ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 22 Μάρτη 2025 - Κυριακή 23 Μάρτη 2025
Σελ. /40
«Τώρα πια δεν φεύγω από κοντά σας... »

Ενα μικρό αφιέρωμα στη ζωή και την ποίηση του μεγάλου Αγγελου Σικελιανού τη δεκαετία του '40, με αφορμή τη συμπλήρωση 141 χρόνων από τη γέννησή του

«...τώρα πια δεν φεύγω από κοντά Σας,

μηδέ στιγμή να φύγω από κοντά Σας

ζητώ, γιατί έχω κάμει απ' την καρδιά μου,

για να χορεύετε, λεβέντες μου, έν' αλώνι...»

Απόσπασμα από το ποίημα «Στυγός Ορκος» του Αγγελου Σικελιανού, που αυτόν τον μήνα συμπληρώνονται 141 χρόνια από τη γέννησή του. Είναι μια από τις σημαντικότερες φιγούρες, που κυριάρχησε για σαράντα χρόνια στην πνευματική ζωή της Ελλάδας. Ωστόσο «ούτε το μεγάλο και πολυσύνθετο ταλέντο του, ούτε το τεράστιο σε όγκο και πρωτοτυπία έργο του θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν και να αναγνωριστούν από τη συνείδηση του λαού, χωρίς τον προοδευτικό προσανατολισμό του ποιητή τα τελευταία χρόνια της ζωής του (1940 - 1951)», όπως έγραφε ο Τάκης Αδάμος στον «Ριζοσπάστη».

Σε τούτο το μικρό αφιέρωμα θα εστιάσουμε σε εκείνα τα χρόνια. Την περίοδο που «κατέβηκαν τα ψηλά φράγματα που του έκρυβαν τον ορίζοντα» και αντίκρισε τον λαό στην αδιάκοπη κίνησή του, κατανοώντας τι μπορεί να πετύχει αν πιστέψει στη δική του δύναμη, όταν αγωνίζεται για τη «Λευτεριά» και «μια νέα ζωή». Τότε που πραγματώθηκε το μεγάλο άλμα στη συνείδησή του, από τις υπερβατικές αναζητήσεις στη ζώσα πραγματικότητα, και κατανόησε την αποστολή της Τέχνης του. Τότε που απαρνήθηκε την τάξη του και για συντρόφους πήρε τους ταπεινούς ανθρώπους. Αυτοί είναι πια οι κοινωνοί της μεγάλης Ποίησής του, σε αυτούς χαρίζει τα πιο σπουδαία τραγούδια του.

Ψεύτικοι θεοί πολλοί σαπίζουν τη φύση,

αλλά ο θεός που είναι ο λαός θα παραμείνει πάντα

στη σαθρή γη για να φέρει την ευημερία της...

Καρδιά, παιδιά...

Ο καθολικός αέρας της Ζωής

Το έργο του Σικελιανού είναι και ποσοτικά και ποιοτικά πολύ και μέγα. Γεννήθηκε στη Λευκάδα, τον Μάρτη του 1884. Από την επιβλητική του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα μέχρι την τελευταία του στιγμή, αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες μορφές της πνευματικής ζωής. Ενας δημιουργός που άνοιξε νέους και τολμηρούς δρόμους.


Στα 25 του χρόνια, με τον «Αλαφροΐσκιωτο», καθιερώθηκε ως ποιητής. Από την αρχή έδειξε το ταλέντο του. Μια ποίηση γεμάτη ορμή και έκσταση χαρακτήρισε το έργο του ο Μάρκος Αυγέρης, ενώ ο Κώστας Βάρναλης μίλησε για τους πρωτάκουστους ήχους του, με τα θαμπωτικά χρώματά του και την «ασύγκρατη χαρά της ζωής και της φύσης».

Η άνοδος του φασισμού, ο ιταλοελληνικός πόλεμος, η Κατοχή και η Αντίσταση επηρεάζουν βαθιά τον ποιητή.

«Ποια άλλη οργανικότερη λοιπόν στιγμή για να συμφιλιωθεί ο ποιητής με τη βαθύτερην συγχρόνως και πλατύτερην αποστολή του; Ο Λόγος του - το νιώθουμε πλέον όλοι - δεν μπορεί από 'δω και πέρα να περιοριστεί στα παρεκκλήσια μοναχά της Τέχνης, ούτε ακόμα και μες στην πλατύτερη τοιχόκλειστη εκκλησιά. Του χρειάζεται ο καθολικός αέρας της Ζωής...», γράφει ο ίδιος στον ανολοκλήρωτο πρόλογό του στη «Θυμέλη», εξηγώντας τη μεταστροφή του.

