ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 17 Μάρτη 1998
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Αποδέκτης επιθυμιών

Στο Υπόγειο του "Θεάτρου Τέχνης - Κάρολος Κουν" αρχίζουν, σήμερα, οι παραστάσεις του έργου "Η αρρώστια του θανάτου" της Μαργκερίτ Ντυράς,που ανεβαίνει σε μετάφραση Κυβέλης Βερνιέ - Μαλαμάτη,σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή,σκηνικά - κοστούμια Βασίλη Ζηδιανάκη,μουσική Νίκου Κυπουργού και επιμέλεια κίνησης Κωνσταντίνου Ρήγου. Δεν πρόκειται για θεατρικό έργο, αλλά για ένα ποιητικό σκηνικό παιχνίδι ανάμεσα σ' έναν άνδρα και μια γυναίκα. Τα δύο πρόσωπα κινούνται μέσα σ' ένα άδειο δωμάτιο με ένα κρεβάτι, όπου η νέα γυναίκα, γίνεται εκούσιος αποδέκτης των επιθυμιών του άνδρα που δοκιμάζει να αγαπήσει. Παίζουν: Μίμης Κουγιουμτζής, Λένα Κιτσοπούλου.

Η παράσταση, που διαρκεί μια ώρα και είκοσι λεπτά, θα παίζεται κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη, στις 9.30 μμ, για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων, παράλληλα με το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη "Μια συνάντηση κάπου αλλού",που θα συνεχιστεί κανονικά μέχρι την Κυριακή των Βαϊων.


Κριτική θεάτρου

"Σαλόνικα"

Παρόν και παρελθόν. Πραγματικότητα, μνήμη και φαντασία. Παλιά και νέα γενιά. Πατριωτισμός και αντιπατριωτισμός. Ηρωικός και αντιηρωικός θάνατος. Η Ελλάδα - η Θεσσαλονίκη για την ακρίβεια - τον καιρό του πολέμου, η Θεσσαλονίκη σήμερα ως τουριστικού ενδιαφέροντος περιοχή της Ευρωπαϊκής Ενωσης και η παρουσία των Αγγλων, τότε και σήμερα. Μέσα σ' αυτό το θεματικό και εννοιολογικό πλαίσιο κινείται το έργο της Λουίζ Πέιτζ "Σαλόνικα",που παρουσιάζει η νέα σκηνή του Ε.Θ. Πρόσωπα του έργου, η ηλικιωμένη Σάρλοτ - χήρα ενός Αγγλου στρατιώτη που έπεσε μαχόμενος στη Θεσσαλονίκη (δεν προσδιορίζεται αν έπεσε μαχόμενος τους Γερμανούς ή τους κυνηγημένους και από τους Αγγλους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης). Η μεσήλικας, ανύπαντρη, εργάτρια κόρη της, Ενιντ, που δε γνώρισε τον πατέρα της. Ο μοναχικός, ηλικιωμένος αγαπημένος της Σάρλοτ, ο Λέοναρντ, πατέρας επίσης μεγάλων παιδιών, που ακολουθεί την αγαπημένη του και την κόρη της στις "διακοπές" τους στη Θεσσαλονίκη, διακοπές - προσκύνημα στον πεσόντα σε μάχη, μαζί με άλλους συμπατριώτες του, πατέρα της Εντιτ. Κι ένας σημερινός νέος, ο Πήτερ, που άνεργος και "ξένος" στην πατρίδα του Αγγλία, προτιμά να 'ναι "τρόφιμος" του ελληνικού ήλιου σε μια παραλία, να πουλά το αίμα του για ελάχιστα χρήματα και να πεθάνει - ειρηνικά όμως - σ' αυτόν τον τόπο. Το ιδιόμορφης γραφής έργο της Πέιτζ κάνει κάποιους αξιοσημείωτους υπαινιγμούς, που όμως μένουν θολοί νοηματικά και αβαθείς δραματουργικά.

