Μια λαϊκή γειτονιά στο Παρίσι όπου αυτόχθονες και ξένοι ζουν υφασμένοι στην κοινή καθημερινότητα. Η εστία, γύρω από την οποία συσπειρώνεται η τοπική κοινωνία, είναι το δημόσιο σχολείο. Το σχολείο που διατηρεί ακόμη χαραγμένο στην πέτρα, πάνω από την κεντρική είσοδο, το σύνθημα «Ελευθερία - Ισότητα - Αδελφότητα». Σ' αυτό το σχολείο η δεκάχρονη Μιλάνα από την Τσετσενία είναι μαθήτρια στην έκτη δημοτικού και σημαντικό μέλος μιας ευτυχισμένης παρέας παιδιών. Οταν η οικογένεια του Γιουσούφ, ενός συμμαθητή, απελαύνεται, τα παιδιά αισθάνονται να απειλείται η ευτυχία τους που ταυτίζεται με τις ισορροπίες της ομάδας, αντιλαμβάνονται ότι δε θα αργήσει η ώρα που θα απελαθεί και η αγαπημένη σε όλους Μιλάνα που κι αυτή είναι «χωρίς χαρτιά». Ετσι, αποφασίζουν να περάσουν σε δράση, παίρνουν πρωτοβουλία ανεξάρτητα από τους γονείς τους, ίσως και εναντίον τους, για να γλιτώσουν τη φίλη τους από την απέλαση κι ορκίζονται να μη χωρίσουν ποτέ.
Ο Γκουπίλ αποδομεί το ευρύτατο πολιτικό θέμα της μετανάστευσης, απομονώνει τη διάσταση της απέλασης ενός παιδιού «χωρίς χαρτιά» και την εκτοξεύει στη σχολική κοινότητα καταγράφοντας το σφυγμό των παραληπτών μέσα από τις αντιδράσεις, τις απόψεις και τον τρόπο που αντιμετωπίζουν ατομικά και συλλογικά το ζήτημα. Πρωτίστως αναδεικνύεται μια γενικευμένη αλληλεγγύη προς τους ξένους, που όσο όμως εξελίσσεται η ιστορία αναμειγνύεται με φόβο, ανησυχία και πισωγυρίσματα. Στην ταινία εκτίθενται διαφορετικές θέσεις και απόψεις που αντικατοπτρίζουν τη διαμάχη στην κοινωνία που αγγίζει τόσο το επίμαχο θέμα των «χωρίς χαρτιά» μεταναστών, όσο και τη στάση και την πρακτική των αυτόχθονων. Χαρακτηριστική είναι η αντίφαση, που, για παράδειγμα, διέπει ένα και το αυτό άτομο. Αμέριστη αλληλεγγύη προς τους πάσχοντες αφ' ενός, αναπαραγωγή αφ' ετέρου των κυρίαρχων απόψεων της δημόσιας αντιπαράθεσης. Μεταρρυθμιστικές θέσεις περισσότερο ή λιγότερο προωθημένες εκφράζουν η μητέρα, ο πατέρας και οι δάσκαλοι, αντιδραστικές ο αδελφός της μητέρας, ενώ οι θέσεις των παιδιών, που αρθρώνονται μάλλον σαν αίσθηση, ανάγονται σε ουτοπία, μια που δε συγκεντρώνουν τη δέουσα βαρύτητα. Από αντιφάσεις διέπεται και η εικόνα των παιδιών, μια που αυτά είναι και προϊόν της καπιταλιστικής κοινωνίας και του εκπαιδευτικού της συστήματος που διδάσκει την «επιχειρηματικότητα» - κάτι που εφαρμόζουν πιστά φτιάχνοντας και πουλώντας πειρατικά DVD με videogames, αλλά ταυτόχρονα και προϊόν μιας οικογένειας πολιτικά ενεργών ατόμων με αξίες, ανησυχίες, συμμετοχή στα κοινά και «εσωτερικούς» κανόνες συνύπαρξης και αλληλοσεβασμού μεταξύ τους.
Αραγε, τι δρόμο επέλεξαν αργότερα οι μικροί ανυπάκουοι της ταινίας; Εκείνον του να σηκώνεις τα χέρια ψηλά όπως όταν παραδίδεσαι, ή διδάχθηκαν κάτι από την παρακαταθήκη της μικρής τους νίκης, με τη νομιμοποίηση της μικρής Μιλάνα;
Παίζουν: Βαλέρια Μπρούνι - Τεντέσκι, Ρομάν Γκουπίλ, Ιπολίτ Ζιραρντό, Λίντα Ντουντάεβα, Ζιλ Ριτμανίκ, κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία (2010).
