ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 20 Γενάρη 2012
Σελ. /40
Αμερικάνικο πανόραμα!

Με αποκλειστικά αμερικάνικες παραγωγές πηγαίνει η βδομάδα αυτή. Το φιλμ «Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΧΟΡΕΥΤΗΣ ΤΟΥ ΜΑΟ» δεν το είδαμε γιατί η δημοσιογραφική του προβολή πραγματοποιήθηκε την Τρίτη, μέρα παναττικής απεργίας. Οι υπόλοιπες τέσσερεις ταινίες σας περιμένουν. Εμείς, πάντως, σας συστήνουμε απερίφραστα να δείτε με τα παιδιά σας «ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ» του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Και να το συζητήσετε!


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΚΛΙΝΤ ΙΣΤΓΟΥΝΤ
J. Edgar

Ο Κλιντ Ιστγουντ σκηνοθετεί αυτήν την φορά, τη βιογραφία του Τζον Εντγκαρ Χούβερ του ιδρυτή και επί σαράντα χρόνια επικεφαλής του FBI (Federal Bureauof Investigation). Το γεγονός ότι καθ' όλη την περίοδο της βασιλείας Χούβερ οργίαζαν οι φήμες που τον ήθελαν κρυφό ομοφυλόφιλο, που φορούσε κάπου - κάπου και γυναικεία ρούχα, τον καθιστά επιπλέον «ενδιαφέροντα» για τον εμπορικό κινηματογράφο. Ο Χούβερ που ενέπνεε θαυμασμό, αλλά κυρίως φόβο, ήταν ο άνθρωπος πίσω από την αντικομμουνιστική εκστρατεία και το κυνήγι των μαγισσών.

Ξεκίνησε το 1919, 24χρονος υπαλληλίσκος του υπουργείου Δικαιοσύνης με παντιέρα τον ισχυρισμό ότι οι μπολσεβίκοι σχεδίαζαν με πλήρη σοβαρότητα να καταλάβουν βίαια την εξουσία στις ΗΠΑ. Οι βομβιστικές προβοκάτσιες πριν από κάθε «απαντητικό χτύπημα» του Χούβερ συνέβαλαν στη διαμόρφωση ενός όλο και πιο γόνιμου κλίματος στην αξίωσή του να του δοθούν ελεύθερα χέρια για την οργάνωση της ειδικής υπηρεσίας για την άμυνα, κυρίως όμως την πρόληψη της μολυσματικής ασθένειας του κομμουνισμού. Οι προσδοκίες λοιπόν από την ταινία του Ιστγουντ ήταν μεγάλες, ιδιαίτερα σήμερα, που όχι μόνο ο διεθνής αντικομμουνισμός αλλά η αναίσχυντη καταπάτηση των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλο και θεριεύουν ...

Ο Ιστγουντ, ωστόσο, επιλέγει να αναφερθεί επιγραμματικά και χωρίς σχόλια στο ρόλο του συστήματος κύρια που στήριξε και ανέδειξε τον Χούβερ σε δημόσιο πρόσωπο με υπέρμετρη εξουσία. Ψάχνει, αντίθετα, για τις ρίζες της πολιτικής του συμπεριφοράς στην προσωπική /ιδιωτική του ζωή και τα ψυχολογικά του τραύματα. Από τα μισά σχεδόν της ταινίας επικεντρώνεται αποκλειστικά και μόνο στις σκοτεινές πλευρές του ήρωά του. Και μολονότι οι ειδωλολατρικές σχέσεις με τη μητέρα που τον ευνουχίζει οδήγησαν - κατά την ταινία - στη μοναξιά, στον τραυλισμό, στην ομοφυλοφιλία, στο φόβο του για τον έρωτα, στην πιθανή του σχέση με τον κατά πέντε χρόνια νεότερο συνάδελφό του Κλάιντ Τόλσον παραμένουν εν ισχύι σαν φήμες, ο σκηνοθέτης επιλέγει να σταθεί σε αυτά ως να υπήρχε εκεί όλη η αλήθεια! Μα ο ίδιος ο Χούβερ ομολογεί στη μητέρα του ότι αυτά τα κάνει και για τα λεφτά: «Ολόκληρα 3.000 δολάρια το χρόνο». Είναι ένας καριερίστας βουτηγμένος στο φόβο, τον οποίο πρέπει να μεταγγίσει και στους συμπολίτες του για να δικαιολογήσει και να διασφαλίσει και τη θέση και την ύπαρξή του...

