ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 4 Αυγούστου 2018 - Κυριακή 5 Αυγούστου 2018
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΗΠΑ - ΕΕ
Ο νέος προσωρινός συμβιβασμός προετοιμάζει τον σκληρότερο ανταγωνισμό

Από τη συνάντηση Τραμπ - Γιούνκερ

Copyright 2018 The Associated

Από τη συνάντηση Τραμπ - Γιούνκερ
ΗΠΑ και ΕΕ περνούν σε φάση ευρύτερης διαπραγμάτευσης βολιδοσκοπώντας παράλληλα τα περιθώρια δημιουργίας «μετώπου» απέναντι σε ανταγωνιστικά μονοπώλια της Κίνας, της Ρωσίας και άλλων δυνάμεων, μεταξύ άλλων και μέσω της προώθησης «μεταρρυθμίσεων» στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Αυτό μπορεί να βγει ως πρώτο συμπέρασμα μετά την πολύωρη συνάντηση που είχαν στις 25 Ιούλη στο Λευκό Οίκο ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν - Κλοντ Γιούνκερ. Οι δύο ηγέτες εμφανίστηκαν να μιλάνε για «συμφωνία επί της αρχής» σε σειρά θεμάτων, κάτι που καταγράφει έναν νέο προσωρινό συμβιβασμό και σηματοδοτεί την πορεία σκληρότερων παζαριών στο ευρύτερο πλαίσιο της Διατλαντικής Συμφωνίας Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP), που έχουν «παγώσει», ενώ ο Αμερικανός Πρόεδρος έχει ξεκαθαρίσει ότι θέλει να επαναδιαπραγματευτεί σε νέα βάση. Παρά τις πρώτες εκτιμήσεις αστικών επιτελείων περί «ανακωχής», «αποτροπής του εμπορικού πολέμου» και άλλα βαρύγδουπα, στη συνέχεια πιο ψύχραιμες προσεγγίσεις μιλάνε για το πιο σκληρό παζάρι που θα ακολουθήσει με όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.

Στην κοινή δήλωσή τους καταγράφεται η επιθυμία τους να περάσουν τις σχέσεις «σε νέα φάση στενής φιλίας» και «ισχυρών εμπορικών σχέσεων» και να συνεργαστούν στην κατεύθυνση των «μηδενικών δασμών», μηδενικών μη δασμολογικών φραγμών, μηδενικών επιδοτήσεων σε βιομηχανικά προϊόντα, στις υπηρεσίες, στα χημικά, ιατροφαρμακευτικά προϊόντα και στη σόγια, με εξαίρεση την αυτοκινητοβιομηχανία, όπου παραμένουν οι υπάρχοντες δασμοί αλλά «παγώνουν», τουλάχιστον προσωρινά, οι επιπρόσθετοι δασμοί κατά 25% με τους οποίους είχε απειλήσει η αμερικανική κυβέρνηση. Δίνονται διαβεβαιώσεις ότι όσο διαρκούν οι διαπραγματεύσεις δεν θα υπάρξουν νέες αυξήσεις στους δασμούς και μονομερείς ενέργειες, παρά μόνο αν μια από τις πλευρές αποχωρήσει από τις διαπραγματεύσεις.

Ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο της «προσωρινής συμφωνίας» είναι η ενίσχυση της συνεργασίας στον τομέα της Ενέργειας, ώστε η ΕΕ να αυξήσει τις εισαγωγές αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και να διαφοροποιήσει τις πηγές Ενέργειας, ουσιαστικά ελαττώνοντας την εξάρτηση από τα ρωσικά μονοπώλια. Ακόμα γίνεται λόγος για την ανάγκη οι δύο πλευρές «να ενώσουν δυνάμεις για να προστατεύσουν καλύτερα αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες από άδικες διεθνείς εμπορικές πρακτικές» και να συνεργαστούν ως «ομοϊδεάτες εταίροι» στη μεταρρύθμιση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και την αντιμετώπιση άδικων εμπορικών πρακτικών, όπως η κλοπή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, η αναγκαστική μεταφορά τεχνολογίας, βιομηχανικές (κρατικές) επιδοτήσεις κ.ά., κάτι που παραπέμπει στον ανταγωνισμό με την Κίνα.

Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Στίβεν Μνούτσιν, ανακοίνωσε παράλληλα πως συγκροτούνται σύντομα ομάδες εργασίας ΗΠΑ - ΕΕ, που θα αναλάβουν τη διαπραγμάτευση δίνοντας προτεραιότητα στους δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο.

