2023 The Associated Press. All |
Επικαλούμενος περιθώρια που δίνει στον Πρόεδρο των ΗΠΑ νόμος του 1977 για εισαγωγή ρυθμίσεων στις εμπορικές συναλλαγές σε περίπτωση «εθνικής έκτακτης ανάγκης», ο Τραμπ αναφέρθηκε στη «μεγάλη απειλή που αντιπροσωπεύουν οι παράτυποι μετανάστες και τα θανατηφόρα ναρκωτικά που σκοτώνουν συμπολίτες μας, συμπεριλαμβανομένης της φαιντανύλης». Κατηγόρησε και τις τρεις παραπάνω χώρες ότι εμπλέκονται στους σχετικούς κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ και ανακοίνωσε την επιβολή δασμών 25% στις εισαγωγές προϊόντων από τον Καναδά (με εξαίρεση την εισαγωγή καναδικών υδρογονανθράκων, που θα φορολογούνται με 10%) και το Μεξικό, όπως επίσης την επιβολή επιπλέον 10% στους υφιστάμενους δασμούς στα προϊόντα που εισάγονται από την Κίνα.
Η επιβολή των νέων δασμών - στους εμπορικούς εταίρους που αθροιστικά αντιπροσωπεύουν πάνω από το 40% των εισαγωγών στις ΗΠΑ - αναμενόταν να τεθεί σε εφαρμογή από σήμερα Τρίτη.
Από τη μεριά του Μεξικού, η Πρόεδρος της χώρας Κλαούντια Σεϊνμπάουμ ανακοίνωσε αρχικά «δασμολογικά και μη μέτρα», ωστόσο χθες δήλωσε ότι υπήρξε συμφωνία με την κυβέρνηση Τραμπ για «παύση» ενός μήνα στην επιβολή των αμερικανικών δασμών, μιλώντας μεταξύ άλλων και για διμερή παζάρια για την ασφάλεια στα σύνορά τους - είχε δε προτείνει και σύσταση «ομάδας εργασίας με τις καλύτερες ομάδες μας στους τομείς της ασφάλειας και της δημόσιας υγείας».
Από τη μεριά του Καναδά, ο πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό ανακοίνωσε άμεση επιβολή «δασμών 25% στα αμερικανικά προϊόντα, συνολικού ύψους 155 δισ. καναδικών δολαρίων (102 δισ. ευρώ)», ποσό που αντιστοιχεί στο ένα πέμπτο των ετήσιων αμερικανικών εισαγωγών στον Καναδά.
Την ίδια στιγμή, αξιωματούχος της καναδικής κυβέρνησης δήλωσε ότι η Οττάβα θα προσφύγει ενώπιον του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου κατά των νέων αμερικανικών δασμών, υποστηρίζοντας ότι «συνιστούν παραβίαση των δεσμεύσεων».
Από τη μεριά της η Κίνα ανακοίνωσε ότι «είναι έντονα δυσαρεστημένη και αντιτίθεται σθεναρά» στην επιβολή νέων δασμών, καθώς και ότι θα λάβει «αντίστοιχα μέτρα για την αποφασιστική προστασία» των κινεζικών «δικαιωμάτων και συμφερόντων», προσφεύγοντας και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.
Στις εξελίξεις αντιδρούν έντονα μια σειρά επιχειρηματικές οργανώσεις, όπως η ομοσπονδία μεξικανικών εταιρειών Coparmex, που υποστήριξε ότι οι αμερικανικοί δασμοί «αποτελούν άμεση απειλή για την ανταγωνιστικότητα της Βόρειας Αμερικής και την οικονομική σταθερότητα της χώρας μας», προμηνύοντας μεγάλη επιβράδυνση για μια σειρά κλάδους και ενώ η μεξικανική οικονομία παρουσιάζει ήδη «σημαντικές ενδείξεις αδυναμίας».