Η γραμμική αφήγηση δεν αναφέρεται στο πριν και το μετά, στο ειδύλλιο και την τραγωδία, αλλά περιορίζεται στις συνέπειες της τελευταίας. Το ζευγάρι της ταινίας, η Μπέκα και ο Χάουι, προσπαθεί, οκτώ μήνες μετά το θάνατο του τετράχρονου γιου τους σε αυτοκινητικό δυστύχημα, να συγκολλήσει τα κομμάτια της ζωής του και της σχέσης του. Ο πόνος είναι μεγάλος, δεν περνά κι ούτε πρόκειται να περάσει, δεν βοηθούν ούτε οι συναντήσεις με την ομάδα των ομοιοπαθών γονέων, ούτε οι φίλοι που δεν ξέρουν πώς να φερθούν, ούτε κι οι συγγενείς, που μάλλον χειροτερεύουν τα πράγματα. Οι δύο σύζυγοι αδυνατούν να διαχειριστούν την κατάσταση, ακροβατούν επικίνδυνα σε τεντωμένο σκοινί, ακολουθώντας διαφορετική πορεία στη διαδικασία αποδοχής και επεξεργασίας της απώλειας. Η Μπέκα αποτραβιέται στην απομόνωση και σβήνει τα ίχνη της ύπαρξης του μικρού εξαφανίζοντας από τη θέα όποιο δικό του αντικείμενο. Και ο Χάουι κι αυτός δεν αντέχει την πραγματικότητα και προσπαθεί να δραπετεύσει είτε μέσα από το χασίς, είτε ξοδεύοντας τον περισσότερο χρόνο του εκτός οικίας. Ο Χάουι συλλέγει με μανία ό,τι θα μπορούσε δυνητικά να συνδεθεί με το γιο του. Βυθίζεται στις ευτυχισμένες αναμνήσεις των στιγμών που βιντεοσκόπησε με το κινητό του, όλο και πιο βαθιά. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο όταν η Μπέκα αρχίζει ένα, ανεπιτυχές, κρυφτούλι, που κυριαρχεί σε όλο το πρώτο μέρος, με ένα άγνωστης ταυτότητας αγόρι που αποδεικνύεται ότι βρισκόταν στο τιμόνι του αυτοκινήτου που πήρε τη ζωή του γιου της ...
Ο Κάμερον Μίτσελ επανακάμπτει με ένα φιλμ διαφορετικό από προηγούμενες δουλειές του, με την ειρωνεία που χαρακτηρίζει γενικά τις ταινίες του να αντικατοπτρίζεται σε ένα περίβλημα ιδιαίτερα ντελικάτο. Ο σκηνοθέτης επικεντρώνει στην εσωτερική δυναμική του ζευγαριού, κάτι που ταυτόχρονα αποδυναμώνει το κομμάτι με τις συνέπειες της τραγωδίας σε ένα ευρύτερο φάσμα, σε όψεις και αποχρώσεις της κοινωνικής ζωής και περιορίζει τα όρια τόσο της λεπτότητας όσο και του βάθους του θέματος. Ενα από τα κλειδιά της ταινίας είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, οι οποίες, έστω τεχνητές, μη φυσικές ή ανιαρές, παραμένουν το μοναδικό σημείο επαφής με την πραγματικότητα, η μόνη αντιπαράθεση στην απομόνωση που εξωθεί ένας τόσο έντονος πόνος, επακόλουθο μιας τραγωδίας. Μια απλή ιστορία με καλογραμμένους διαλόγους και αρκετό παιχνίδι πάνω σε αυτό που δε λέγεται...
Παίζουν: Νικόλ Κίντμαν, Ααρον Εκχαρτ, Σάντρα Ο, Νταϊάν Γουίστ, Τζιανκάρλο Εσπόζιτο, Μάιλς Τέλερ κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).
