ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 12 Νοέμβρη 2003
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Πολυφωνικό ρεπερτόριο
Αλληγορικά «Γουρουνάκια κουμπαράδες»

«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;»
«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;»
Η «Πολιτιστική Παρέμβαση» συνεχίζει τη σοβαρή - θεματολογικά και αισθητικά - πρότασή της για ένα εύληπτο, χαρούμενο, ψυχο-διανοητικά αρμόζον, αισθητικά καλλιεργητικό, θεματολογικά ευνόητο και ηθικοκοινωνικά διδακτικό θέατρο για τα μικρά παιδιά. Φέτος το χειμώνα, στεγαζόμενη στο θέατρο «Λαμπέτη», παρουσιάζει το θεατρικό παραμύθι του πολυαγαπημένου συγγραφέα των παιδιών και πολυγραφότατου Ευγένιου Τριβιζά «Τα γουρουνάκια κουμπαράδες». Μια ευθύβολη αλληγορία, που με πρόσχημα τους γουρουνόμορφους παιδικούς κουμπαράδες προϊδεάζει το παιδικό κοινό για ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία μας. Τη ληστρική, ακόμα και με βίαια μέσα, αρπαγή του κοινωνικού πλούτου από ένα σατανικό, μαφιόζικο, αχόρταγο ανθρωπόμορφο «λύκο», που για να συγκεντρώνει όλο τον πλούτο στην μπάνκα του εκμεταλλεύεται και με άλλο τρόπο τα φτωχά γουρουνάκια. Μεταμορφώνει τα απερίσκεπτα, αφελή, πεινασμένα γουρουνάκια σε λυκο-διώκτες των ομοίων τους, της φτωχολογιάς. Οταν, όμως, τα γουρουνάκια αντιληφθούν τους τρόπους εκμετάλλευσής τους, με την αλληλεγγύη, την αφύπνιση των φουκαράδων διωκτών τους και τη συσπείρωσή τους, τιμωρούν μια για πάντα τον αρχιλύκο, μοιράζουν ισότιμα τον πλούτο και τότε ζουν αδερφωμένα και ευτυχισμένα.

Το παραμύθι, σκηνοθετημένο απλά και κατανοητά (Γιάννης Βούρος), με πολύχρωμα λειτουργικά σκηνικά και κοστούμια, με εύηχα τραγούδια, με εκφραστική, μιμική κίνηση και ερμηνευμένο από τους ηθοποιούς με υποκριτική χάρη αλλά και με συναίσθηση της μεγάλης ψυχ-αγωγικής ευθύνης που αναλογεί στο θέατρο για παιδιά, προσφέρει και διδαχή και χαρά στον παιδόκοσμο.

«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» στο «Λαμπέτη»

«Καμπαρέ»
«Καμπαρέ»
Οταν το 1962 ο Εντουαρντ Αλμπι έγραψε το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» - θυμίζοντας με τον ποιητικίζοντα, αλληγορικά λογοπαικτικό τίτλο του αφ' ενός κυριολεκτικά, το φοβικό, ουσιαστικά, ομότιτλο στα αγγλικά παιδικό τραγουδάκι (στα ελληνικά «Λύκε, λύκε είσαι εδώ;») και, αφ' ετέρου μεταφορικά, το διαταραγμένο συζυγικό βίο και την αυτοκτονία της κορυφαίας των αγγλικών γραμμάτων Βιρτζίνια Γουλφ, με την ωμότατη, σκληρή αλήθεια του και με τη μοναδική βωμολοχική λέξη (fuck you) που τόλμησε να περιέχει το έργο του και μάλιστα διά στόματος γυναικείου πρωταγωνιστικού προσώπου, της Μάρθας - έδωσε ένα ηχηρό χαστούκι όχι μόνο στην αμερικανική αστική τάξη, αλλά και στη συμβιβασμένη αμερικανική διανόηση. Ο Αλμπι, μέσα από την αλληλοσπαρακτική συζυγική σχέση δύο ζευγαριών και την τυχαία συναναστροφή τους ένα βράδυ - ένα βράδυ, γεμάτο αλκοόλ, ψεύδη και αλήθειες, αλληλοαποκαλύψεις, «αλληλομαχαιρώματα» - έπλασε ένα συνταρακτικό ψυχολογικό, υπαρξιακό δράμα. Κάτω, όμως, από την επιφάνεια του έργου κρυβόταν ένας βαθύς κοινωνικοπολιτικός προβληματισμός, που αποκάλυπτε τα κατά συνθήκη ψεύδη, τον ταξικό κυνισμό, τη συναισθηματική αναπηρία, την ψυχοπάθεια, τον εκτραχηλισμένο κοσμοπολιτισμό, τον πουριτανισμό αλλά και τη σάπια ηθική της αστικής τάξης, που μολύνει και τους εξευτελιστικά εξαρτημένους από αυτήν διανοούμενους.


