Ως βρετανική ιδιοκτησία (!) παρουσιάζει, ουσιαστικά, τα Γλυπτά του Παρθενώνα ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου
Ο τίτλος είναι σίγουρα προκλητικός, πολύ περισσότερο όταν υπογράφεται από το διευθυντή ενός Μουσείου που ουσιαστικά παρουσιάζει - μέσω των συλλογών του - τα αποτελέσματα του «πλιάτσικου» της πάλαι ποτέ κραταιάς βρετανικής αυτοκρατορίας. Ωστόσο, ο Μακγκρέγκορ δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως «γραφικός», αφού είναι σαφές πως έχει αναλάβει το ρόλο του «κακού» εκ μέρους της βρετανικής πλευράς στο θέμα των Μαρμάρων, με τη βρετανική κυβέρνηση να «σφυρίζει» αδιάφορα. Επιπλέον, αυτός ο τίτλος αποδεικνύει, πως με το να αποφεύγει η ελληνική πλευρά το ζήτημα της ιδιοκτησίας δε σημαίνει και πως το έχει λύσει...
Αφού επαναλαμβάνει τη θέση ότι «η αρμόζουσα θέση για τα Μάρμαρα είναι το Βρετανικό Μουσείο», ο Μακγκρέγκορ αναφέρεται στη «σοβαρή μόλυνση του περιβάλλοντος» που απειλεί όλες τις ελληνικές αρχαιότητες και ιδιαίτερα τον Παρθενώνα και προσθέτει ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα, που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο μπορεί να τα βλέπει ο κόσμος χωρίς να πληρώνει εισιτήριο εισόδου, ενώ οι υπόλοιπες αρχαιότητες του Παρθενώνα που είναι στην Ελλάδα βρίσκονται σε αποθήκες.
Για τη δημοσκόπηση που έδειξε ότι το 80% των Βρετανών συμφωνεί με την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, ο Μακγκρέγκορ γράφει ότι το κοινό έδωσε αυτή την απάντηση με την εντύπωση ότι θα υπάρξει συμφωνία δανεισμού των Μαρμάρων, ενώ η ελληνική κυβέρνηση, σημειώνει, ποτέ δεν έκανε επίσημη αίτηση στο Βρετανικό Μουσείο για δανεισμό τους. Αυτό το σημείο ίσως να είναι και η «είδηση» του άρθρου, αν και σίγουρα η αντίδραση των Βρετανών δε θα ήταν διαφορετική αν είχαν τηρηθεί οι τυπικές διαδικασίες, αν υποθέσουμε ότι δεν έχει γίνει αυτό. Το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού πάντως θα πρέπει να ξεκαθαρίσει αυτό το ζήτημα.
Στη συνέχεια ο Μακγκρέγκορ αναφέρεται στο ρόλο των επιμελητών του Βρετανικού Μουσείου, τονίζοντας ότι είναι υποχρεωμένοι από το νόμο να αποφασίσουν για τις συλλογές που εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο και για την ασφάλειά τους και καταλήγει ότι «τα μεγάλα έργα τέχνης αποτελούν κοινή πολιτιστική κληρονομιά. Οπως ο Σαίξπηρ και ο Μπετόβεν έτσι και οι ελληνικές αρχαιότητες ανήκουν σε όλους».
«Αυτά τα επιχειρήματα του Βρετανικού Μουσείου είναι δυστυχώς γνωστά, τετριμμένα, επαναλαμβανόμενα και ανακριβή» ήταν το σχόλιο του υπουργού Πολιτισμού, Ε. Βενιζέλου. «Δεν έχει όμως νόημα ένας δημόσιος διάλογος και μάλιστα δικός μου με το διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου. Το ζήτημα έχει τεθεί ενώπιον της βρετανικής κοινής γνώμης», πρόσθεσε μεταξύ άλλων.