«Υπόσχεση» για εισαγωγές σόγιας και LNG

Διαφάνηκε ωστόσο ότι η «συμφωνία» επήλθε αφότου η ΕΕ, μέσω του Γιούνκερ, υποσχέθηκε πως θα εισάγει περισσότερο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) και περισσότερη μεταλλαγμένη σόγια από τις ΗΠΑ (ώστε να καλυφθεί ένα μέρος του κενού που προκαλούν οι πρόσφατοι κινεζικοί δασμοί σε αμερικανικά αγροτικά προϊόντα). Ο ίδιος χαρακτήρισε τη συνάντηση «εποικοδομητική», ξεκαθαρίζοντας πως στόχος του ήταν από την αρχή η επίτευξη συμφωνίας. «Καθορίσαμε τομείς συνεργασίας προς την κατεύθυνση μηδενικών δασμών σε βιομηχανικά προϊόντα και αποφασίσαμε να ενισχύσουμε τη συνεργασία στην Ενέργεια. Η ΕΕ θα φτιάξει περισσότερους τερματικούς σταθμούς LNG για εισαγωγή από τις ΗΠΑ. Αυτό είναι μήνυμα προς άλλους». Ωστόσο, δεν είναι λίγα τα δημοσιεύματα που σημειώνουν ότι η όποια συμφωνία επιτεύχθηκε είναι περισσότερο συμβολική, αφού δεν είναι δεσμευτική και ακόμα και όταν καταλήξει σε κατευθύνσεις δεν είναι βέβαιο ότι τα αμερικανικά μονοπώλια της Ενέργειας και τα αντίστοιχα ευρωενωσιακά θα έρθουν σε συμφωνία για την αρκετά κοστοβόρα μεταφορά υγροποιημένου αερίου. Μάλιστα, γερμανικοί όμιλοι που έχουν διευρυμένη συνεργασία με ρωσικούς ενεργειακούς κολοσσούς και προχωράνε σε σχέδια αγωγών μεταφοράς, όπως ο «Nord Stream 2», παράλληλα με τον υπάρχοντα «Nord Stream 1», είναι αρνητικοί στο LNG, γιατί απλά δεν τους συμφέρει. Αλλωστε, το κόστος είναι το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιεί και η Ρωσία.

Τις μεγαλύτερες επιφυλάξεις για την «προσωρινή συμφωνία» διατύπωσε η γαλλική κυβέρνηση, που βλέπει ότι η ήδη ριγμένη αστική της τάξη (σε σχέση με την ηγετική δύναμη της ΕΕ, Γερμανία) μπορεί να έχει και άλλη χασούρα. Ειδικά με τη συμφωνία για τη σόγια βλέπει περαιτέρω απειλή για τον αγροτοβιομηχανικό τομέα της Γαλλίας καθώς και τον κίνδυνο αντιδράσεων από αγρότες παραγωγούς. «Μία καλή εμπορική συζήτηση δεν μπορεί να γίνει χωρίς σαφείς βάσεις και υπό το καθεστώς πιέσεων», δήλωσε με νόημα ο υπουργός Οικονομίας, Μπρούνο Λεμέρ.

Από την άλλη, την ικανοποίηση για ό,τι επιτεύχθηκε εξέφρασε η γερμανική κυβέρνηση. Κυρίως για την αποφυγή της επιβολής δασμών 25% στις εισαγωγές γερμανικών αυτοκινήτων στις ΗΠΑ, αφού μονοπώλια όπως η «Mercedes-Benz» ή η BMW έχουν το 15% της αμερικανικής αγοράς.

Σκεπτικισμός για τη συνέχεια

Είναι χαρακτηριστικά δύο δημοσιεύματα που εκφράζουν μεν διαφορετικές σκοπιμότητες αλλά δεν μπορούν παρά να παραδεχτούν ότι η συμφωνία οδηγεί σε ακόμα σκληρότερο παζάρι.

Στην αγγλική έκδοση του γερμανικού περιοδικού «Σπίγκελ» σημειώνεται σε άρθρο - ρεπορτάζ στις 27 Ιούλη με τίτλο «Πώς ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κέρδισε τον Τραμπ»: «Είναι πολύ νωρίς ακόμα να πει κανείς πόσο θα κρατήσει αυτή η συμφωνία. Πολλοί φοβούνται ότι μπορεί με ένα απειλητικό μήνυμα στο "Τwitter" του Τραμπ όλη η υπόθεση να ξαναγυρίσει πίσω». Και σε άλλο σημείο αναφέρει: «Τελικά, το αποτέλεσμα της συνάντησης της Ουάσιγκτον αποδείχθηκε νίκη για τους μετριοπαθείς στην ΕΕ έναντι εκείνων που ήθελαν γραμμή σκληρής εμπορικής αντιπαράθεσης έναντι των ΗΠΑ, ειδικά στη Γαλλία. Λίγο πριν από την επίσκεψη του Γιούνκερ, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρούνο Λεμέρ, είχε δηλώσει: "Είμαστε στη μέση ενός εμπορικού πολέμου". Αρνήθηκε να συζητήσει τη μείωση φόρων μέχρις ότου οι ΗΠΑ αποσυρθούν από την αύξηση των δασμών. "Αρνούμαστε να διαπραγματευτούμε με το πιστόλι στον κρόταφο", είχε είπε πρόσφατα.