Το έργο του Αλμπι, σε όποια χώρα παίχτηκε στη δεκαετία του 1960, αποτελούσε «σκάνδαλο» και «σοκ». Σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, ο αχαλίνωτος εκτροχιασμός της αμερικανικής αστικής τάξης έχει μολύνει όχι μόνον όλη την αμερικανική κοινωνία αλλά και την κοινωνία πολλών χωρών του κόσμου. Ανθρωποι σαν τα τέσσερα πρόσωπα του έργου του Αλμπι διαμορφώνονται όλο και περισσότερο και στην ελληνική κοινωνία. Και ο ηθικός τους κατήφορος εκδηλώνεται και με τον εθισμό της σε μια ακατάσχετη, χωρίς κανένα φραγμό βωμολοχία. Με τη σκέψη αυτή, πριν μερικά χρόνια, η Τζένη Καρέζη και ο Σταμάτης Φασουλής μετέφρασαν το έργο, εκσυγχρονίζοντας και «εμπλουτίζοντάς» το και βωμολοχικά. Είναι μια άποψη κι αυτή. Πάντως, ου εν τω πολλώ το ευ. Η μία και μόνη βωμολοχία του Αλμπι, αν ερμηνευόμενη εκπέμπει το βάθος του μίσους και του ψυχολογικού άλγους, χαράσσει, σαν κόψη ξυραφιού, βαθύτερα απ' ό,τι οι ακατάσχετες βρισιές, που εν τέλει χάνουν το νόημά τους. Σ' αυτή τη μετάφραση - και με άλλες βωμολοχικές προσθέσεις - παρουσιάζεται το έργο, στο «Λαμπέτη». Μέσα στο μεγαλοαστικά γκρίζο, «παλιωμένο» και «διαταραγμένο» ρεαλιστικό οικιακό χώρο που φιλοτέχνησε ο Γιώργος Πάτσας, με αρμόζοντες φωτισμούς (Ανδρέας Μπέλλης), ο Γρηγόρης Βαλτινός έστησε μια σεμνή, ρεαλιστικής αλήθειας και υποδόριας ποιητικότητας παράσταση, καθοδηγώντας σε αυτό το δρόμο και τις ερμηνείες. Η ερμηνεία του ίδιου στάλαζε την πίκρα και του εξαγορασμένου συζύγου και του ηττημένου επιστήμονα. Η Πέμη Ζούνη, στο πρώτο μέρος, με υπερβάλλοντα ζήλο ερμήνευσε τη Μάρθα σαν ένα μοντέρνα κυνικό θηλυκό «θηρίο», επιτυγχάνοντας, όμως, στο δεύτερο μέρος να αναδείξει τον τραυματικό ψυχισμό του προσώπου. Το νεανικό ζευγάρι, που «εγκυμονεί» μια ίδια ζωή και σχέση με το μεσήλικο ζεύγος, ερμηνεύεται με μέτρο και αλήθεια από τους ελπιδοφόρους νέους ηθοποιούς Μάνο Γαβρά και Μαρία Καλλιμάνη.

