ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 1 Φλεβάρη 2025 - Κυριακή 2 Φλεβάρη 2025
Σελ. /40
«Οι τρεις καλικάτζαροι και η αποστασία»

Ενα μυθιστόρημα με εκπλήξεις, ανατροπές και συγκίνηση

Μια μέρα, που είναι 3 Φλεβάρη, ετοιμάζονται να πάνε οικογενειακώς στην Ασημίνα. Είναι η γιορτή γιαγιάς και εγγονής και θα την γιορτάσουν με επιλεγμένους συγγενείς και δυο-τρεις γείτονες. Πρέπει να είναι κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '60 και η μικρή έχει μεγάλη χαρά και αγωνία, γιατί θα είναι στο τραπέζι και ο Δημήτρης. Απορεί πώς τα κατάφερε ο παππούς να πείσει την Ασημίνα να τραπεζώσει τον νεαρό «κουμουνιστή» και ποιος ξέρει πώς θα του φερθεί το βράδυ. Θα 'ναι ακόμα και η κυρα-Ανδρομάχη κι ο κυρ Νικήτας με τη Λαμπρινή, που ποιος ξέρει τι γλυκά θα τους φέρει.

Στη διαδρομή, η πολύ ευδιάθετη μικρή τραγουδάει αυτό που λένε τα παιδιά στο διάλειμμα -χορεύοντας γιάνκα- και που η δασκάλα τα έβαλε τιμωρία, απαγορεύοντάς τους να το ξαναπούν.

«Γιάνκα χορεύει η Αννα Μαρία

γιάνκα χορεύει και ο βασιλεύς

γιάνκα χορεύει και η Αλεξία

μέσα στις φασκιές».

Η μαμά τής λέει να μην τραγουδάει αηδίες και τότε εκείνη, για να την ευχαριστήσει, ξεκινάει να τραγουδάει δυνατά το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», που τραγουδάει εκείνη στο σπίτι. Η μαμά της κλείνει αμέσως το μισάνοιχτο παράθυρο του αυτοκινήτου και της λέει να ησυχάσει επιτέλους.

Οταν φτάνουν στο Βοτανικό, η εορτάζουσα Ασημίνα έχει μαγειρέψει ό,τι μαγειρεύεται. Εχει στρώσει το μεγάλο τραπέζι του «καλού» δωματίου, που ανοίγει σπάνια, με το κεντημένο με τα χεράκια της λευκό τραπεζομάντιλο, έχει βγάλει το καλό σερβίτσιο, έχει ήδη σερβίρει τα «πρώτα» κι έχει βάλει στο ραδιόφωνο σταθμό με ελαφρά τραγούδια. Βρίσκονται ήδη εκεί πρώτη - πρώτη η Ανδρομάχη από δίπλα, η θεία Αλεξάνδρα με τον άντρα της και η θεία Λενιώ μόνη της, αφού ο δικός της άντρας, ακούγοντας τη σύνθεση του τραπεζιού, επέλεξε να γριπιαστεί αιφνιδίως και να γλιτώσει τις μονίμως δυσάρεστες εκπλήξεις του Βουτσαρέικου.


Η μικρή κοιτάζει γύρω - γύρω και, μη βλέποντας πουθενά κάποιο δώρο για τη γιορτή της, κάθεται στο τραπέζι. Επιλέγει άδεια θέση από τη μια πλευρά, για να κάτσει ο Δημήτρης όταν έρθει.

Και ιδού ο νυμφίος έρχεται. Κρατάει δύο τσάντες, που σίγουρα είναι δώρα. Κάθεται δίπλα της, ενώ η Ασημίνα τον κοιτάζει με το πιο ξινό ύφος του κόσμου. Χαμογελάει μόνο για δευτερόλεπτα, σχεδόν μορφάζοντας, όταν της δίνει το δώρο της, ένα ωραίο βαζάκι μουράνο.

Υστερα ο Δημήτρης γυρίζει στο κορίτσι και του δίνει την άλλη τσάντα. Βγάζει κάτι από μέσα.

- Κοίτα τι σου έφερα!

Το κορίτσι σκίζει βιαστικά το περιτύλιγμα, που δεν είναι από βιβλιοπωλείο.

- Δεν τα αγόρασα, τα είχα κρυμμένα στο σπίτι μου, μην τα δουν όλοι εδώ και κοίτα, μην τα έχεις φάτσα φόρα. Τους κόλλησα κι άλλα εξώφυλλα, θα σου πω μετά, της λέει σιγά στο αφτί και μετά δυνατά:

- Χρόνια πολλά, Μίνα, και καλή πρόοδο!

