Σαν το παλιό καλό κρασί που όσο παλιώνει τόσο δυναμώνει η αξία, η ευωδιά, η ευφορία που προσφέρει, έτσι και το γραμμένο πριν τριάντα έξι χρόνια έργο δύο σπουδαίων συγγραφέων (με αυτόνομο αλλά και επί έτη κοινό έργο), το «Μιας πεντάρας νιάτα» των Ασημάκη Γιαλμά - Κώστα Πρετεντέρη, εξακολουθεί να προσφέρει μοναδική θεατρική ευωχία. Γιατί; Γιατί έχει γνήσια λαϊκή ελληνική «ταυτότητα». Ηθογραφική αλήθεια. Κριτική κοινωνική τόλμη. Βαθύτατο ανθρωπισμό. Αισιόδοξο μήνυμα. Ηθικό δίδαγμα. Επίκαιρο και σήμερα θέμα -την ταξική ανισότητα, το στρίμωγμα της φτωχολογιάς σε καμαρούλες μια σταλιά, τον αγώνα της για ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι της, την ανεργία των νέων, το φόβο της απόλυσης, τις συνήθεις «απαιτήσεις» του αφεντικού από τη νεαρή γραμματέα του και μύρια άλλα. Τέλεια «χτισμένους» χαρακτήρες. Γλώσσα λαϊκή, άμεση, ανεπιτήδευτη, ευθύβολη, χυμώδη. Χιούμορ οργιαστικό, αλλά με ευγένεια και ήθος. Εξοχη πλοκή, μαστορεμένη με ιδιοφυή φαρσικά ευρήματα.
Πρωτομάστορας της σύγχρονης θεατρικής ηθογραφίας μας -πρωτομάστορας, μιας βαθιά ανθρωπιστικής, κοινωνικά προοδευτικής και διδακτικού περιεχομένου δραματικής και κωμικής ηθογραφίας- ο Γρηγόριος Ξενόπουλος με τον αθάνατο δραματουργικά «Πειρασμό» του καυτηριάζει την υπεροπτική νοοτροπία, τις συνήθειες και τις συμπεριφορές των καλοζωισμένων αστών στις αρχές του 20ού αιώνα και τη διπλή εκμετάλλευση των κοριτσιών της φτωχολογιάς. Θεματικός πυρήνας του «Πειρασμού» είναι οι ερωτοτροπίες των βαριεστημένων από τις συζύγους τους αστών με τις νεαρές υπηρέτριες, αφ' ενός και αφ' ετέρου η κακομεταχείριση και απόλυση των άμοιρων δουλικών από τις ζηλιάρες αφέντρες τους.
Με αυτό το κλασικό έργο της νεοελληνικής δραματουργίας έσμιξαν το καλοκαίρι τις δυνάμεις τους, μοιράζοντας και τα οικονομικά βάρη, τα ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου και Βέροιας, ανεβάζοντας μια σεμνά ποιοτική παράσταση, που κράτησε το «άρωμα» της εποχής του έργου, αλλά και ανέδειξε τη διαχρονικότητα του θέματός του. Παράσταση καλοδουλεμένη σκηνοθετικά, ευφρόσυνη ερμηνευτικά, καλαίσθητη εικαστικά, αισθαντικά μελωδική, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη, σκηνικά Αντώνη Στεφανόπουλου, κοστούμια Ιουλίας Σταυρίδου, φωτισμούς Δήμου Αβδελώδη, μουσική - τραγούδια Ορφέα Περίδη. Καθοριστικά ερμηνευτικά στηρίγματα της παράστασης ήταν οι γεμάτες αίσθηση του χιούμορ, αλλά και των χαρακτήρων του κάθε ρόλου από τους άξιους και έμπειρους ηθοποιούς Ντίνο Καρύδη, Ολγα Δαμάνη, Γιώργο Μωρόγιαννη, Δημήτρη Μαυρόπουλο, Αγλαϊα Παππά, τους Τάσο Κορόζη, Χρήστο Τσίρτση και Σοφία Γιαννιώτη, που εκφραστικά έπλασαν λαϊκούς τύπους, τη θετική παρουσία του νέου Σπύρου Μαρκόπουλου, και βέβαια την ελπιδοφόρα, με υποκριτικό «νεύρο» και εκφραστική κίνηση, νέα ηθοποιό Ηρώ Κωστή, που υποδύθηκε την Καλλιόπη.
Ενας από τους σπουδαίους προδρόμους -«θεμελιωτές» της νεοελληνικής κοινωνικής ηθογραφικής κωμωδίας, ήταν και ο ξεχασμένος επί πολλές δεκαετίες στον 20ό αιώνα Ηλίας Καπετανάκης, του οποίου τη μονόπρακτη κωμωδία «Η βεγγέρα»... ανακάλυψε το θέατρό μας πριν τριάντα περίπου χρόνια, διαπιστώνοντας με έκπληξη την καυστική κοινωνική του τόλμη και την πρωτοπορία της υπερρεαλιστικής γραφής του, πολλά χρόνια πριν την εμφάνιση στην Ευρώπη του υπερρεαλισμού και του θεάτρου του «παραλόγου». Ο Καπετανάκης γράφοντας το 1894 τη «Βεγγέρα» ξεμπρόστιασε και γελοιοποίησε στην εντέλεια την αμόρφωτη, μίζερη, ξενομανή, ανερμάτιστη μικροαστική τάξη, η οποία αδιάφορη για το πού οδηγούσε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος και το λαό η ξενοκρατία, για να ανέλθει κοινωνικά και να «εξευρωπαϊστεί» μαϊμούδιζε ηλιθιωδώς τα ήθη, τις συμπεριφορές, τις συνήθειες του κάθε λογής και εθνικότητας ξένου κηφηναριού που πάτησε πόδι στην Ελλάδα.
Αυτή την επίκαιρη και σήμερα, απροκάλυπτα «δηλητηριώδη» σάτιρα ανέβασαν -σε συμπαραγωγή επίσης- τα ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής και Σερρών, σε σκηνοθεσία του Νίκου Αρμάου. Ο καλός σκηνοθέτης, έχοντας σκηνοθετήσει ξανά στο παρελθόν τη «Βεγγέρα», επέλεξε αυτή τη φορά μια έντονα φαρσική «ανάγνωση» του έργου και μια υπερβολική διακωμώδηση των προσώπων, η οποία προκαλούσε βέβαια το γέλιο του ανίδεο θεατή, αλλά ξεστράτισε από την ιδεολογική πρόθεση και το σατιρικό ήθος του Καπετανάκη. Τη σκηνοθετική κατεύθυνση ακολούθησαν όλοι οι καλλιτεχνικοί συντελεστές της παράστασης και οι περισσότεροι ηθοποιοί. Μόνες εξαιρέσεις οι πολύ καλές, μετρημένες και αρμόζουσες στο έργο ερμηνείες του Χρήστου Μωραΐτη και της Λένας Σαββίδου.