«Καμπαρέ» στο «Βεάκη»

Στη Γερμανία του Μεσοπολέμου άκμασε το θέατρο-καμπαρέ. Ενα θεατρικό είδος αιχμηρής, επίκαιρης πολιτικής σάτιρας, που ήταν «γέννημα»-κράμα των παραδόσεων του λαϊκού θεάτρου ποικιλιών, του καυστικού, αντιπολεμικού γερμανικού εξπρεσιονισμού που φούντωσε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και των, επηρεασμένων από τη μαύρη τζαζ, νέων ευρωπαϊκών μουσικών αναζητήσεων. Το είδος αυτό, που επηρέασε βαθύτατα τον Μπρεχτ και ανέδειξε τον Καρλ Βάλεντιν και αρκετούς άλλους μεγάλους δημιουργούς (κειμενογράφους, συνθέτες, ερμηνευτές, χορευτές), πολλοί από τους οποίους ήταν Εβραίοι, υπήρξε ένα από τα μεγάλα θύματα του ναζισμού στον τομέα του πολιτισμού. Ο εξευτελισμός, οι διώξεις, οι δολοφονίες και η διαφυγή στο εξωτερικό πολλών δημοφιλών προοδευτικών καλλιτεχνών του είχαν συνέπεια την αποδυνάμωση, την καλλιτεχνική αλλοίωση έως και τον εκφυλισμό του είδους στα χρόνια ανόδου του ναζισμού στην εξουσία. Αυτή την περίοδο αποτύπωσε, εν μέρει και με τον αμερικανικό τρόπο της, η γνωστή ταινία «Καμπαρέ».

Με βάση την ταινία, το κείμενο του Τζο Μάστερφ, τη μουσική του Τζον Κάντερ και στίχους του Φρεντ Εμπ (την εξαιρετική απόδοσή τους στα ελληνικά υπογράφει ο Γιάννης Καλατζόπουλος), ο ταλαντούχος σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης συνέθεσε μια πολύ ενδιαφέρουσα αισθητικά και θεαματικά πρωτότυπη και ελκυστική παράσταση, χωρίς να μιμηθεί στο παραμικρό την ταινία, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με άλλα ανεβάσματα, πασίγνωστων από την κινηματογραφική εκδοχή τους, αμερικανικών μιούζικαλ. Η παράσταση αναδείκνυε το διάχυτο σ' όλη την κοινωνία αλλά και στο θέατρο ναζιστικό ζόφο, τα απομεινάρια των παλαιών αισθητικών χαρακτηριστικών του θεάτρου-καμπαρέ, την εκφυλιστική αλλοίωση της μορφής και του περιεχομένου του, την εκμετάλλευση, την εργασιακή ανασφάλεια, την ψυχολογική και ηθική κατάπτωση των καλλιτεχνών του.

Στο πραγματικά πολύ καλό παραστασιακό αποτέλεσμα συνέβαλαν δημιουργικά όλοι οι συντελεστές. Το αισθητικά μοντέρνο, λιτό και λειτουργικό σκηνικό του Γιώργου Ασημακόπουλου. Τα ωραία κοστούμια του Γιάννη Παπαδόπουλου. Η θαυμάσια χορογραφική δουλιά της Κατερίνας Παπαγεωργίου. Η προσεγμένη ενορχήστρωση του Γιούρι Στούπελ, η καλοδιδαγμένη ζωντανή ορχήστρα και η ερμηνεία όλων των ηθοποιών. Ευχάριστη έκπληξη ήταν η γλυκύτατη ερμηνεία και το τραγούδι της πολυασκημένης και εμπειρότατης στο κλασικό θέατρο αλλά και πρωτόπειρης στο μιούζικαλ Αντιγόνης Γλυκοφρύδη. Ανάλογα ταιριαστή ήταν και η ερμηνεία του Τάσου Κωστή. Πολύ ενδιαφέρουσα ήταν η πολύσημη, «δαιμόνια» ερμηνεία του Ακη Σακελλαρίου (κομπέρ). Ο λόγος του, όμως, δεν καλοπροφέρεται κάποιες στιγμές. Η Εβελίνα Παπούλια, εκτός από τη χορευτική, επέδειξε και ερμηνευτική ικανότητα σε δύσκολα τραγούδια, και είχε μερικές εξαιρετικές δραματικές στιγμές.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