Αλλά και οι αρχές στην καναδική επαρχία Οντάριο, οικονομικό κέντρο του Καναδά, ανακοίνωσαν ότι θα απαγορεύσουν τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων με αμερικανικές εταιρείες, κίνηση που θα τις οδηγήσει «να χάσουν δεκάδες δισ. δολάρια σε νέα έσοδα», όπως είπε ο τοπικός πρωθυπουργός, Νταγκ Φορντ, ακυρώνοντας μάλιστα και σύμβαση που είχε υπογράψει με τη «Starlink», εταιρεία ιδιοκτησίας του Ιλον Μασκ.
Στο μεταξύ, ο Τραμπ ανήγγειλε δασμούς και απέναντι στην ΕΕ, λέγοντας ότι «δεν αγοράζουν σχεδόν τίποτα. Και εμείς τα αγοράζουμε όλα από αυτούς. Εκατομμύρια αυτοκίνητα, τεράστιες ποσότητες τροφίμων και αγροτικών προϊόντων (...) Και έχουμε τεράστιο έλλειμμα με την Ευρωπαϊκή Ενωση».
Από την πλευρά της η Κάγια Κάλας, επικεφαλής διπλωματίας της ΕΕ, σημείωσε ότι «αν οι ΗΠΑ ξεκινήσουν εμπορικό πόλεμο, αυτός που θα γελάει είναι η Κίνα. Είμαστε αλληλένδετοι, χρειαζόμαστε την Αμερική και η Αμερική μας χρειάζεται». «Αν δεχτούμε επίθεση σε εμπορικά θέματα, η Ευρώπη, ως μια ισχυρή δύναμη, πρέπει να γίνει σεβαστή και να αντιδράσει», τόνισε από την πλευρά του ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, ενώ ο Γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς είπε: «Είναι ξεκάθαρο ότι ως ισχυρή οικονομική αγορά μπορούμε να οργανωθούμε και να αντιδράσουμε στις τελωνειακές πολιτικές. Αυτό πρέπει να κάνουμε, και θα το κάνουμε. Ωστόσο, η προοπτική και ο στόχος μας θα έπρεπε να είναι το πώς θα οδηγηθούμε σε συνεργασία».
Βαθιά ανησυχία για το πώς οι νέοι δασμοί θα επηρεάσουν την παγκόσμια αγορά εξέφρασε μεταξύ άλλων και η κυβέρνηση της Ιαπωνίας.
Τα στοιχεία για το πολύνεκρο αεροπορικό δυστύχημα στην Ουάσιγκτον επιβεβαιώνουν για άλλη μια φορά ότι δεν φταίει «η κακιά η ώρα» και ότι μια σειρά προβλέψιμοι παράγοντες ευθύνονται σωρρευτικά για τη μοιραία σύγκρουση στον αέρα. Το γιατί φτάσαμε έως εκεί, το απαντάνε Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί με την πολιτική τους για «λιγότερο και φτηνότερο κράτος» στην υπηρεσία του κεφαλαίου, που ευθύνεται για την υποστελέχωση κρίσιμων για τον λαό υπηρεσιών, όπως αυτή της Πολιτικής Αεροπορίας, στο έδαφος της «απελευθέρωσης» των αερομεταφορών.
Ενώ λοιπόν η στοιχειώδης ασφάλεια των πτήσεων επιβάλλει να υπάρχουν τουλάχιστον 30 πιστοποιημένοι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας στο αεροδρόμιο «Ρέιγκαν» της Ουάσιγκτον, το προσωπικό ήταν σχεδόν το μισό! Αυτό επιβεβαιώνει η πιο πρόσφατη έκθεση προς το Κογκρέσο για την κατάσταση του αεροδρομίου, όπου στις 30 Γενάρη συγκρούστηκαν ένα πολιτικό αεροσκάφος και ένα στρατιωτικό ελικόπτερο, παρασέρνοντας στον θάνατο 67 επιβάτες. Σύμφωνα με καταγγελίες εκπροσώπων των εργαζομένων στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (FAA), η υποστελέχωση είχε ως συνέπεια να εργάζονται σε 10ωρες βάρδιες και με ένα μόλις ρεπό τη βδομάδα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια των πτήσεων.