Το κορίτσι ανοίγει το πρώτο βιβλίο. Είναι το «Ενα παιδί μετράει τ' άστρα» του Μενέλαου Λουντέμη.

Το άλλο είναι το «Ηθελε να την λένε κυρία» της Ελλης Αλεξίου. Το ένα έχει εξώφυλλο τον Δία και την Ηρα στον Ολυμπο και το άλλο τον Μάρκο Μπότσαρη.

Μα πόσο ευρηματικός αυτός ο όμορφος ο μέντοράς του!

Τελικά, παρατηρώντας τον λοξά, καταλήγει πως παραείναι ωραίος ο Δημήτρης απόψε. Φοράει κι ένα γαλάζιο πουλόβερ ίδιο με τα μάτια του και έτσι όπως θαυμάζει το προφίλ του, όταν μιλάει με τον παππού, φαντάζεται τον εαυτό της, χρόνια μετά, δίπλα του, μακριά απ' όλους αυτούς τριγύρω, να τρέχουν σε δάση κι αμμουδιές, ν' ανεμίζουν τα αέρινα ρούχα της όπως στις ταινίες και μετά να κάθονται μπροστά σ' ένα τζάκι και να πίνουν βερμούτ.

Τις σκέψεις της διακόπτει η Ανδρομάχη, που αποφασίζει να ευχηθεί υψώνοντας, αντί για ποτήρι, ένα μπούτι κοτόπουλου.


- Λοιπόν, εύχομαι χρόνια πολλά και στις δύο και εις ανώτερα. Να έχετε πάντα τα πιο ωραία κουνέλια και τις πιο στρουμπουλές κότες με τα πιο πολλά αβγά και να κάνετε τις πιο πολλές σπανακόπιτες, με αυτό το ωραίο φύλλο της κυρα-Ασημίνας. Να μη σταματάτε να μαγειρεύετε και να μας φωνάζετε να τρώμε. Κι όσα περισσέψουν, να ξέρετε πως εγώ είμαι εδώ και...

- Εντάξει, εντάξει, θα τα πάρεις όλα μετά, την διακόπτει η Ασημίνα, που έχει ξεκινήσει να σερβίρει όλους τα θρυλικά της μπουρεκάκια, εκτός από τον Δημήτρη.

Κοιτάζονται με το κορίτσι και κρυφογελάνε με το χούι της να τον αγνοεί.

Οταν η γιαγιά πάει στην κουζίνα ν' ανανεώσει τα πιάτα, οι άντρες της παρέας γυρίζουν την κουβέντα στα Ιουλιανά και στην αποστασία, λέγοντας για κάποιον Μητσοτάκη και Στεφανόπουλο, και πως ο Παπανδρέου, με τις μεγαλοστομίες του, βάζει από το παρασκήνιο τρικλοποδιές στον λαό.

Ο Δημήτρης λέει ότι πρέπει να επαγρυπνούμε, γιατί οι συνωμότες είναι αδίστακτοι και μας σπρώχνουν στην ανωμαλία. Λέει κάτι και για τη δολοφονία ενός φοιτητή, του Σωτήρη Πέτρουλα, στη Σταδίου κι ο παππούς συμφωνεί σε όλα μαζί του.

Μιλάει ωραία και ήρεμα, κι αυτά που λέει πρέπει να είναι σημαντικά, αλλά με το που μπαίνει η Ασημίνα στο δωμάτιο σταματάει απότομα τις πολιτικές αναλύσεις του και εκθειάζει μόνο τα δημιουργήματά της.

Εκείνη όμως δεν αποχωρίζεται στιγμή την ξινίλα στο βλέμμα όταν τον κοιτάζει.

Τα αίματα ανάβουν όταν καταφτάνουν γελαστοί και αεράτοι ο βοηθός του παππού στο ταμπάκικο, ο κυρ-Νικήτας (αυτός που η γιαγιά λέει μπαρμπα-γαμίκο) με την Λαμπρινή (αυτή που λέει η γιαγιά χαμουροπιπίτσα), το μπαγλαμαδάκι του κι ένα ταψί κανταΐφι.

Μετά από τις χαιρετούρες, τις ευχές και την παραλαβή του ταψιού με το απαραίτητο «δεν ήταν ανάγκη» της Ασημίνας, ξεκινούν τα όμορφα:


- Το πρώτο τραγούδι θα το αφιερώσουμε στην πριγκιπέσσα μας, που της αρέσει κι ο σινεμάς.

Το κορίτσι παίρνει τα πάνω του. Ο Νικήτας την είπε πριγκιπέσσα μπροστά στον Δημήτρη. Η Αλεξάνδρα κλείνει το ραδιόφωνο την ώρα που ο Γούναρης απευθύνεται σε κάποιο πουλί -μάλλον- λέγοντας:

«Αχ σουσουράδα, σουσουράδα, ψέματα μου λες αράδα».