Η ταινία, με αφήγηση μακριά από κάθε ακαδημαϊσμό, παίζει με τα γεγονότα, χαρτογραφώντας τη μνήμη του 70χρονου πια Χούβερ που στο λυκόφως της ζωής του αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, υπαγορεύοντας τις αναμνήσεις του, όπου διασταυρώνονται αλήθειες και ψέματα. Ετσι ξεκινά η πρώτη αφηγηματική στρατηγική που συνίσταται σε επαναληπτικά φλας μπακ - όχι πάντα με χρονολογική σειρά - στη βάση του υπαγορευόμενου κειμένου. Αργότερα η πρώτη αυτή γραμμή θα διασταυρωθεί με μια άλλη που ξεκινά γύρω στο 1962, τη χρονιά που δολοφονήθηκε ο πρόεδρος Κένεντι. Στα φλας μπακ αυτά καθαυτά δεν υπάρχει λάθος. Ομως, σχετικά νωρίς η αφήγηση αρχίζει να «πηδάει» προς διάφορες κατευθύνσεις, τόσο στο παρελθόν όσο και σε διαφορετικές καταστάσεις στο παρόν, με κινήσεις ασαφείς που επιφέρουν μάλλον σύγχυση στην ανάγνωση. Σε πολλά σημεία αισθάνεσαι σαν θεατής ότι πρέπει να σταματήσεις και να σκεφθείς αν η αφήγηση θα επανέλθει σε κάποιες σκηνές που άφησε ανοιχτές για να τις ολοκληρώσει. Π.χ. η περίπτωση της απαγωγής του μικρού γιου του πιλότου. Συχνά πυκνά επανέρχεται η αίσθηση ότι πλατειασμοί και πλήθος λεπτομερειών κάνουν την αφήγηση να μη «νετάρει».

Η ταινία με το άτσαλο μοντάζ της δείχνει να μην είναι σίγουρη για την προσέγγιση που επέλεξε. Δεν παρουσιάζει τον Χούβερ σαν θετικό ήρωα. Ωστόσο, δείχνει γοητευμένη από τη δύναμη και τη μακροζωία του στην κορυφή του FBI. Ο σκηνοθέτης δικαιολογεί τον ψυχικά αναξιοπαθούντα Χούβερ, αγνοώντας όμως επιδεικτικά την πολιτική πραγματικότητα της εποχής. Γιατί, για την πλειοψηφία των Αμερικανών αυτά που συνέβησαν με διαταγές Χούβερ τους κάνουν να ντρέπονται και να αισθάνονται τύψεις. Αυτό είναι το βασικό σημείο και θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με περισσότερη σοβαρότητα.

Αποτυχημένη η προσπάθεια της ταινίας να βουτήξει με άπνοια στα εσώψυχα ενός άνδρα που σημάδεψε με τον αντικομμουνισμό και το ρατσισμό του την Αμερική για δεκαετίες. Θα μπορούσε βέβαια το όλο να έχει εξελιχθεί σε ενδιαφέρον ιστορικό σχόλιο - από τον δεξιό Ιστγουντ δεν περιμένεις σπουδαία πολιτικά σχόλια - για ένα σκουπίδι της Ιστορίας. Η σημαντική συμβολή του Ντι Κάπριο δεν στάθηκε ικανή να αποτρέψει τον Ιστγουντ από το σκουντούφλημα ...

Παίζουν: Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Αρμι Χάμερ, Ναόμι Γουότς, Τζούντι Ντεντς, Τζος Λούκας, κ.α.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).

ΣΤΙΒΕΝ ΣΠΙΛΜΠΕΡΓΚ
Το άλογο του πολέμου

Μεγαλειώδης, κλασική και επική η ταινία που θυμίζει τον παλιό καλό κινηματογράφο που πριν πολλές δεκαετίες χάρισε στο Χόλιγουντ το καλό του όνομα, με την οποία επανέρχεται στο προσκήνιο ο Στίβεν Σπίλμπεργκ. Με την κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου παιδικού βιβλίου του Michael Morpugo από το 1982, ο Αμερικανός σκηνοθέτης σε κάνει να ονειρεύεσαι αλλά και να συνειδητοποιείς ότι μάλλον είναι ο τελευταίος σκηνοθέτης που σε κάνει ακόμα να ονειρεύεσαι. Η ταινία που συνιστά τον ορισμό της «τοιχογραφίας» στον κινηματογράφο, καταχωρείται στο παραδοσιακά επικό σινεμά και μετατρέπεται σε όχημα για αξίες απλές και ευγενικές, με τον τρόπο που τις υπεράσπισαν οι μεγάλες κινηματογραφικές εποποιίες.