Ο 18χρονος Σίλβιου, που πέρασε τα τελευταία τέσσερα χρόνια σε φυλακή ανηλίκων, πρόκειται να αποφυλακισθεί σε πέντε μέρες, όταν μαθαίνει ότι η μητέρα του, που ζει για χρόνια, χωρίς να δίνει σημεία ζωής, κάπου στην Ιταλία, βρίσκεται για λίγο στη Ρουμανία, σκοπεύει όμως να επιστρέψει στην Ιταλία παίρνοντας μαζί της τον μικρό της γιο. Μικρός, δοκίμασε κι ο Σίλβιου μαζί της, τη δύσκολη κι άχαρη ζωή των παράνομων, κυνηγημένων μεταναστών στον ιταλικό παράδεισο, χρόνια που θεωρεί αιτία της κακοδαιμονίας του. Το μόνο που τον απασχολεί πια είναι να εμποδίσει την αναπαραγωγή του ίδιου μοντέλου. Κι επειδή ο θεατής γνωρίζει ότι ο Σίλβιου μεγάλωσε τον μικρό του αδελφό σαν γονιός, αντιλαμβάνεται την πίκρα και την απελπισία που διαγράφεται στο βλέμμα του, στη χαρακιά ανάμεσα στα σφιγμένα του φρύδια. Δεν θέλει να χαραμιστεί και η ζωή του μικρού, όπως η δική του. Εξ ου και το ενστικτώδες ξέσπασμά του που οδηγεί στο δράμα με τους ομήρους και τη μοναδική, με άπειρα συναισθήματα, σκηνή με την μητέρα του, τότε που ο Σίλβιου περνάει από την υποταγή στο ξέσπασμα.
Κοινωνικός ρεαλισμός σε φυλακές ανηλίκων, όλα τα υλικά για ένα ωμό δράμα, σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούν καψώνια, πληρωμές με τσιγάρα, λεκτικές προκλήσεις και απογοήτευση που οδηγεί σε απελπισμένη βία. Ολη η βρωμερή, θλιβερή και ρουτινιάρικη ζωή της φυλακής χωράει σε ένα επαναλαμβανόμενο γεύμα, όπου οι έγκλειστοι τρώνε υπό το βλέμμα των επιτηρητών και συνοδεία εκκωφαντικής λαϊκής μουσικής που βγαίνει από ένα παλιό ραδιόφωνο. Είναι η μοναδική φορά που το φιλμ ντύνεται με μουσική, κάτι που ρίχνει μια περίεργα επιτηδευμένη νότα στη σκηνή, τη φορτισμένη με φόβο και αγωνία. Αντί, όμως, για την αμερικάνικη λύση με άγονη και βίαιη έκρηξη, εδώ το κέντρο βάρους βρίσκεται στον εσωτερικό αγώνα του ήρωα, στο συναίσθημα της ανθρώπινης αδυναμίας του και της απελπισίας του.
Δυνατός ρεαλισμός στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Φλορίν Σέρμπαν με καταγεγραμμένα υπαινικτικά σχόλια για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που πνίγει τους ανεπιθύμητους στην Ιταλία Ρουμάνους (πολίτες της ΕΕ), όπως και τους Ρουμάνους Ρομά, (πολίτες της ΕΕ) που απελαύνει η Γαλλία κι εκείνος ο απαράδεκτα μεγάλος αριθμός του ρουμάνικου λαού (πολίτες της ΕΕ) που ζει βουτηγμένος στη μαύρη φτώχεια και την εξαθλίωση. Ο ρεαλισμός φτιάχνει σκηνές που κοιτάζουν μπροστά, όχι μόνο μέσα από τα ασυνήθη πορτρέτα των νεαρών Τσιγγάνων, όσο και μέσα από την αναλαμπή συμπόνιας στο βλέμμα της νεαρής κοινωνικής λειτουργού, η οποία στα μάτια του Σίλβιου αποκτά σημαντικό ρόλο. Αντιπροσωπεύει μια φυσιολογική ζωή με την αγάπη που εκείνος ονειρεύεται. Ομως, η συγκινητική προσπάθεια του Σίλβιου για μια άλλη ζωή πέφτει στο κενό και αποδεικνύεται πρακτικά αδύνατη...
Παίζουν: Γκεόργκε Πιστιρεάνου, Αντα Κοντεέσκου, Κλάρα Βόντα, Λαουρέντιου Μπανέσκου, Μιχάι Κονσταντίν κ.ά.
Παραγωγή: Ρουμανία, Σουηδία (2010).