ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 26 Ιούνη 2002
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Φεστιβαλικές μετακλήσεις
«Μάκβεθ» κατά «Μενοφόρτας»

«Μάκβεθ»
«Μάκβεθ»
Tο Ελληνικό Φεστιβάλ (και λόγω Πολιτιστικής Ολυμπιάδας) κάνει ανοίγματα με ξένους, γνωστούς και άγνωστους καλλιτέχνες, διευρύνοντας τους ορίζοντες των Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Αγνωστος στο ελληνικό κοινό ήταν ο ιδρυτής του λιθουανικού θεάτρου «Μενοφόρτας», Εϊμούντας Νεκρόσιους, ο οποίος (σύμφωνα με το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών) «αποτελεί για τους Ευρωπαίους κριτικούς ένα ζωντανό μύθο από τη Βαλτική», έναν «ιδιοφυή ειδωλολάτρη» και το θέατρό του «ένα υπερδραματικό θέατρο της εικόνας και των αντικειμένων». Η ορθότητα των παραπάνω, ούτως ή άλλως υποκειμενικών, επαίνων δεν μπορεί να ελεγχθεί μόνον από την παράσταση του «Μάκβεθ», που φιλοξενήθηκε στο Ηρώδειο. Πάντως, κάποια βασιμότητα, μάλλον, έχουν. Εντύπωση της υπογράφουσας είναι ότι ο Λιθουανός σκηνοθέτης είναι ένας ευφάνταστος, ευρηματικός και υψηλής εικαστικής αισθητικής, εικονοπλάστης του θεάτρου. Ο σαιξπηρικός «Μάκβεθ», ένα από τα ζοφερότερα έργα του παγκόσμιου δραματολογίου, είναι ένα ποιητικό κάτοπτρο των πιο αβυσσαλέων φιλοδοξιών και φονικών πράξεων του ανθρώπινου πόθου για εξουσία και της παράνοιας που γεννά ο πόθος για εξουσία. Ο Σαίξπηρ τοποθέτησε το μύθο του, μέσα στο μεσαιωνικό κόσμο, έναν κόσμο ανορθολογικό, γεμάτο «φαντάσματα», «μάγισσες», άγνοια, μεταφυσικές δοξασίες, προλήψεις, τρόμο, βία, εχθρικές και εμφύλιες πολεμικές συγκρούσεις για τη συγκρότηση και επέκταση των βασιλείων, για να μιλήσει για τα αιματοβαμμένα χέρια της εξουσίας και στον καιρό του.

Ο Ε. Νεκρόσιους, μακράν κάθε ακαδημαϊσμού, μπόλιασε τη νεοτερικής αντίληψης σκηνική «ανάγνωσή» του με στοιχεία των παραδόσεων της πατρίδας του. Παραδόσεις - κράμα λαών, γλωσσών και πολιτισμών που αναπτύχτηκαν στη Βαλτική. Κράμα, το οποίο υπαινίχτηκε με τα μεικτά (σλαβοευρωπαϊκά) ακούσματά της και η μουσική (Φάουστας Λατένας), η οποία με αδιάκοπη κινηματογραφική ροή συνόδευσε, απ' αρχής μέχρι τέλους, την παράσταση, υπογραμμίζοντας την αδιάλειπτη εικονοπλασία της σκηνοθεσίας. Ο Νεκρόσιους είναι ευρηματικός εικονοπλάστης. Ομως, «παν μέτρον άριστον». Η παράσταση φλυαρούσε με τα ενδιαφέροντα μεν, αλλά ακατάσχετα, επαναλαμβανόμενα και μακρόσυρτα ευρήματα. Η εικονοπλαστική επιδεξιότητα θύμιζε ανοικονόμητη...εντυπωσιοθηρία, τόσο που η παράσταση να καταλήγει σε γραφική εικονογράφηση του έργου και των προσώπων και όχι σε ουσιώδη ανάγνωση της δραματικής ουσίας του. Η σκηνοθεσία διέθετε ηθοποιούς απόλυτα τιθασευμένους στο όραμά της, τόσο που κάποιοι Ελληνες καλλιτέχνες - θεατές να μιλήσουν περί της «δικτατορίας των σημερινών σκηνοθετών». Αμαμφίβολα, η μέγιστη αρετή της παράστασης ήταν το υπέροχο σκηνικό του Μάριους Νεκρόσιους.