Η ταινία εντυπωσιακή και τιθασευμένη τόσο όσο έχει μάθει κανείς να περιμένει από τον Σπίλμπεργκ. Η μεγάλη της διάρκεια και η πληθώρα των χαρακτήρων που παρελαύνουν δεν μας επιτρέπουν να εμβαθύνουμε σε κάποιον εκτός από το καθαρόαιμο πουλάρι τον Τζόι, τον πραγματικό δηλαδή πρωταγωνιστή της ταινίας που έχει - σχεδόν - ανθρώπινα αισθήματα. Το μοναδικό που του λείπει είναι ο λόγος.

Η ταινία αρχίζει με την γέννηση του Τζόι και ο Σπίλμπεργκ σαν μεγάλος παραμυθάς παίρνει τον χρόνο που χρειάζεται για να παίξει με ό,τι στοιχειοθετεί την στέρεη βάση της αφήγησης προτού αποκαλύψει ξεκάθαρα το κυρίως θέμα του, προτού προσκολληθεί σ' αυτό και συνεχίσει έτσι ως το τέλος. Εκθέτει λοιπόν - μέσα από κατατοπιστική εισαγωγή - τους ακρογωνιαίους λίθους του δράματος που θα παραμείνουν παρόντες σε όλη την πορεία. Επικεφαλής ο νεαρός Αλμπερτ και οι γονείς του, όπως και ο συνομήλικος φίλος και ο συνομήλικος αντίπαλος, που από κοινού θα βρεθούν στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Παρουσιάζει το καθαρόαιμο πουλάρι Τζόι και πάνω απ' όλα τη γη, σαν στοιχείο - κλειδί της ταινίας. Η συγκινητική φιλία ανάμεσα στον νεαρό Αλμπερτ, που ζει κάπου στην αγγλική επαρχία και στο πανέμορφο πουλάρι που φεύγει στον πόλεμο, εμπεριέχει όλα τα δομικά συστατικά μιας μεγαλειώδους περιπέτειας.

Ποιος όμως ακριβώς είναι ο ρόλος του Τζόι στην ταινία; Πώς τον χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης; Θέλει να τον μετουσιώσει σε «χαρακτήρα» με τον οποίο ταυτιζόμαστε και συμπάσχουμε ή τον μεταχειρίζεται σαν σπονδυλική στήλη στην αφηγηματική του στρατηγική, απ' όπου κρέμονται σαν κλαδιά, οι διαφορετικές ενότητες, οι διαφορετικές ιστορίες που ξεκινούν από τον ίδιο κορμό;

Παρότι ο Σπίλμπεργκ γι' ακόμα μια φορά κινηματογραφεί τον πόλεμο, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η ταινία κατατάσσεται στο είδος της «πολεμικής» αφού δεν παίρνει θέση υπέρ της μιας ή άλλης πλευράς. Ο πόλεμος υπάρχει σαν ντεκόρ, καταγράφεται σαν τραυματικό πέρασμα που μεγεθύνει και ενισχύει την απέχθεια στον παραλογισμό και στην φρίκη των πολεμικών συρράξεων μέσα από την «διαδρομή» του ήρωα, του Τζόι, αυτού του σύμβολου δύναμης και κομψότητας, που στα μάτια του, στο βλέμμα του, διαθέτει κάτι σπάνιο, ένα είδος ενστικτώδους ανθρωπισμού.