Πέφτουν οι πρώτες πενιές από τον μπαγλαμά (αυτό που η Ασημίνα λέει «ζητιανόξυλο») κι αρχίζει το κελάηδισμα:

«Αν μ' αξιώσει ο Θεός λεφτά και αποκτήσω

θα χτίσω ένα μέγαρο τους πλούσιους να ελκύσω

θα 'ρχόντουσαν πελάτες μου κορίτσια να 'χουν τρέλες

κι ο Βίλι Φριτς θα σκάρωνε αφράτους αργιλέδες.

Η Γκρέτα Γκάρμπο, μάγκα μου, θ' ανάβει το τσιμπούκι

κι ο Ζακ Κιεπούρα στη γωνιά θα παίζει το μπουζούκι

ο Τζίμι Λόντος για νταής θα κάθεται στις τσίλιες

κι η Λίλιαν η Χάρβεϊ θα διώχνει τους μπασκίνες».

Ο Δημήτρης κι ο παππούς γελάνε, θείες, μπαμπάς, μαμά κι Ανδρομάχη κρατάνε τον ρυθμό με παλαμάκια, το κορίτσι καμαρώνει, τα ποτήρια τσουγκρίζουν, τα πιάτα αδειάζουν και η Ασημίνα βγάζει φωτιές από αφτιά και μύτη. Της καταντήσανε τεκέ το σαλόνι. Ακόμα δεν μπορεί να χωνέψει πώς την τύλιξε ο Σωτήρης κι έφερε αυτούς τους τρεις καλικάντζαρους στη γιορτή της.

Ωρες είναι να πεταχτεί και κανένα από εκείνα τα χοντρά τσιγάρα που συνηθίζει να φουμάρει ο Νικήτας, να μαστουρώσουν μικροί και μεγάλοι.

Και να 'ταν μόνο αυτό; Οταν εκείνος το γυρίζει σε τσιφτετέλι και σηκώνεται η Λαμπρινή να χορέψει, η γιαγιά αποσύρεται κατακόκκινη, στα ενδότερα, μάλλον για να πάρει το χάπι της πίεσης.

Και τεκέ, και καφέ σαντάν το κάνανε το σπίτι της! Φεύγοντας όμως από το σαλόνι, χάνει το σκηνικό που σηκώνεται και η Ανδρομάχη να χορέψει, πιο μερακλωμένη απ' όλους, φωνάζοντας:


- Να πεθάνουν οι νοικοκυραίοι και οι καθωσπρέπει! Γεια σου, βρε Νικήτα άρχοντα, με την κυρά σου τη ζημιάρα! Οπα!

Στο τέλος του απροσδόκητου οριεντάλ της μαυροντυμένης ηλικιωμένης και μετά από την εντελώς θεατρική υπόκλισή της κι ενώ η Ασημίνα δεν έχει εμφανιστεί ακόμη, ο Δημήτρης ρωτάει ευγενικά:

- Μαστρο-Νικήτα, να τραγουδήσουμε μαζί στην εορτάζουσα το «Πριν το χάραμα μονάχος»;

- Αμέ, Μητσάρα μου, ό,τι λαχταράς εσύ. Ελα ξεκίνα και θα σε βρω.

Και ξεκινάει ο Μητσάρας, που, χωρίς την Ασημίνα Βεληγκέκα από πάνω του, είναι χαρά Θεού:

«Πριν το χάραμα μονάχος εξεκίνησα

αχ, και στο πρώτο μας το στέκι την αυγούλα γύρισα

αν και άλλη μ' είχε μπλέξει με καμώματα.

Αχ, σ' αγαπώ κι ήρθα κοντά σου πριν τα ξημερώματα».

Το κορίτσι τον χαζεύει έτσι ωραία που τραγουδάει, βλέπει και όλους γύρω να μοιάζουν ευτυχισμένοι, έχει και τη μαμά δίπλα να του κρατάει το χέρι, λείπει και η Ασημίνα, ξανακοιτάζει τον Δημήτρη που του τραγουδάει κι αναρωτιέται από μέσα του: «Βρε, λες να μ' αγαπάει;» κι απαντάει αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη: «Ε, ναι, βρε χαζό, δεν το βλέπεις; Φως φανάρι, σ' αγαπάει ο Δημήτρης. Είναι θέμα χρόνου να σε ζητήσει σε γάμο. Κι ας είσαι μόνο οχτώ χρονώ».



Της
Σεμίνας ΔΙΓΕΝΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