Τα τελευταία χρόνια καταγράφεται αύξηση των λεγόμενων «near misses», δηλαδή ατυχημάτων που αποφεύγονται την τελευταία στιγμή και προειδοποιούν για νέες τραγωδίες στα αεροδρόμια των ΗΠΑ. Η πλειοψηφία τους σχετίζεται με τον αυξημένο φόρτο σε συνδυασμό με τις αποδεκατισμένες υπηρεσίες Πολιτικής Αεροπορίας. Αναφορές της αμερικανικής Εθνικής Ενωσης Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας σημειώνουν την επικίνδυνη κατάσταση σε αεροδρόμια που αποτελούν διεθνείς κόμβους, όπως της Νέας Υόρκης, όπου το προσωπικό είναι μόλις το 54% του συνιστώμενου για την ασφάλεια των πτήσεων!
Σε άλλα αεροδρόμια υπάρχουν «ελλείψεις ηλεκτρονικών συστημάτων ασφαλείας, που είναι διαθέσιμα από τη δεκαετία του 1980», όπως το εξελιγμένο σύστημα SURF-A (Surface-Alert), το οποίο απορρίφθηκε το 2021 επειδή - σύμφωνα με έκθεση - «βασικό ζήτημα ήταν το κόστος» και «τίποτα δεν μπορεί να ενεργοποιήσει μια τέτοια επένδυση - απλά δεν εντοπίζεται θέμα κινδύνου ή όφελος άξιο να ακολουθήσει κανείς», όπως δήλωναν εκπρόσωποι των αεροπορικών εταιρειών.
Οι συνέπειες αυτής της εγκληματικής πολιτικής είναι ίδιες σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο. Στην Ιαπωνία, για παράδειγμα, στις 2 Γενάρη 2024 ένα «Bombardier Dash 8» της ιαπωνικής Ακτοφυλακής συγκρούστηκε στο αεροδρόμιο «Χανέντα» του Τόκιο με ένα «Airbus A350-900» των Ιαπωνικών Αερογραμμών (JAL) με 379 επιβαίνοντες... Το σωματείο των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας κατήγγειλε ότι ενώ ο αριθμός των δρομολογίων έχει εκτοξευτεί, οι προσλήψεις κατάλληλα εκπαιδευμένων ελεγκτών είναι ελάχιστες.
Και δεν είναι μόνο αυτό... Εκθεση του Συμβουλίου για την Ασφάλεια των Μεταφορών της Ιαπωνίας (JTSB) κατέγραψε ότι τα τεχνικά συστήματα που χρησιμοποιούσε ο πύργος ελέγχου είχαν σοβαρά προβλήματα, όπως έλλειψη ηχητικού συναγερμού σε περιπτώσεις όπου αναπτυσσόταν «επικίνδυνη» ή «ασυνήθιστη» κίνηση σε αεροδιάδρομους. Αποκαλύφθηκαν επίσης ελλείψεις στην εκπαίδευση των εργαζομένων και ότι δεν υπήρχε ολοκληρωμένος σχεδιασμός για την αξιοποίηση συστήματος ελέγχου, που ενεργοποιήθηκε εν μέρει, με αποτέλεσμα να μην αποτραπεί η σύγκρουση.
Και αν αυτά ακούγονται κάπως ...μακρινά, ας δούμε τι καταγγέλλουν στη χώρα μας οι εργαζόμενοι στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας: Ενώ η κυκλοφορία αυξάνεται σταθερά και υπάρχουν μέρες που ξεπερνά τις 4.500 πτήσεις (ρεκόρ του 2022), το πρόβλημα της έλλειψης προσωπικού διογκώνεται, ιδιαίτερα σε κρίσιμες μονάδες, όπως στο Κέντρο Ελέγχου Περιοχής Αθηνών - Μακεδονίας, που παρακολουθεί τις περισσότερες πτήσεις εντός του FIR/UIR. Σ' αυτόν τον τομέα η κίνηση διπλασιάστηκε σε σύγκριση με το 2004, αλλά το προσωπικό μειώθηκε στο μισό, με ελάχιστες προσλήψεις τα τελευταία χρόνια.