Αλλά οι Γάλλοι δεν μπόρεσαν να κυριαρχήσουν με τη σκληρή γραμμή τους, επειδή οι περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ είχαν μετατοπιστεί στη γερμανική θέση, ιδιαίτερα εκείνες με ισχυρή αυτοκινητοβιομηχανία - Ιταλία, Ισπανία, Σουηδία και Πολωνία, και αργότερα Τσεχία και Σλοβακία. Επόμενα η γαλλική έκκληση για περαιτέρω διευκρινίσεις είναι πιθανό απλώς να εξαφανιστεί.

Οι Ευρωπαίοι υιοθέτησαν το παλαιό δόγμα της "ευέλικτης αντίδρασης" του ΝΑΤΟ, το οποίο απαιτεί ποικίλες αντιδράσεις σε επιθέσεις από αντιπάλους. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αυτό σήμαινε να αντιδράσει λογικά σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης, αφήνοντας την πόρτα μοισάνοιχτη για συνομιλίες και διαπραγματεύσεις. Το δόγμα σχεδιάστηκε από Αμερικανούς στρατηγούς και τώρα έφερε την επιτυχία των Ευρωπαίων». Η ανάλυση αυτή σαφώς «κλίνει» προς τη γερμανική πλευρά και δείχνει ανάγλυφα τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ αναφορικά και με τη στάση απέναντι στις ΗΠΑ.

Στον βρετανικό «Γκάρντιαν», σε άρθρο - ρεπορτάζ στις 26 Ιούλη με τίτλο «Οι συνομιλίες των Τραμπ - Γιούνκερ αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό», αναφέρεται χαρακτηριστικά:

«Οσο θετική και αν ακούγεται η εμπορική συμφωνία για τα βιομηχανικά προϊόντα - η παρακμή της Διατλαντικής Συμφωνίας Εμπορίου και Επενδύσεων στην οποία οδηγήθηκε από τον Τραμπ - η ΕΕ έχει μια πολιτική να μην συνάπτει συμφωνίες με κράτη που δεν έχουν υπογράψει τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα. Ετσι είναι δύσκολο να προβλέψουμε τι θα γίνει». Στη συνέχεια επικαλείται την άποψη του Γκούντραμ Βολφ, διευθυντή της δεξαμενής σκέψης «Βruegel» με έδρα τις Βρυξέλλες, ο οποίος δήλωσε: «Οι συνομιλίες του Λευκού Οίκου, για όλα αυτά, πρέπει να θεωρηθούν επιτυχία και για τις δύο πλευρές. Ο Αμερικανός Πρόεδρος είχε υποστεί εγχώριες πιέσεις καθώς οι εξαγωγείς άρχισαν να αισθάνονται την επίδραση των υφιστάμενων κυρώσεων της ΕΕ και ίσως αναζητούσαν έναν τρόπο να αποφύγουν περαιτέρω κλιμάκωση πριν από τις αμερικανικές ενδιάμεσες εκλογές. Ο Γιούνκερ κατάφερε να αγοράσει χρόνο για την γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία...».

Και συνεχίζει το άρθρο: «Παραμένει βαθύς σκεπτικισμός μεταξύ των κρατών - μελών της ΕΕ. Η Γαλλία και η Ολλανδία επέμεναν να μην διαπραγματευτεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τον Τραμπ αν αυτός δεν απέσυρε τις τιμωρητικές κυρώσεις στον χάλυβα και το αλουμίνιο που ξεκίνησαν τον εμπορικό πόλεμο.

Ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, ήταν ένας από εκείνους που επέμεινε ότι η ΕΕ δεν θα διαπραγματευτεί με το πιστόλι στον κρόταφο. Τα 28 κράτη - μέλη συμφώνησαν επιπρόσθετα στη Σύνοδο Κορυφής στη Σόφια τον Μάιο ότι κάθε συμφωνία για τα βιομηχανικά αγαθά με τις ΗΠΑ θα γινόταν με τη μορφή συμφωνίας για τις δημόσιες συμβάσεις, ανοίγοντας τις αμερικανικές συμβάσεις στους παρόχους της ΕΕ.

"Δεν μπορούμε να δίνουμε τίποτα δωρεάν", δήλωσε ένας διπλωμάτης της ΕΕ και συμπλήρωσε: "Το όπλο είναι στο τραπέζι και το μπαζούκας των δασμών στα αυτοκίνητα στο ντουλάπι και μπορεί να επανέλθει ανά πάσα στιγμή"». Με αυτόν τον τρόπο δίνει το εν λόγω δημοσίευμα το στίγμα της ρευστότητας της κατάστασης και του σφοδρού ανταγωνισμού που οξύνεται ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ. Αυτός βεβαίως είναι «κομμάτι του παζλ» της όξυνσης του ανταγωνισμού συνολικά στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, που είναι ένας «πόλεμος όλων με όλους», με βασικά θύματα τους εργαζόμενους σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο.


Δ. Κ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