Μέσα από κινούμενους ιμπρεσιονιστικούς πίνακες , έχοντας αποκολληθεί από τον ρεαλισμό, ευρισκόμενος πολύ κοντά στην ζωγραφική ο Σπίλμπεργκ βαδίζει στα ίχνη μεγάλων κλασικών παραγωγών - πολλά στοιχεία παραπέμπουν στο «ΟΣΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ». Με ομορφιά και ωμότητα, με αφέλεια και μοιρολατρία, με την ξεκάθαρη απλότητα να κυριαρχεί στην γραμμική του αφήγηση, ο Σπίλμπεργκ πείθει ότι ο πόλεμος είναι βάρβαρος απ' όποια πλευρά κι αν τον βλέπεις. Οι Αγγλοι δεν αξίζουν περισσότερο από τους Γάλλους ή τους Γερμανούς δείχνουν οι σκηνές σφαγής που αναμοχλεύουν μνήμες ζώσες. Και σαν ταρακούνημα για τον παραλογισμό του πολέμου έρχεται το κατηγορητήριο εναντίον των δυο αγοριών, που εκτελούνται επειδή αρνούνται να πολεμήσουν και η προσωρινή εκεχειρία ανάμεσα στους αντιμαχόμενους.

Δυόμιση ώρες διαρκεί το έπος και η δίνη της συγκίνησης, στην μετάγγιση της οποίας συμβάλλουν τα μέγιστα οι ηθοποιοί, είναι αδυσώπητη. Κάνοντας ελιγμούς για τις απαιτήσεις του μελοδράματος σε ένα φορτωμένο σενάριο, ο μύθος με την κλασική έννοια του όρου, αλλού αγγίζει κι αλλού εξυψώνει, καλύπτοντας έτσι ένα ευρύ φάσμα ηλικιών. Οι σεκάνς φυσικά δεν παρουσιάζουν όλες το ίδιο ενδιαφέρον. Σε κάποιες στιγμές υπογραμμίζεται - πολύ σωστά - η δολοφονική πλευρά των ηρώων. Σε άλλες μεγαλοποιείται η θυσία που ενυπάρχει στον πατριωτισμό. Σε κάθε περίπτωση ο ηρωισμός εδώ είναι άλλης τάξης και η ηθική της ταινίας δεν έχει τίποτα το καινούριο. Προσβλέπει απλά να κρατά σε εγρήγορση και ευαισθητοποίηση τα αντανακλαστικά που έχουν να κάνουν με την αντίθεση στην φρίκη του πολέμου, στην αδικία, με την πίστη στην φιλία, στο δίκιο και στον αγώνα...

Παίζουν: Εμιλι Γουάτσον, Πίτερ Μιούλαν, Τζέρεμι Ιρβιν, Νιλς Αρεστρουπ, Σελίν Μπουκένς, Ντέιβιντ Ντέντσικ κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).

ΣΟΝ ΝΤΕΡΚΙΝ
Μάρθα, Μάρσι, Μέι, Μαρλίν

Ολα, στο ψυχολογικό δραματικό θρίλερ του Σον Ντέρκιν που με αυτή, την παρθενική του ταινία απέσπασε στο κινηματογραφικό φεστιβάλ Sundance το βραβείο σκηνοθεσίας, ξεκινούν από έναν τόπο μέσα στη φύση όπου ζουν παιδιά, νέες γυναίκες με απλά βαμβακερά φορέματα και νεαροί άνδρες με ρούχα εργασίας. Ενα αγροτικό κοινόβιο με χαρακτηριστικά παραθρησκευτικής αίρεσης όπως αποκαλύπτεται στη συνέχεια. Τα ρήγματα στην ειδυλλιακή εικόνα εμφανίζονται ήδη στα πρώτα πλάνα. Βλέπουμε τους άνδρες να τρώνε και μόνο όταν αυτοί τελειώνουν κάθονται οι γυναίκες στο τραπέζι. Κοιμούνται όλοι μαζί στον ίδιο χώρο και μοιράζονται κοινό ρουχισμό... Ωστόσο, μια σιωπή που κοχλάζει, προϊδεάζει το θεατή και υποθάλπει ανησυχία που πλησιάζει έρποντας. Κι ένα πρωινό πριν ακόμα χαράξει, η Μάρθα, μέλος της αίρεσης, το σκάει τρέχοντας μέσα από το δάσος εμφανώς τρομοκρατημένη και καταφέρνει να φθάσει στο εξοχικό της αδελφής της Λούσι και του συζύγου της. Η Μάρθα βρίσκεται σε κατάσταση μετα-τραυματικού άγχους.

