Ανάγκη μέσα από τις τοπικές εκλογές να καταδικαστεί η πολιτική που οδηγεί στη σημερινή υποβάθμιση
Η πραγματική εικόνα που αντίκρισαν μαθητές, εκπαιδευτικοί και βίωσαν τελικά και οι εργαζόμενοι γονείς, ήταν αυτή των συμπτύξεων, των εγκυκλίων που οδηγούσαν τους διευθυντές να στέλνουν σε γειτονικά σχολεία τους μαθητές που δε «χωρούσαν» στις τάξεις της υποχρηματοδότησης. Σχολικές τάξεις μέσα σε καφενείο, νήπια σε διπλοβάρδια, σχολεία - παγίδες για την ασφάλεια των μικρών μαθητών, είναι καθεστώς που επαναλαμβάνεται και φέτος. Η σχολική στέγη, παρά τα διαδοχικά «πενταετή προγράμματα» που βάζει το υπουργείο Παιδείας για την εξασφάλισή της, παραμένει πρόβλημα άλυτο που οδηγεί το ένα τρίτο των σχολείων να λειτουργεί σε βάρδιες στα μεγάλα αστικά κέντρα. Τη βδομάδα που πέρασε, η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδας (ΔΟΕ) είχε δηλώσει ότι υπήρχαν 900 κενά σε δασκάλους κυρίως, κατήγγειλε προβλήματα υποδομής σε δημοτικά και νηπιαγωγεία, τάξεις με αριθμό μαθητών που αγγίζει τους 30 σε πολλές περιπτώσεις, βιβλία εικοσαετίας στα δημοτικά. Οι εκπρόσωποι της ΔΟΕ μίλησαν και για το «ολοήμερο σχολείο», όπως «βαφτίστηκαν» από το υπουργείο τα τμήματα διευρυμένου ωραρίου, τα οποία λειτουργούν ως «παιδοφυλακτήρια» καθώς δεν έχουν πρόγραμμα και υποδομές. Ανάλογη εικόνα είχε περιγράψει ένα μήνα πριν και η ΟΛΜΕ για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Η επισήμανση των λειτουργικών προβλημάτων στην εκπαίδευση μπορεί να είναι στοιχείο της καθημερινότητας στη σχολική ζωή που αγγίζει όλους τους συντελεστές της και κατά συνέπεια και τους εργαζόμενους. Ομως, ο ρόλος που έχουν προδιαγράψει για την Παιδεία η κυβέρνηση και η ΕΕ, πρέπει να οδηγήσει το κίνημα της Παιδείας και όλους τους εργαζόμενους στη συνειδητοποίηση ότι δεν είναι πια αρκετό να διεκδικούν μόνο σχολεία, εκπαιδευτικούς και βιβλία, απαιτείται αλλαγή της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Motion Team |
Περισσότερο από ποτέ είναι αναγκαίο ο προβληματισμός και η αγανάκτηση για όλα όσα «πνίγουν» το δικαίωμα στη μόρφωση να μετασχηματιστούν σε αγώνα με αίτημα τη δημιουργία του σχολείου των λαϊκών αναγκών. Δεν αρκεί το αίτημα για μαζικούς διορισμούς εκπαιδευτικών ώστε να καλύψουν τις ανάγκες, αλλά οι εκπαιδευτικοί αυτοί να είναι ελεύθεροι από τη «δαμόκλειο σπάθη» της αξιολόγησης και της χειραγώγησης, αναβαθμισμένοι μισθολογικά και επιμορφωμένοι ουσιαστικά. Κοντά στο αίτημα για ανέγερση επιτέλους σχολείων που θα είναι πλήρη σε υποδομές και θα υπηρετούν την εκπαιδευτική διαδικασία, δε θα είναι σχολεία - γκαράζ, σχολεία - Ιντερνετ καφέ ή όπως αλλιώς τα σχεδιάζουν στο πλαίσιο της ανταποδοτικότητας. Σχολεία μέσα στα οποία οι μαθητές θα καλλιεργούν την προσωπικότητα του ελεύθερου ανθρώπου χωρίς επιβολή «κανονισμών». Οι εργαζόμενοι δεν αρκεί να ζητήσουν να φτάνουν έγκαιρα τα βιβλία, αλλά και να έχουν δημοκρατικό περιεχόμενο, να συμβάλουν και αυτά όπως και το σύνολο του αναλυτικού προγράμματος και της εκπαιδευτικής διαδικασίας στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας του μαθητή, που θα τα χαρακτηρίζει η επιστημονικότητα και θα παρέχουν ουσιαστική γνώση.