Και δεν ήταν ο μόνος. Τον ίδιο δρόμο βαδίζουν εκείνα τα χρόνια πολλοί ομότεχνοί του, η πλειοψηφία, όλα τα «ζωντανά στοιχεία». Ο Σικελιανός, όμως, ανάμεσα στους εκπρόσωπους της αστικής διανόησης είναι από τους πρώτους που πήρε σαφή θέση στο ερώτημα που ετίθετο, άλλοτε πιο φανερά και άλλοτε πιο υπόγεια: Αν η λογοτεχνία της εποχής έπρεπε να εκφράζει το «εγώ» ή το «εμείς», το πλήθος δηλαδή των λαϊκών ανθρώπων που απαιτούσαν να ακουστούν τα πάθη τους, οι αγώνες τους, οι ελπίδες και τα όνειρά τους. Αντιλαμβάνεται ότι η ποίηση δεν μπορεί να χωρέσει στα στενά καλούπια της αισθητικής αυτάρκειας, χρειάζεται «να εκπληρώσει άλλες πράξεις», όπως γράφει στο λογοκριμένο τμήμα του προλόγου του «Λυρικού Βίου».

Προσχωρεί στο ΕΑΜ. Για πρώτη φορά σε όλα τα χρόνια της ποιητικής του δημιουργίας αντιλαμβάνεται την κοινωνική διάσταση του ανθρώπου. «Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν' ανέβει ο ήλιος», γράφει το 1945, στο «Πνευματικό Εμβατήριο».

***

Γίνεται ο βάρδος της ΕΑΜικής Αντίστασης. Το 1942 κυκλοφορεί παράνομα και χειρόγραφα η συλλογή του, «Ακριτικά», με ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου. Μοιράζεται από χέρι σε χέρι. Στη συλλογή περιέχονται πέντε ποιήματα γραμμένα το 1941 - 1942. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ποιητικά βιβλία της Κατοχής, μαζί με την «Αμοργό» του Γκάτσου και τον «Μπολιβάρ» του Εγγονόπουλου.

Μπαίνει μπροστά στα συσσίτια των καλλιτεχνών, στον αγώνα για να μη γίνονται εκτελέσεις, βγάζει λόγους σε συγκεντρώσεις, γράφει ποιήματα που είτε κυκλοφορούν παράνομα, είτε δημοσιεύονται σε ΕΑΜικά έντυπα... Στην κηδεία του Παλαμά, μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους αλλά και σε εκπροσώπους των ναζί και της δωσίλογης ελληνικής κυβέρνησης, σαλπίζει την Αντίσταση.

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...

Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές

σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα...

«Φρουρό στην ιδιαίτερη σκοπιά» του, χαρακτήριζε ο ίδιος τον εαυτό του εκείνα τα χρόνια. Ενας φρουρός που «επαράμεινα πιστός με τις δυνάμεις μου, ή κι απάνω απ' τις δυνάμεις μου, στο λαϊκό λειτούργημά μου σαν ποιητή».

Ο Σικελιανός δεν υποχώρησε ούτε μετά τον Δεκέμβρη, ούτε στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου. Ηταν από τα πρώτα ονόματα που υπέγραφαν ζητώντας ειρηνευτικά μέτρα ή καταδίκαζαν τις διώξεις των ΕΑΜικών λογοτεχνών. Κόντρα στις επιταγές, διατήρησε τη θέση του ως επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, αρνούμενος να προσχωρήσει στη στημένη «από τα πάνω» «Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών», που χώριζε τους λογοτέχνες σε «εθνοπροδότες» και «εθνικόφρονες».

Τις επιλογές του τις πλήρωσε ακριβά από την άρχουσα τάξη και τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις. Τον συκοφαντούσαν, απαγορεύτηκαν τα έργα του στο Εθνικό Θέατρο, αποκλείστηκε η είσοδός του στην Ακαδημία, ενώ υπονομεύτηκε η υποψηφιότητά του για το βραβείο Νόμπελ. Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της εφημερίδας «Ελληνικό Αίμα» τον Ιούλιο του 1947, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου: «Οσο κι αν είναι λυπηρό που η Ελλάδα δεν τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ για έναν ποιητή της, είναι απόλυτα δικαιολογημένη η αντίδραση του κράτους σε αυτήν την υποψηφιότητα».

