Περιπλανώμενοι, στο δρόμο της επιστροφής προς το γενέθλιο τόπο, οι δύο λιποτάκτες συνειδητοποιούν ότι η πανούκλα έχει αποδεκατίσει πληθυσμούς και έχει σβήσει κάθε ζωή από τα εγκαταλειμμένα χωριά. Φθάνουν σε κάποιο φρούριο και ξεπεζεύουν να ψάξουν για τροφή και ξεκούραση. Συλλαμβάνονται όμως από την ένοπλη φρουρά του καρδινάλιου που προσβεβλημένος και ο ίδιος από πανούκλα, τους θέτει εκβιαστικά το εξής δίλημμα: 'Η θανατώνεστε ως λιποτάκτες ή αναλαμβάνετε να συνοδεύσετε σε ένα μακρινό μοναστήρι - ώστε να τύχει δίκαιης δίκης - μια υπόδικη μάγισσα που κατηγορείται ότι έφερε και έσπειρε τη μαύρη πανούκλα. Στο μοναστήρι αυτό, στην άκρη του κόσμου, φυλάσσεται κρυμμένο το τελευταίο βιβλίο με ξόρκια που μπορούν να νικήσουν τον Εωσφόρο. Και η αποστολή ξεκινά εν μέσω φανατισμών, δεισιδαιμονιών και αντιπαραθέσεων...
Κακέκτυπα στοιχεία και λεπτομέρειες - εκτός άλλων και από «Το όνομα του Ρόδου» - ξεφυτρώνουν από παντού. Ντεκόρ και φιγούρες μοναχών, η νεαρή μάγισσα, ο νεαρός που καίγεται από επιθυμία να χριστεί ιππότης και η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο νέων, το Βιβλίο, μέχρι και ο ίδιος ο Ρον Πέρλμαν... Η εικόνα τον περισσότερο χρόνο είναι σκοτεινή, πένθιμη κι αδιαπέραστη προσπαθώντας με τετριμμένα κλισέ να καλλιεργήσει αίσθημα φόβου και ανησυχίας. Για να μη μιλήσουμε για την ύστατη μάχη της αρχέγονης σύγκρουσης Φωτός και Σκότους, όπου εμφανίζεται, αυτοπροσώπως παρακαλώ, ο Διάβολος που, παρόλο τον ατέλειωτο υπερφυσικό του εξοπλισμό, υφίσταται τελεσίδικη ήττα από τους γενναίους, μεσαίους αξιωματούχους του εχθρού...
Παίζουν: Νίκολας Κέιτζ, Ρον Πέρλμαν, Στίβεν Κάμπελ-Μουρ, Ρόμπερτ Σίαν, Κλερ Φόι, Ούλριχ Τόμσεν κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).
Στον αμερικάνικης παραγωγής και οπτικής «Μαύρο Κύκνο» πέφτουν ατάκτως ερριμμένα, σαν τίτλοι τηλεοπτικοί, θεμελιώδη ζητήματα της τέχνης που τσουβαλιάζονται πάραυτα με συνοπτικές διαδικασίες και πολιτικώς ορθές εικασίες, ώστε και ο πλέον άσχετος να αισθάνεται ότι έχει δικαίωμα να εκφράζει γνώμη με βάρος και ισχύ επί θεμάτων ειδικών. Ο λαϊκισμός στο αποκορύφωμά του. Ετσι εκτίθενται ανοιχτά στη λαϊκίστικη κρίση ζητήματα όπως το «απόλυτο» του δημιουργού, η έννοια και η πρακτική του συναγωνισμού, η σχέση τεχνίτη/δημιουργού, ή βιρτουόζου/δημιουργού, έννοιες σύνθετες όπως το σκηνικό χάρισμα και το σκηνικό εκτόπισμα, αλλά και πράγματα κοινά και απλά, όπως το ζύγιασμα των πραγμάτων, το να τίθεται σε λειτουργία η δημιουργική καλλιτεχνική φαντασία και πλήθος άλλων. Και όλα αυτά το πανέμορφο, ευάλωτο, καλό κι ηθικό κοριτσάκι δεν είναι σε θέση να τα κάνει. Διεκδικεί το ρόλο της primaballerina και είναι τελειομανής, στοχοπροσηλωμένη, δυνατή και πείσμων στο έπακρο αφ' ενός κι από την άλλη βλαξ. Και κόβοντας και ράβοντας την ιστορία στα μέτρα ενός «βλάκα» το όλο σύμπλεγμα σμικρύνεται, συμπυκνώνεται και υπεραπλουστεύεται σε ένα συμπέρασμα που θα μπορεί να καταλάβει κι ο τελευταίος θεατής «όποια πηγαίνει με το διευθυντή παίρνει και το ρόλο».