Το μέτριο τελικώς έργο, σε δόκιμη θεατρικά μετάφραση του Τάκη Καλφόπουλου,αφαιρετικό σκηνικό και αρμόζοντα κοστούμια του Φίλιππου Παπαγεωργίου,υποβλητική μουσική του Φίλιππου Τσαλουχίδη,έπεσε σε καλά σκηνοθετικά χέρια. Ο Γιάννης Ιορδανίδης έστησε μια παράσταση ατμοσφαιρική, που ισορροπεί τα φλας μπακ, τα πεδία πραγματικότητας και φαντασίας και προβάλλει τον κρυμμένο πίσω από χιούμορ ανθρώπινο πόνο. Στάθηκε, όμως, και πολύ τυχερός με δύο ερμηνείες. Και μόνο για τη σκηνική χάρη, την αμεσότητα, το χιούμορ, τη "γεροντική" δροσιά και αφέλεια, την τρυφερότητα, τη δίψα του ανθρώπου σε κάθε ηλικία του για τη ζωή και την αγάπη σαν αντίσταση στα γηρατειά και στο θάνατο, που αναδύουν οι ερμηνείες της Νέλλης Αγγελίδου και του Αλέκου Αλεξανδράκη,αξίζει να δει κανείς την παράσταση. Πλάι τους, στάθηκε άξια η αισθαντική Θέμις Μπαζάκα.Αρμόζουσα για το ρόλο του Πήτερ η φυσιογνωμία του "άγουρου" ακόμα υποκριτικά Μάριου Ιορδάνου.Γόνιμη η σκηνική παρουσία του Νίκου Νίκα.

"Οι μαριονέτες του Ζάλτσμπουργκ"

Σε μια χώρα με τεράστια μουσική παράδοση, αλλά και παράδοση αιώνων στην τέχνη της μαριονέτας, όπως η Αυστρία, είναι φυσικό επόμενο η εισαγωγή των παιδιών στον κόσμο της μουσικής να αξιοποιεί και την τέχνη της μαριονέτας. Δείγμα αυτής της διπλής αυστριακής παράδοσης, της μουσικής και αισθητικής καλλιέργειας των παιδιών, της γνωριμίας τους με μουσικά και λυρικά αριστουργήματα, έδωσαν στο Μέγαρο Μουσικής οι "Μαριονέτες του Ζάλτσμπουργκ", με μια διασκευή για παιδιά του "Μαγικού αυλού" του Μότσαρτ, με το έργο του οποίου είναι κυρίως ασκημένος και ταυτισμένος ο περίφημος αυτός θίασος μαριονετών. Πρωτοδημιουργός, το 1913, των "Μαριονετών του Ζάλτσμπουργκ" ήταν ο γλύπτης Αντον Αϊχερ.Διάδοχοί του, τα παιδιά του Χέρμαν και Φριντλ Αϊχερ,οι οποίοι το 1952, με τον ειδικευμένο στον Μότσαρτ συγγραφέα και σκηνοθέτη Γκέτσα Ρεχ και τον σκηνογράφο Γκίντερ Σνάιντερ - Σίμσεν, ανέβασαν τον "Μαγικό αυλό", χρησιμοποιώντας μια ηχογράφηση από το Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ. Μια παράσταση συναρπαστική, που έκανε έκτοτε διάσημη την ομάδα των εξαίρετων μαριονετιστών και της οποίας τη θαυμαστή δημιουργία, από το 1977, διευθύνει η Γκρετλ Αϊχερ.

Μακράς παράδοσης και επεξεργασίας παράσταση "Ο μαγικός αυλός" ήταν αληθινή μουσική και εικαστική μαγεία για μικρούς και μεγάλους θεατές. Ενα μεγάλο μάθημα για τους τρόπους "οικοδόμησης" της μουσικής παιδείας των παιδιών. Συντελεστές αυτής της μαγείας - που δυστυχώς, όπως όλα τα θεάματα του ΜΜ, απευθυνόταν σε ελάχιστα παιδιά - οι εξαίσιες φωνές λυρικών καλλιτεχνών που τραγουδούν τους ρόλους. Τα αεικίνητα χέρια των έξι μαριονετιστών της ομάδας και της ίδιας της Γκρετλ Αϊχερ που κινεί την υπέροχη κούκλα του Παπαγκένα. Χέρια που με φυσικότητα, με μελετημένη και την παραμικρή λεπτομέρεια του χαρακτήρα και των ψυχολογικών αντιδράσεων κάθε ρόλου, της παραμικρής κίνησης του κορμιού, του κεφαλιού, των χεριών του, ακόμα και το πώς επιδρούν τα κλιματολογικά φαινόμενα στο κοστούμι κάθε κούκλας, κάνουν τις κούκλες να μοιάζουν "ζωντανά" πλάσματα. Η μαγεία οφείλεται και στα "αέρινα" ζωγραφικά σκηνικά και στο πλασμένο ανάλογα με το χαρακτήρα κάθε ρόλου πρόσωπο και κοστούμι της κάθε κούκλας (υπέροχα παραδείγματα τα πρόσωπα και τα κοστούμια του Παπαγκένα και της μεταμορφωμένης σε γριά Παπαγκένα), που δημιουργούν μια πανδαισία χρωμάτων. Στην απολαυστική αυτή γνωριμία των παιδιών με το αριστούργημα του Μότσαρτ, συνέβαλε με τη θέρμη, την απλότητα του λόγου του και το ανάλαφρο χιούμορ του ο Σπύρος Παπαδόπουλος,ως αφηγητής της ιστορίας, της οποίας το κείμενο επιμελήθηκε αισθαντικά ο Νίκος Μπακουνάκης.