Δεν πτοείται, η καρδιά του άλλωστε είναι δοσμένη. Ξέρει καλά ότι, όπως έβαζε και τον Μακρυγιάννη να λέει στο ομώνυμο ποίημά του, «Τη λευτεριά μας τούτη δεν την ήβραμε στο δρόμο, και δε θα μπούμεν εύκολα στου αυγού το τσόφλι, γιατί δεν είμαστε κλωσόπουλα, σ' αυτό να ξαναμπούμε πίσω, μα εγίναμε πουλιά, και τώρα πια στο τσόφλι μέσα δε χωρούμε».

***

Ολη τη δεκαετία '40 - '50 ο Σικελιανός δεν σταματά να γράφει. Ο κυριότερος καρπός της πνευματικής του δημιουργίας αυτά τα τελευταία χρόνια της ζωής του είναι οι τραγωδίες που έγραψε: «Σίβυλλα», «Ο Χριστός στη Ρώμη» και το κορυφαίο του, «Ο θάνατος του Διγενή Ακρίτα», που ολοκλήρωσε το 1951, μετά την ήττα του ΔΣΕ. Στη μορφή του Διγενή προσωποποιεί και δοξάζει το μεγάλο λαϊκό έπος της δεκαετίας και οραματίζεται τη συνέχειά του.

Το μυθολογικό και ιστορικό πλαίσιο της αρχαιότητας, του Βυζαντίου, του '21, είναι η ύλη που χρησιμοποιεί για να αναδείξει τις ιδέες του. Στον μύθο αναζητεί απαντήσεις του δικού του ιστορικού παρόντος. Στα πρόσωπα του Χριστού, του Διγενή και άλλων δίνει το δικό του περιεχόμενο, ενώ με αυτόν τον τρόπο εξυπηρετείται η σύνδεση της λογοτεχνίας με τη λαϊκή μνήμη και την πολιτισμική παράδοση.

Στη «Σίβυλλα» και στον «Χριστό στη Ρώμη» ο Σικελιανός προσβλέπει στον λαό, ότι ο ίδιος θα οικοδομήσει μια καινούρια ζωή. Εκεί που «Δικός σου / θα να 'ναι ο κόσμος κάποτε, ξωμάχε», όπως γράφει στη «Σίβυλλα», που ολοκληρώθηκε λίγο πριν την έναρξη του ιταλοελληνικού πολέμου. Ο ποιητής τοποθετεί την ιστορία στην εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με τον Νέρωνα να έρχεται να πάρει χρησμό από το μαντείο των Δελφών. Οπως σημειώνει ο Τ. Αδάμος, «προλέγει την επίθεση του φασισμού, τα βάσανα και τις συμφορές της Κατοχής, μα με τον χρησμό που βάζει στο στόμα της μάντισσας Σίβυλλας δείχνει πως, τελικά, νικητής θάναι ο λαός».

'Η, όπως γράφει στον «Χριστό στη Ρώμη» το 1946:

Απάνω από τον πόνο σας χορέψτε, αδερφοί,

στο πιο ψηλό σκαλί της συλλογής σας.

Ετσι μονάχα αγγίζεται η κορφή

απ' όπου θα φανεί η καινούρια γη σας.

Κι όσος και να' ναι ο ανήφορος

κι όση και να 'ναι της σαρκός η αποστασία,

του πόνου φτάστε την ψηλότερη κορφή

κι αιχμαλωτίστε την αιχμαλωσία!

Η τελευταία ολοκληρωμένη τραγωδία του Σικελιανού είναι «Ο θάνατος του Διγενή», που αρχικά είχε τον τίτλο «Χριστός Λυόμενος». Ο συσχετισμός με τον «Προμηθέα Λυόμενο» του Αισχύλου είναι προφανής. Ο Μάρκος Αυγέρης γράφει για τον «Διγενή»: «Ο Θάνατος του Διγενή είναι το τελευταίο τελειωμένο έργο του Σικελιανού, στα νοήματά του έρχεται σαν συνέχεια στο προηγούμενο, "Ο Χριστός στη Ρώμη". Ο Θάνατος του Διγενή στέκεται σε μια θέση πιο πέρα από το προηγούμενο και είναι το συμπλήρωμά του, εκεί είναι ο Χριστός του μαρτυρίου, εδώ ο Χριστός λυτρώνεται από τον σταυρό του, τα δυο έργα μαζί αποτελούν ένα δίπτυχο, έχουν την ίδια έννοια της ελευθερίας στην εξέλιξή της, στην ιστορική πορεία της».

Απ' την αντιβίγλα των λαών κι από τα δάση

χυμά μια απέραντη πνοή,

πο 'χει βουή κι αντιβουή:

«Τόπο στη ζωή!... Τόπο στη ζωή!...»

Δεν αποπαίδισεν η Πλάση!


Α. Π.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