Παίζουν: Νάταλι Πόρτμαν, Βενσάν Κασέλ, Μίλα Κούνις, Μπάρμπαρα Χέρσεϊ, Γουινόνα Ράιντερ, Κρίστοφερ Γκάρτιν, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).
Αυτοί είναι και οι δύο βασικοί ρόλοι στους οποίους στηρίζεται η ιστορία. Ρόλοι μάλλον συντεθειμένοι από τη συρραφή διαφόρων γκαγκς όπως: Το κόλπο για λαθραία είσοδο σε παραστάσεις της Οπερας, το βάψιμο των αστραγάλων με βερνίκι παπουτσιών λόγω έλλειψης καλτσών ή η διακίνηση στο Μανχάταν με ετοιμόρροπα αυτοκίνητα περασμένων δεκαετιών. Βέβαια και οι περισσότεροι βοηθητικοί χαρακτήρες μοιάζει να διέπονται από αντίστοιχη αρχή, από σκιαγράφηση απλή χωρίς ιδιαίτερη δραματουργική επεξεργασία, με στοιχεία που απλά υπάρχουν χωρίς να αιτιολογούνται. Ιδιαίτερα εμφανής η περίπτωση του Τζον Ράιλι, σε ισχνότατο, παράλογο ρόλο, με εμφάνιση αιμοσταγούς λήσταρχου και φωνή λευκή, παιδίσκης, όταν μιλάει, αλλά κανονικότατου βαρύτονου όταν τραγουδάει. Η χρήση των γκαγκς δίνει την αίσθηση της πέραν από το δέον κατάχρησης, κάτι που εν τέλει καταντάει ενοχλητικό και λειτουργεί μάλλον στο θεατή ως χάσιμο χρόνου και χρημάτων.
Παίζουν: Κέβιν Κλάιν, Κέιτι Χολμς, Τζον Ράιλι, Πολ Ντάνο κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).
Παρά την απουσία έκπληξης ως προς την εξέλιξη του μύθου ο σκηνοθέτης αποδίδει χωρίς επιτηδευμένα τεχνάσματα και στημένες γραφικότητες ένα εσωτερικό - όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος - ταξίδι προς το αυθεντικό, μακριά από το παγκοσμιοποιημένο πρόσωπο και εμφάνιση των επαρχιών του κόσμου. Ταξίδι στο αυθεντικό κι όχι στο πρωτότυπο... κι όχι μόνο σε ό,τι αφορά την απεικόνιση ενός τοπίου αδιάβρωτου, ακόμη, από την επέλαση της ανάπτυξης, αλλά κυρίως την αποτύπωση της έννοιας σε καταστάσεις και σε ανθρώπινα συναισθήματα. Είναι καταπληκτική η διακριτικότητα με την οποία η κάμερα προσπαθεί να καταγράψει την φόρτιση των σιωπών, αυτού που δε λέγεται, μεταξύ Γιουσούφ και Αϊλα. Ο χρόνος - κατά τον σκηνοθέτη - είναι η πρώτη ύλη στον κινηματογράφο. Κι εδώ η μαστοριά κρέμεται ακριβώς από το χρόνο διάρκειας αυτών των πλάνων. Με στιλ ξεκάθαρο, σαφές και ελεγειακό και με σίγουρα πλάνα - σεκάνς που ξεδιπλώνουν την έννοια και την αντίληψη του χρόνου ο Καπλάνογλου επιχειρεί μια ρεαλιστικά ποιητική προσέγγιση του μύθου του. Η αφήγηση μινιμαλιστική, απλή, κρατά και χρησιμοποιεί ό,τι του είναι απολύτως απαραίτητο. Μέχρι και οι ονειρικές σκηνές «μιμούνται» έως λεπτομέρειας το πραγματικό, με ένα ρεαλισμό που αναβλύζει και ρέει χωρίς τίποτα το επίπλαστο. Αυτό που είδαμε μας κάνει να περιμένουμε με αυξημένο ενδιαφέρον την έλευση και του δεύτερου, του μεσαίου δηλαδή μέρους της τριλογίας που ακόμη δεν είδαμε και τιτλοφορείται «Γάλα».
Παίζουν: Νεζάτ Ισλέρ, Σααντέτ Ισίλ Ακσό, Ουφούκ Μπαϊρακτάρ, Τουλίν Εζεν, Γκουλτσίν Σαντιρτσίογκλου, κ.ά.
Παραγωγή: Τουρκία, Ελλάδα (2007).