Η Σύνοδος αποφάσισε να ικανοποιήσει τις τυπικές προϋποθέσεις που έθετε η Τσεχία (εξαίρεση από άρθρα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων), έτσι ώστε η αντιδραστική Συνθήκη της Λισαβόνας να τεθεί σε ισχύ εντός του χρονοδιαγράμματος, μέχρι τα τέλη του 2009. Πρόκειται για ένα επικίνδυνο για τους λαούς ποιοτικό βήμα στην πολιτική ενοποίηση της ιμπεριαλιστικής ΕΕ. Το ευρωενωσιακό κεφάλαιο θωρακίζει ακόμα περισσότερο τις πολιτικές δομές του, με στόχο να προωθήσει πιο αποφασιστικά και με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα τα συμφέροντά του, στο πεδίο του παγκόσμιου καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Αυτό ακριβώς αναδείχνεται και στα συμπεράσματα της Συνόδου, όπου τονίζεται: «(Το Συμβούλιο) αναγνωρίζει επίσης ότι, όπως έχει τονισθεί στην Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφάλειας, η Ευρωπαϊκή Ενωση πρέπει να καταστεί ικανότερη, να αποκτήσει μεγαλύτερη συνοχή και στρατηγική ως παγκόσμιος παράγοντας, και στις σχέσεις της με τους στρατηγικούς εταίρους, στις γειτονικές χώρες και στις περιοχές που πλήττονται από συγκρούσεις». Σ' αυτήν την κατεύθυνση, επιταχύνεται και η δημιουργία νέων μηχανισμών χειραγώγησης και υποταγής των λαών, όπως η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης.
Σε ό,τι αφορά την οικονομική κρίση, στα συμπεράσματα της Συνόδου επισημαίνεται: «Η απότομη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρώπη έχει αρχίσει να ανακόπτεται, ενώ σταθεροποιούνται οι χρηματοπιστωτικές αγορές και βελτιώνεται η εμπιστοσύνη. Δεν υπάρχουν όμως περιθώρια εφησυχασμού, ιδίως εν όψει της αύξησης των επιπέδων ανεργίας. Η διαφαινόμενη ανάκαμψη χρειάζεται στενή παρακολούθηση και οι πολιτικές στήριξης δεν θα πρέπει να αποσυρθούν έως ότου η ανάκαμψη διασφαλιστεί πλήρως».
Στη βάση του παραπάνω συμπεράσματος, οι κεντρικές κατευθύνσεις στις οποίες κατέληξαν οι «27» εντάσσονται στο ευρωσχέδιο εξόδου από την κρίση, αποτελούν συνέχεια και επιβεβαιώνουν τα συμπεράσματα παλιότερων Συνόδων με το ίδιο αντικείμενο, με τελευταία τη Σύνοδο Κορυφής του περασμένου Ιούνη. Οι κατευθυντήριες γραμμές συνοψίζονται στα εξής:
Σε ό,τι αφορά στη συζήτηση για τις κλιματικές αλλαγές, η Σύνοδος επιβεβαίωσε ότι κάτω από τις υποκριτικές «ευαισθησίες» του κεφαλαίου για το περιβάλλον, κρύβεται ο παγκόσμιος και ενδοευρωπαϊκός ανταγωνισμός για το ποιος θα καταλάβει καλύτερη θέση στο νέο πεδίο υπερκερδοφόρας επιχειρηματικής δράσης που ανοίγεται στο όνομα δήθεν της αποτροπής αρνητικών τετελεσμένων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Σ' αυτό το πνεύμα, το αλισβερίσι με το ποιος θα πληρώσει τι και η λεγόμενη διεθνής χρηματοδότηση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, είναι ο «πράσινος» μανδύας, με τον οποίον προσπαθούν να στηρίξουν την επιδίωξη των ευρωπαϊκών μονοπωλίων να διεισδύσουν στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες και να εκμεταλλευτούν τους φυσικούς πόρους και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές. Αυτό υπηρετεί τόσο η πολύμορφη ενίσχυση των μονοπωλίων της ΕΕ, όσο και η επιβολή «πράσινων» προστατευτικών δασμών απέναντι στα φθηνότερα ασιατικά βιομηχανικά εμπορεύματα.