"Η αίθουσα των διδασκόντων" στο "Βρετάνια"

Η ομάδα "Πεδίον",ευαισθητοποιημένη προφανώς απέναντι στα θέματα της παιδείας και τα πολλά διαρθρωτικά προβλήματά της - τα ιδιαιτέρως οξυμένα προβλήματα σε μεικτά σχολεία χωρών της σημερινής Ευρώπης, με παιδιά ντόπιων αλλά φτωχών μεταναστών, και κατανοώντας τον καθοριστικό ρόλο του δασκάλου στη διαμόρφωση και μόρφωση του παιδιού, στην καλή ή κακή σχέση του με την έννοια σχολείο και τη γνώση, επέλεξε να παρουσιάζει (κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο θέατρο "Βρετάνια") το έργο της Βελγίδας εκπαιδευτικού, ποιήτριας και θεατρικής συγγραφέως Λίλιαν Βούτερς "Η αίθουσα των διδασκόντων".Εργο του οποίου τα πρόσωπα είναι μια ομάδα εκπαιδευτικών. Εκπαιδευτικών, που αρκούνται σ' έναν πενιχρό μισθό, λίγο πολύ ρουτινιασμένων, με ξεπερασμένες αντιλήψεις και παιδαγωγικές μεθόδους, συμβιβασμένων με την υποβαθμισμένη από το ίδιο το κράτος παιδεία, επιφυλακτικών, ακόμα και ειρωνικών απέναντι στο"όραμα" του νεοδιοριζόμενου εκπαιδευτικού να επιτελέσει το κοινωνικό λειτούργημά του, ουσιαστικά αδιάφοροι για την εξέλιξη των παιδιών. Το έργο της Βούτερς, παρασάγγας απέχει σε δραματουργική και κοινωνική αξία από το σχετικό έργο της Ελλης Αλεξίου "Μια μέρα στο Γυμνάσιο",που θα μπορούσε καλύτερα να υπηρετήσει το στόχο του θιάσου.

Ωστόσο, παρά την αβαθή - ιδιαίτερα ως προς την κρατική εκπαιδευτική πολιτική - κριτική του, τους πλατειασμούς και τις επαναλήψεις του, το έργο αξίζει της ανταπόκρισης, κυρίως των εκπαιδευτικών και μαθητών. Η Ελένη Παπαχριστοπούλου μετέφρασε το έργο με γνώση της θεματικής, ενώ η σκηνοθεσία της έχει απλότητα και καθαρότητα, όπως και η δουλιά των συνεργατών της(Λουκάς Οικονομόπουλοςσκηνικό - κοστούμια και Πάνος Τσαπάραςμουσική επιμέλεια). Απειρη ακόμα στη σκηνοθεσία δεν κατάφερε να καθοδηγήσει την υποκριτική όλων των ηθοποιών. Λ.χ. να μετριάσει το υπερβολικό παίξιμο (με γκριμάτσες και πόζα του λόγου) του Γιάννη Σταματίου.Να βοηθήσει τον άτεχνο, αλλά με αξιόλογα, αν ασκηθούν υποκριτικά εφόδια Αλέξανδρο Ποντικάκη,τον άπειρο Πέτρο Αποστολόπουλο και την Αννα Δελαπόρτα.Να εναρμονίσει ερμηνευτικά τούς παραπάνω ηθοποιούς με τη σκεπτόμενη, αυτοελεγχόμενη ερμηνευτική απλότητα και φυσικότητα του Αντώνη Βλησίδη,και με την αμεσότητα και αλήθεια της Βίκης Σταύρακα και της Λαμπρινής Λίβα,που εναλλάξ ερμηνεύουν το ρόλο μιας ρουτινιασμένης εκπαιδευτικού, που δε βλέπει παρά την ώρα της συνταξιοδότησής της.

ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