Ο τίτλος της ταινίας που συντίθεται από τέσσερα γυναικεία ονόματα αναφέρεται σε ένα και το αυτό πρόσωπο και θα μπορούσε κάλλιστα - συμπυκνωμένος σε ένα τεράστιο Μ - να δηλώνει εκλεκτικές συγγένειες με κλασικές ταινίες που έχουν για τίτλο το «Μ» - αρχικό της λέξης δολοφόνος - όπως το «Μ» του Φριτς Λανγκ ή το «DIALM FOR MURDER» του Χίτσκοκ, όπου γυναίκες βρίσκονται στη θέση του θύματος. Καθένα από τα ονόματα του τίτλου αντιπροσωπεύει μια διαφορετική όψη της πρωταγωνίστριας. Οψεις που συνυπάρχουν μέσα της και αντιμάχονται αναμεταξύ τους για το ποια τελικά θα επικρατήσει. Μάρθα είναι το πραγματικό της όνομα. Μάρσι Μέι τη βαφτίζει ο αρχηγός της αίρεσης. Το όνομα Μαρλίν ακούγεται στο βραδινό τηλεφώνημα προς τη σέκτα.

Σε κάθε νέα εμπειρία που προέρχεται από την πλευρά της Λούσι ή του συζύγου της, η Μάρθα ξαναγυρίζει πίσω στο χρόνο απ' όπου αναδύονται σαν εφιάλτες οι εικόνες από τη ζωή στο κοινόβιο /αίρεση, με μοναδικό και απόλυτο ηγέτη τον ασκητικό Πάτρικ που με τη γλώσσα του σώματος και τον απολυταρχικό τόνο φωνής που κάνει το αίμα να παγώνει «υπνωτίζει» όσους αφήνονται να υπνωτιστούν. Και αποδεικνύεται όχι ιδιαίτερα δύσκολο για κάθε επιτήδειο να χειραγωγήσει και να διαστρεβλώσει ένα «εξεγερμένο», απομονωμένο νεανικό πνεύμα, που αναζητά κοινωνική ταύτιση, αποδοχή και συναισθηματική κάλυψη. Κομμάτι - κομμάτι, στα μάτια της Μάρθας αντιπαρατίθεται το παρόν με το παρελθόν, ενώ η ίδια δεν αποκαλύπτει στη Λούσι το παραμικρό για πρόσωπα και καταστάσεις στο κοινόβιο. Το μικροαστικό ωστόσο παρόν, με τους ασφυκτικούς του κανονιστικούς καθωσπρεπισμούς, δε μορφώνει θετική εικόνα στα μάτια της κοπέλας που υπερασπίζεται ένα, γενικά και αόριστα, διαφορετικό τρόπο ζωής. Ευτυχισμένο, κοντά στην φύση, χωρίς άχρηστα πολυτελή καταναλωτικά αγαθά, χωρίς αποξενωμένους ανθρώπους. Ιδανικά που, με τον ακατέργαστο και ενοχλητικά αφελή τρόπο που εκφράζονται, φαινομενικά μειονεκτούν στη λογική της μετωπικής σύγκρουσης με τις κυρίαρχες αντιλήψεις και τις κοσμοθεωρίες - τις οποίες ασπάζεται το ζευγάρι που τη φιλοξενεί - που θεοποιούν το χρήμα και ανάγουν την επιτυχημένη/ακριβοπληρωμένη καριέρα και την υπερκατανάλωση σε μοναδικές και ύψιστες υπαρξιακές και συστημικές αξίες. Κι όσο η Μάρθα δυσκολεύεται να ξεχωρίσει τι είναι νορμάλ, δηλαδή κοινωνικά αποδεκτό και τι όχι, τόσο συχνότερα πέφτει σε κρίσεις. Στο μπρος /πίσω του χρόνου, που μέσα από τις αναμνήσεις αποκαλύπτονται οι αθέατες, ζοφερές πλευρές του κοινοβίου της αίρεσης: βία, σεξουαλικός καταναγκασμός, εκβιασμοί, ληστείες και στυγνές δολοφονίες.

Κι ενώ στο χαρτί όλα αυτά ακούγονται πολύ ενδιαφέροντα, στην ταινία υπερέχει ένα στοιχείο που υποβαθμίζει τη γενίκευση των παραπάνω, στοιχείο που επιβάλλει την ανάγνωση. Η επιμονή της κάμερας στις κινήσεις ηδονοβλεψία στο σώμα της πανέμορφης Ελίζαμπεθ Ολσεν, πειστικότατης στονρόλο της Μάρθας.