Γι' αυτό και οι Ευρωπαίοι ηγέτες μίλησαν στη Σύνοδο με τη γλώσσα του χρήματος. Κάτω από τις διακηρύξεις ότι στην επερχόμενη παγκόσμια Σύνοδο της Κοπεγχάγης για το κλίμα «πρέπει να περιληφθούν διατάξεις που θα αφορούν φιλόδοξες δεσμεύσεις από την πλευρά των αναπτυγμένων χωρών για περιορισμό των εκπομπών, κατάλληλα μέτρα μετριασμού από τις αναπτυσσόμενες χώρες, προσαρμογή, τεχνολογία και συμφωνία για τη χρηματοδότηση», το Συμβούλιο φτάνει στο ζουμί και τονίζει στα συμπεράσματα της Συνόδου:
Με άλλα λόγια, οι επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να ρυπαίνουν κανονικά, με το κράτος να αγοράζει και να πουλάει για λογαριασμό τους δικαιώματα στην εκπομπή ρύπων. Την ίδια ώρα, στην άλλη τσέπη της μεγαλοεργοδοσίας θα καταλήγουν τεράστια χρηματικά ποσά από κρατικούς πόρους για την επένδυση στη λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη». Η αναφορά στα υπολογιζόμενα «κόστη» που απαιτεί η στροφή στην «πράσινη οικονομία» είναι ενδεικτική μόνο του πακτωλού που ετοιμάζεται να τσεπώσει εκ νέου το μεγάλο κεφάλαιο: «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθετεί την εκτίμηση της Επιτροπής ότι το συνολικό πρόσθετο κόστος του μετριασμού και της προσαρμογής στις αναπτυσσόμενες χώρες ενδέχεται να ανέλθει ετησίως μέχρι το 2020 σε περίπου 500 δισεκατομμύρια ευρώ (...) Εκτιμάται ότι το συνολικό ύψος της απαιτούμενης διεθνούς δημόσιας στήριξης ενδέχεται να κυμανθεί από 22 έως 50 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως έως το 2020» γράφεται στα συμπεράσματα της Συνόδου.
Σε ό,τι αφορά τη μετανάστευση, η ΕΕ προωθεί τη σκλήρυνση της πολιτικής απέναντι στα θύματα και τους κατατρεγμένους του ευρωενωσιακού και αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Γι' αυτό μεθοδεύει από τη μια την ενίσχυση της FRONTEX, και από την άλλη τη «βελτίωση» της συνεργασίας με τρίτες χώρες, ώστε να αποβάλει από το έδαφος της ΕΕ τους μετανάστες και να τους επαναπροωθεί στο στόμα του λύκου, εκεί δηλαδή όπου - ελέω στρατιωτικών και οικονομικών ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων - οργιάζουν οι πόλεμοι, οι πολιτικές διώξεις, η πείνα και η εξαθλίωση.
Οπως σημειώνεται στα συμπεράσματα της Συνόδου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο «ζητεί να ενισχυθούν οι επιχειρησιακές δυνατότητες της FRONTEX και να προχωρήσει η ανάπτυξή της, και καλεί την Επιτροπή να υποβάλει σχετικές προτάσεις στις αρχές του 2010 (...) ζητά αυξημένη επιχειρησιακή συνεργασία μεταξύ FRONTEX και των χωρών προέλευσης και διέλευσης, διερεύνηση της δυνατότητας τακτικής ναύλωσης σκαφών, με χρηματοδότηση από την FRONTEX, για κοινές πτήσεις επιστροφής».