Σήμερα η αγανάκτηση και ο προβληματισμός των εργαζομένων για την κατάσταση στην εκπαίδευση και ειδικότερα για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, πρέπει να αποτελέσει κριτήριο ψήφου στις επερχόμενες δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές. Ψήφου απάντησης σε εκείνους που είτε συγκαλυμμένα είτε απροσχημάτιστα δηλώνουν ούτε λίγο ούτε πολύ ό,τι και το υπουργείο, «λύσεις» δηλαδή στα καθημερινά προβλήματα αλλά στήριξη στην πολιτική που τα δημιουργεί. Ψήφου στήριξης σε όσους παλεύουν για Τοπική Αυτοδιοίκηση που δε θα γίνεται συνένοχη στην πολιτική συρρίκνωσης του δικαιώματος στη μόρφωση, αλλά μαζί με το λαϊκό κίνημα θα συμμετέχει στον αγώνα για την ανατροπή της σημερινής πολιτικής.
«Κύριε Τζαννετάκο! Ο κύριος Τζαννετάκος! Πώς είστε κύριε Τζαννετάκο»!
Γυρίζω και εγώ, μαζί με τους άλλους, για να δούμε το παράξενο. Και βλέπουμε μια κουστωδία ανθρώπων να αναδεύεται ανάμεσα στο πλήθος. Μπροστά αυτός, με ριγέ πουκάμισο και ένα χαμόγελο πλατύ σαν της «Κολυνός», και πίσω του ακριβώς ο ντελάλης. Ενας ψηλός και άχαρος φωνακλάς: «Κύριε Τζαννετάκο, ο κύριος Τζαννετάκος, πώς είστε κύριε Τζαννετάκο».
«Πάνε ετούτοι, τους έστριψε», φώναξε κάποιος δίπλα μου.
Δεν τους έστριψε, φίλε μου, τετρακόσια τα έχουν. Μόνο που η μανία τους για την εξουσία -και τα «τυχερά», της, κυρίως- τους στράβωσε. Τους απέσπασε κάθε φύλλο συκής και φάνηκε η γύμνια τους. Χωρίς να είναι κορυφαίο ζήτημα το παραπάνω στιγμιότυπο, αποκαλύπτει όμως καθαρά ότι έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους παλιάς σχολής. Ανθρώπους κωμικούς και χωρίς μέτρο. Γιατί, ποιος σοβαρός άνθρωπος θα δεχόταν να τον κάνουνε βούκινο; Γιατί έγινε βούκινο. Το σύνολο των θεατών - ακροατών βλέποντας και ακούγοντας, βάλαμε τα γέλια. Ηταν μια θλιβερή πομπή, ενός θλιβερού κυρίου.
«Κύριε Τζαννετάκο! Ο κύριος Τζαννετάκος. Πώς είστε κύριε Τζαννετάκο»!
Και, πιστέψτε με, θα έδινα τόπο στην οργή και θα ξεχνούσα το επεισόδιο, αν το ίδιο απόγευμα δεν έβλεπα τη ...συνέχεια! Πάλι τον «κύριο Τζαννετάκο». Ντυμένο λιμοκοντόρο αυτή τη φορά να παριστάνει τον Μάριο Λάντσα, για να εντυπωσιάσει τις γριές του γεροκομείου. Είπα μέσα μου, αυτός ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος! Μόνο ένα πλάνο αυτής της επίσκεψης, εκείνο το πλάνο που πλησιάζει σεινάμενος και κουνάμενος μια γηραιά κυρία, φτάνει για να αποβληθεί. Γιατί ενώ επιτρέπεται -στον καθένα- να αυτογελοιοποιείται και να επιτρέπει να τον παίρνουν από πίσω με τα κουδούνια και τις καραμούζες, δεν επιτρέπεται σε κανέναν να χρησιμοποιεί -και μάλιστα με αυτόν τον τρόπο- τα γεράματα. Η έλλειψη σεβασμού στους απόμαχους στιγματίζει το άτομο που την επι-δείχνει. Αποκαλύπτει το άτομο που την επι-δείχνει. Η ψήφος, που αναζητείς με τόση αγωνία, «κύριε Τζαννετάκο», σε έπιασε από το λαιμό και σε τραβάει στον πάτο. Είσαι ικανός ακόμα και να χειροτονηθείς αρκεί να κερδίσεις.
«Κύριε Τζαννετάκο! Ο κύριος Τζαννετάκος. Πώς είστε κύριε Τζαννετάκο»!