«Ηλέκτρα» ελληνορουμανική

«Πενθεσίλια»
«Πενθεσίλια»
Στο Ηρώδειο φιλοξενήθηκε η δίγλωσση (στα ελληνικά και ρουμανικά) παράσταση της σοφόκλειας «Ηλέκτρας», από το «Θέατρο της Ανοιξης», σε συνεργασία με Ρουμάνους καλλιτέχνες. Το πόσο προβληματική --και για τους καλλιτέχνες και για το κοινό-- είναι μια δίγλωσση παράσταση είναι φανερό. Το ερώτημα είναι προς τι αυτή η δίγλωσση παράσταση; Για να ικανοποιηθεί η επιθυμία της αναμφίβολα ταλαντούχας, Ρουμάνας ηθοποιού Μάγια Μόργκενστερν να παίξει αρχαίο δράμα --αν και απαίδευτη σ' αυτό, όπως και οι άλλοι Ρουμάνοι καλλιτέχνες που συνέπραξαν στην παράσταση-- ή με «διαβατήριο» την Μόργκενστερν να εισαχθεί στο Φεστιβάλ το ελάχιστα πεπαιδευμένο στο αρχαίο δράμα «Θέατρο της Ανοιξης»; Οσο κι αν η θεατρική τέχνη είναι «διεθνής γλώσσα», το άκουσμα δύο γλωσσών διασπά τη διανοητική και συναισθηματική λειτουργία του θεατή. Και βέβαια, η χρήση υποτίτλων είναι λύση ανάγκης, η οποία, χάριν της στοιχειώδους κατανόησης του μύθου, καταστρέφει κατά πολύ την αισθητική απόλαυση του θεατή, που επειδή αγνοεί ή ελάχιστα γνωρίζει το μύθο, διαβάζει τους υπότιτλους αντί να «διαβάζει» την ερμηνεία των αλλόγλωσσων ηθοποιών.

Πέραν αυτού του προβλήματος υπήρξαν και οι γενικότερες ερμηνευτικές αδυναμίες και αντιφάσεις της παράστασης. Το μοντερνιστικό μεταλλικό σκηνικό και η εισαγωγική χρήση βίντεο (ένα άλογο που περνούσε και ξαναπερνούσε επί αρκετά λεπτά) δεν «κολλούσε» με τα κοστούμια, κυρίως με τα «χωριάτικα» κοστούμια του Χορού. «Κολλούσε» ίσως με το δερμάτινο μαύρο, μακρύ, σεξιστικό, του τύπου χεβ μέταλ, κοστούμι της Κλυταιμνήστρας και το αμερικανοπρεπές του Παιδαγωγού στην προλογική του εμφάνιση μετά μικροφώνου. Η σκηνοθεσία του Γιάννη Μαργαρίτη (κυρίως), αλλά και η κινησιολογική επιμέλεια (Μάχη Δημητριάδου - Λίνταλ) και η μουσική (Αριλντ Αντερσεν) είχαν πλήρη αμηχανία στο τι να κάνουν με το Χορό. Ορχηση του Χορού ουσιαστικά δεν υπήρξε. Η σκηνοθεσία, όμως, βρέθηκε σε αδυναμία να κατευθύνει τους τρεις πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η Χρυσάνθη Δούζη, ήταν μια διεκπεραιωτικά σχηματική και μονόχορδα στομφώδης Κλυταιμνήστρα. Ο Ρουμάνος Μπόγκνταν Ζολντ ένας λιγοστός Ορέστης (αλήθεια προς τι τον ξεγύμνωσε στο τέλος ο σκηνοθέτης;). Ο πολύπειρος Χρήστος Τσάγκας, αλλά και οι νεότεροι Γιάννης Νταλιάνης και η Μαριάνθη Σοντάκη από μόνοι τους διασώθηκαν υποκριτικά. Η υπογράφουσα τη στήλη, έχοντας πλέξει ενθουσιώδη έπαινο για τις ερμηνευτικές ικανότητες της Μ. Μόργκενστερν, λυπάται που η Μ. Μόργκενστερν, αβοήθητη, οδηγήθηκε σε μια υπερεντατική, νευρική από την αρχή μέχρι το τέλος, ερμηνεία. Ερμηνεία, χωρίς κλιμακώσεις και συναισθηματικές εναλλαγές και αποχρώσεις και φωνητικά μονότονη, μονόχορδη και βραχνή.