Την ίδια μέρα, στις ΗΠΑ, οι κυριακάτικοι «Νιου γιορκ Τάιμς» δημοσίευσαν ένα εκτενές άρθρο που υπογράφει ο Φρεντ Μπερνστάιν, ο οποίος αφιερώνει μεγάλο μέρος στην κατασκευή του Νέου Μουσείου Ακρόπολης. Επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι το ΝΜΑ «ενδεχομένως χάσει την ευκαιρία να δημιουργήσει εντυπώσεις» κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, ενώ, σχολιάζοντας τις αντιδράσεις για την ανέγερσή του γράφει ότι «όσο πλησιάζουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, η ελληνική κυβέρνηση καθίσταται ολοένα και περισσότερο πιεστική στην προσπάθειά της να προωθήσει το σχέδιο». Ωστόσο, ο αρχιτέκτονας του Μουσείου, Μπερνάρ Τσουμί, δηλώνει στο δημοσίευμα ότι «την ημέρα της ολοκλήρωσής του τα Μάρμαρα θα επιστραφούν». Επιπλέον, δημοσιεύονται δηλώσεις του Βρετανού κριτικού αρχιτεκτονικής Χίου Πίρμαν, σύμφωνα με τις οποίες «πιθανόν οι παλιές ανησυχίες περί των ορθών συνθηκών των Μουσείων στην Ελλάδα να αρχίσουν να εξασθενούν».
Η εικοσιπεντάχρονη κόρη, χωρισμένη και μοναχική γυναίκα καριέρας, επισκέπτεται τη μάνα της στη φυλακή. Εχει να τη δει δεκαπέντε χρόνια, από τότε που ήταν δέκα χρονών και θέλει να ανακαλύψει το παρελθόν της. Η μάνα έχει καταδικαστεί για το φόνο του άντρα της και πατέρα της Τζόσι και λαχταρά να ζήσει μέσω της κόρης της, αποφεύγοντας ωστόσο να έρθει αντιμέτωπη με τη στιγμή του φόνου. Ξεδιπλώνοντας τις κοινές μνήμες τους θα εκτεθούν σε πολύ μεγαλύτερο ρίσκο από ό,τι αρχικά φαντάζονταν.
Το έργο υπερβαίνει τα μελοδραματικά στερεότυπα και διερευνά τη σχέση μεταξύ μάνας και κόρης και τη διαβρωτική φύση του ποινικού συστήματος. Η σχέση των δύο γυναικών αναπτύσσεται μέσα από τις αντιφατικές ανάγκες τους και το προσωπικό δράμα τοποθετείται μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο του εγκλήματος και της τιμωρίας.
Δημοσιογράφος: «Γιατί δε ρωτήσατε τον Κάστρο για τη σημερινή αντίσταση ενάντια στο σημερινό καθεστώς της Κούβας;».
Απάντηση: «Τον ρώτησα και νομίζω ότι απάντησε, το βλέπετε στην ταινία. Πρέπει να ξαναδείτε την ταινία. Μια τέτοια ερώτηση σε οδηγεί σε διάφορες συζητήσεις και ιδεολογίες και δε βοηθά την ταινία. Να τον ανακρίνεις είναι σαν να ξεκινάς τη συνέντευξη σε λάθος βάση. Τον προκάλεσα ορισμένες φορές, αλλά είμαι σκηνοθέτης του κινηματογράφου και ειλικρινά προσπαθώ να πείσω τον πρωταγωνιστή μου να αποκαλυφθεί. Αυτό με ενδιαφέρει: η αποκάλυψη. Αν επιλέξει να πιστεύει αυτά που πιστεύει για το σύστημά του, δεν είναι δουλιά μου να του κάνω κήρυγμα για κάτι που ο ίδιος ξέρει καλύτερα. Αυτά τα βλέπουμε συχνά στην αμερικανική τηλεόραση. Η πρώτη ερώτηση που κάνουν τα αμερικανικά κανάλια είναι: "Κύριε Κάστρο, γιατί δεν κάνετε εκλογές; Πού είναι η ελευθερία σας;". Αυτές οι ερωτήσεις δεν οδηγούν πουθενά. Η πρώτη ερώτηση που πρέπει κάποιος να κάνει είναι: "Πώς είναι ο λαός σου σε σχέση με τους άλλους λαούς στη Νότια Αμερική και την Καραϊβική;". Και κανένας στην αμερικανική τηλεόραση δεν κάνει αυτή την ερώτηση. Τι διαφορά έχει η ελευθερία σε κάποιον που πίνει μολυσμένο νερό και ζει σε τρώγλη στη Βραζιλία ή στο Περού, ή δεν έχει Παιδεία; Αυτό είναι ελευθερία; Στην Κούβα δεν έχεις μολυσμένο νερό και έχεις Παιδεία και έχεις σύστημα Υγείας και Κοινωνική Πρόνοια, έχεις αυτό που αποκαλούμε "δίχτυ ασφαλείας". Αυτό δεν το έχεις στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική. Κανένας στην Αμερική δεν κάνει αυτή την ερώτηση» (χειροκροτήματα)...