Η ταινία θεματικά προτείνει πληθώρα ζητημάτων προς συζήτηση. Η κινηματογραφημένη σε όλους τους τόνους του γκρίζου ιστορία - με περίβλημα ανολοκλήρωτου θρίλερ - θα μπορούσε να είναι θελκτικότερη και όχι απλά αποσπασματικά ενδιαφέρουσα που να αρκεί να τη δεις μια μόνο φορά. Φαίνεται ότι ο σκηνοθέτης εστίασε το ενδιαφέρον του στους αφηγηματικούς χειρισμούς της ψυχολογικής γκρίζας ζώνης και στην έκπληξη της κλιμάκωσης, στο κρεσέντο του φινάλε.

Παίζουν: Ελίζαμπεθ Ολσεν, Σάρα Πόλσον, Τζον Χόουκς, Χιου Ντάνσι, Κρίστοφερ Αμποτ, Τζούλια Γκάρνερ, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).

ΚΡΙΣ ΓΚΟΡΑΚ
Η πιο σκοτεινή ώρα

Ταινία τρισδιάστατης πλάκας που αγγίζει τα όρια της παρωδίας, για πασατέμπο και σχολιασμό εν ώρα προβολής. Απευθύνεται σε γενικευμένης αποβλάκωσης καταναλωτές προϊόντων διασκέδασης της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Θεατές που αρκούνται σε ευθυγραμμισμένο μείγμα κλισέ ανατροπών επιβίωσης με ιστορίες καταστροφής. Η αρχική ιδέα ομολογουμένως δεν είναι πολύ χειρότερη άλλων αντίστοιχων πονημάτων. Οχι όμως και οι ανύπαρκτοι χαρακτήρες και το φριχτό σενάριο με μότο λειτουργίας «σπρώξε με να σε σπρώξω, να πάμε μαζί μέχρι το επόμενο σημείο ελέγχου των αόρατων εξωγήινων και φτου κι απ' την αρχή». Το αχτύπητο ωστόσο στοιχείο είναι οι ανεκδιήγητοι, κλινικά βλακώδεις διάλογοι, τόσο που σε σημεία να βγάζουν το γέλιο της αρκούδας.

Δυο ανυπόφορα εξυπνάκηδες νεαροί Αμερικανοί φθάνουν για υψηλές διαδικτυακές μπίζνες στη Μόσχα «στο νέο διεθνές οικονομικό κέντρο που σφύζει από χρήμα, αλλά και ...ανήθικες πρακτικές!». Δυο νεαρές Αμερικανίδες, καθ' οδόν προς το Νεπάλ, υποχρεούνται και αυτές να διανυκτερεύσουν στη Μόσχα. Το βράδυ οι τέσσερις τους συναντιούνται τυχαία στο «inn», νάιτ κλαμπ της πόλης και εκεί ...τους βρίσκει το κακό! Αόρατοι εξωγήινοι επιτίθενται στη Γη, την κυριεύουν ολόκληρη σε χρόνο μηδέν κονιορτοποιώντας με κίνηση άσπρου σίφουνα «Αζαξ» ό,τι ζωντανό βρεθεί στο διάβα τους, ανθρώπους, σκύλους, κλπ. Με εξαίρεση τα παπούτσια των θυμάτων που εκτοξεύονται ως έχουν...

Αυτό το χείριστο υποκατάστατο του «INDEPENDENCE DAY» εκτυλίσσεται στη Μόσχα με τα θεαματικά της περιγράμματα, επικερδές πλέον σκηνικό των αμερικανικών block busters. Γιατί αν, σ' αυτό το φιλμ αξίζει κάτι, είναι το ντεκόρ της πόλης. Οι μεγαλοπρεπείς λεωφόροι και τα εντυπωσιακά κτίρια που προσδίδουν στην ταινία status και εξωτική νότα. Αλλά το εξωτικό κλου είναι οι Ρώσοι πολεμιστές, οι ενδεδυμένοι προβιές, τατουάζ και φυσεκλίκια ως αγριάνθρωποι των σπηλαίων, στο στιλ εκείνης της ομορφούλας που κάποτε στη Γιουροβίζιον κέρδισε τον δικό μας Sakis. Θυμάστε;

Παίζουν: Εμιλ Χιρς, Ρέιτσελ Τέιλορ, Ολίβια Θέρλμπι, Μαξ Μινγκέλα, Γιούρι Κουτσένκο, Νικολάι Εφράμοφ κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