«Πενθεσίλια» στην Επίδαυρο

«Ηλέκτρα»
«Ηλέκτρα»
Ο Πέτερ Στάιν είναι πράγματι ένας πολύτροπος δημιουργός. Ικανός να ανταποκριθεί σε όλα τα αισθητικά ρεύματα, από το κλασικό μέχρι το μεταμοντέρνο, πάντα με τόλμη και συγκροτημένη ερμηνευτική άποψη για όποιο έργο ανεβάζει. Τελευταία απόδειξη περί αυτού η παράσταση της «Πενθεσίλια» του Κλάιστ, που παρουσίασε στην Επίδαυρο. Η «Πενθεσίλια» είναι ένα «κλασικό» δράμα του ρομαντισμού. Ο ιδιοφυής Κλάιστ, βάσισε το μύθο του στον αρχαιοελληνικό μύθο για τον τραγικού τέλους έρωτα της βασίλισας των Αμαζώνων, Πενθεσίλια, και του ήρωα της Τροίας Αχιλλέα, για να αναδείξει το δίπολο έρωτα -θανάτου, τη ζωοδοτική αλλά και τη θανάσιμη δύναμη του έρωτα. Η μυθολογική παράδοση θέλει τις Αμαζόνες να κατακτούν στη μάχη και να αιχμαλωτίζουν τον άνδρα που θα τους γεννήσει ένα παιδί και έπειτα θα γίνει δούλος τους. Η Πενθεσίλια, που μάχεται για να αιχμαλωτήσει τον Αχιλλέα, πέφτει όπως και εκείνος στα «δίχτυα» του έρωτα. Εχθρός του έρωτά τους γίνεται η Ιέρεια των Αμαζόνων. Αλλοπαρμένη από τη «θεία εντολή», η Πενθεσίλια σαν Βάκχη κατασπαράσσει τον Αχιλλέα και όταν συνειδητοποιεί την πράξη της πεθαίνει, λυτρωμένη από το «μαχαίρι» του πόνου της.

Ο Στάιν, εισάγοντας στο έργο Χορό Αμαζόνων, και στηριζόμενος στο υπέροχο (λιτότατο, μοντέρνο, συμβολιστικό και πρόσφορο για θεαματικότητα) σκηνικό του Διονύση Φωτόπουλου, στην υποβλητική μουσική (Αρτούρο Ανεκίνο) και τα καλαίσθητα κοστούμια (Φράνκα Σκουαρτσιαπίνο), έστησε μια παράσταση άκρως θεαματική, αν και απέριττη και γυμνή από άχρειαστα ευρήματα. Παράσταση καλοδουλεμένη, γοργή, νευρώδη, με κυρίαρχο το λόγο. Παράσταση μοντέρνας αντίληψης, που εξισορρόπησε απολύτως την αγριότητα του αρχαίου μύθου με τη ρομαντική, αλλά και με δόσεις πικρής «ευριπιδικής» ειρωνείας, ποίηση του Κλάιστ.

Κυρίαρχη, ανάμεσα από τους άξιους και πειθαρχικούς Ιταλούς ηθοποιούς και τον καλογυμνασμένο ελληνικό Χορό των Αμαζώνων, αναδύθηκε η Μανταλένα Κρίπα. Μια ηθοποιός σπάνιων φωνητικών και κινησιολογικών δυνατοτήτων, μεγάλων ερμηνευτικών αντοχών, με διάνοια, συναίσθημα και σκηνική λάμψη.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