακτά του, υπό το γενικό τίτλο «Ο πιο ευαίσθητος κρίκος». Τι άλλο, αν όχι «ευαίσθητοι κρίκοι» είναι τα κεντρικά πρόσωπα των δύο μονοπράκτων του; Πρόσωπα του καιρού μας και των αδιεξόδων του. Πρόσωπα, με γνήσια ελληνική «ταυτότητα» και ταυτόχρονα οικουμενική.
Στο πρώτο μονόπρακτο, «Το νήμα», ο πολύσημος λόγος του Μανιώτη, δραματικός και ταυτόχρονα σαρκαστικά σχολιαστικός, μιλά για τα αδιέξοδα, την απελπισία, τη μοναξιά, τα αγωνιώδη ερωτηματικά, τη διάχυτη δυστυχία που γεννά στον άνθρωπο η εποχή μας και τη ζωτική ανάγκη του να κρατηθεί από κάποια πίστη, παίρνει το πρόσωπο μιας αστής. Η γυναίκα, «πεινασμένη» για αγάπη, τρυφερότητα, ουσιαστική επικοινωνία, που δεν της προσφέρουν ο κυνικός σύζυγός της και τα αδιάφορά παιδιά της, προσφεύγει σ' έναν άγνωστο για να μιλήσει σ' αυτόν, σαν να ήταν ο ψυχαναλυτής της. Για να εξομολογηθεί τον μέσα της καημό. Να βγάλει στο φως τη δίψα της ψυχής της να δίνει και να της δίνουν αγάπη. Την απελπισμένη σκέψη της πως αν δεν υπάρχει έστω «θεός», αν δε βρει κάτι να πιστεύει και να ελπίζει δεν έχει νόημα η ζωή της. Αυτό το μελαγχολικό, στοχαστικό, ψυχαναλυτικά παραληρηματικό και σχεδόν μονολογικό μονόπρακτο σκηνοθετήθηκε άριστα από τον Μανιώτη. Με ρεαλιστική αλήθεια, αλλά και πικρό χιούμορ. Με κατανόηση και συμπόνια για τον άνθρωπο. Η σοφή σκηνοθετική καθοδήγηση του Μανιώτη απέσπασε από την Μπέλλα Μπερδούση μια εξαιρετική ερμηνεία, τη σημαντικότερη σ' όλη την καριέρα της. Λιτή και αισθαντική ήταν και η ερμηνεία του Νίκου Αναστασόπουλου.
Στο δεύτερο μονόπρακτο «Οντισιόν», ο Μανιώτης με ένα θεόπικρο χιούμορ, με έναν κλαυσίγελο, μιλά για το δράμα, τα επαγγελματικά αδιέξοδα, την ανασφάλεια, την αγωνιώδη προσπάθεια των σημερινών ηθοποιών, ιδίως των νέων, να υπάρξουν επαγγελματικά και καλλιτεχνικά. «Ηρωάς» του είναι ένας νέος, από φτωχή οικογένεια, ηθοποιός, ο οποίος ελπίζοντας να βρει δουλιά προετοιμάζεται για την οντισιόν ενός θιάσου, παίζοντας στο σπίτι του αποσπάσματα μεγάλων ρόλων που διδάχθηκε στη δραματική. Η αγωνιώδης προσπάθειά του να ενσαρκώσει αληθινά, «βιωματικά» τα διάφορα θεατρικά πρόσωπα σαστίζει, εκνευρίζει, τρομάζει τη γιαγιά του. Η αφελής, ανίδεη, βασανισμένη από τη ζωή γριούλα αδυνατεί να κατανοήσει το ψυχικό βάσανο του εγγονού του. Μπερδεύει τα δικά της βάσανα και τη ζωή με το θέατρο. Αγνοεί τη διαφορά ζωής - θεάτρου. `Η, μάλλον, ασυνείδητα αντιλαμβάνεται την άρρηκτη σχέση τους. Αντιλαμβάνεται ότι η ζωή και ο κόσμος όλος είναι μια σκηνή. Συνήθως μια δραματική σκηνή, της οποίας δραματικότατα πρόσωπα είναι και οι ηθοποιοί, όταν βρίσκονται έξω από αυτήν. Ο Μανιώτης δίδαξε το μονόπρακτο με σαρκαστικό χιούμορ, με γνώση και αγάπη για τους ηθοποιούς, αποσπώντας από τον ελπιδοφόρο νεαρό ηθοποιό Γιάννη Γούνα μια εκφραστική και αισθαντική ερμηνεία και από την λαϊκής φλέβας Ειρήνη Χατζηκωνσταντή στιγμές συγκινητικής αλήθειας και αμεσότητας.