Στο έδαφος της υποστελέχωσης, το κράτος δρομολογεί την υποκατάσταση της φυσικής παρουσίας εργαζομένων στους πύργους ελέγχου με συστήματα απομακρυσμένου ελέγχου, αυξάνοντας - εκτός όλων των άλλων - τον κίνδυνο κυβερνοεπιθέσεων, που μπορούν να αλλοιώσουν την εικόνα στο μόνιτορ του ελεγκτή. Τα ραντάρ, τα συστήματα απεικόνισης των δεδομένων και τα συστήματα επικοινωνιών μεταξύ των εργαζομένων, ή με τους πιλότους, είναι πάνω από 20 ετών. Εκτός του ότι δεν αντιστοιχούν στις σύγχρονες δυνατότητες και ανάγκες, ήδη κάποια έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας και υπάρχει περίπτωση να σταματήσουν να λειτουργούν κι άλλα, λόγω έλλειψης ανταλλακτικών, ενώ παράλληλα προετοιμάζεται η ιδιωτικοποίηση τεχνικών υπηρεσιών που συντηρούν τον εξοπλισμό και διορθώνουν βλάβες. Με τέτοιες συνθήκες δουλειάς και ασφάλειας των πτήσεων, μόνο οργή για το κράτος και την πολιτική του κέρδους προκαλεί η προειδοποίηση των εργαζομένων για «Τέμπη του αέρα»...
Σε παράκαμψη της Βουλής προχωρά, ήδη, με τη σειρά της η κυβέρνηση Φρανσουά Μπαϊρού στη Γαλλία, επιβεβαιώνοντας την αποφασιστικότητά της να επιταχυνθούν αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις, παρακάμπτοντας τους κατά τ' άλλα «ιερούς» θεσμούς της αστικής δημοκρατίας.
Οπως δήλωσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Μπαϊρού, η κυβέρνηση θα κάνει χρήση των «ειδικών εξουσιών» που παρέχει το Σύνταγμα για να περάσει τον προϋπολογισμό του 2025, με το επιχείρημα ότι «το σχέδιο προϋπολογισμού πρέπει να υιοθετηθεί χωρίς καθυστέρηση. Μια χώρα όπως η δική μας δεν μπορεί να μείνει χωρίς προϋπολογισμό». Θυμίζουμε ότι ο σημερινός κυβερνητικός συνασπισμός δεν διαθέτει απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή.
Από τη μεριά τους, η «Ανυπότακτη Γαλλία», το μεταλλαγμένο ΚΚ Γαλλίας και οι Οικολόγοι κατέθεσαν πρόταση μομφής που αναμένεται να συζητηθεί αύριο, Τετάρτη.
Την ίδια στιγμή, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας (PS) αποφάσισε σε χτεσινή συνεδρίαση του Εθνικού Γραφείου του, με 50 ψήφους υπέρ και μόλις 4 κατά, να μη στηρίξει την πρόταση μομφής. Θυμίζουμε ότι το PS και τα άλλα τρία κόμματα στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές είχαν συγκροτήσει το «Νέο Λαϊκό Μέτωπο», στο όνομα της αντιμετώπισης της ακροδεξιάς και της «Εθνικής Συσπείρωσης» (RN) της Μαρίν Λεπέν.
Οπως δήλωσε ο πρώην πρωθυπουργός του PS και ιδρυτικό του στέλεχος, Λιονέλ Ζοσπέν, αναπαράγοντας γνώριμους εκβιασμούς, αν ψηφιστεί η πρόταση μομφής «δεν θα υπάρχει διοίκηση πλέον και, στη δραματική οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, δεν θα υπάρχει ούτε προϋπολογισμός ούτε νόμος για τη χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης».