ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 29 Ιούνη 2024 - Κυριακή 30 Ιούνη 2024
Σελ. /40
Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος

(Μέρος 12ο)

Το διεθνές πλαίσιο τη δεκαετία του 1980

6. Λίβανος - Πόλεμος μεταξύ των ισραηλινών δυνάμεων και της Χεζμπολάχ, 2006
6. Λίβανος - Πόλεμος μεταξύ των ισραηλινών δυνάμεων και της Χεζμπολάχ, 2006
Τη δεκαετία του 1980 η επιθετική πολιτική του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος (προεξαρχουσών των ΗΠΑ) έναντι της ΕΣΣΔ και των άλλων κρατών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης πέρασε σε νέα φάση όξυνσης. Ενα από τα βασικά πεδία αυτής της όξυνσης υπήρξε βεβαίως η ευρύτερη Μέση Ανατολή, η οποία, όπως τόνισε ο Αμερικανός Πρόεδρος Ρ. Ρίγκαν το 1983, παρέμενε «το κλειδί της οικονομικής και πολιτικής ζωής της (καπιταλιστικής) Δύσης. Αν αυτό το κλειδί έπεφτε ποτέ στα χέρια μιας δύναμης ή δυνάμεων εχθρικών προς τον ελεύθερο (βλ. καπιταλιστικό) κόσμο, θα αποτελούσε άμεση απειλή για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους μας»1.

Η εξέγερση στο Αφγανιστάν το 1978 (που είχε ως αποτέλεσμα τη συγκρότηση της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν) και η ανατροπή του συμμάχου των ΗΠΑ Σάχη του Ιράν το 1979 (που είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν), παρότι υπήρξαν γεγονότα με πολύ διαφορετικό περιεχόμενο και σκοπούς, ενέτειναν τις ανησυχίες των Αμερικανών γύρω από τους κινδύνους που - κατά τους ίδιους - απειλούσαν τα συμφέροντά τους στη Μέση Ανατολή.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι σχέσεις ΗΠΑ - Ισραήλ ενισχύθηκαν σημαντικά. Πράγματι, όπως αναφέρει ο Αμερικανός διπλωμάτης Στ. Εϊζενστατ, την περίοδο εκείνη «η σχέση αυτή σημείωσε ένα γιγαντιαίο βήμα», με το Ισραήλ να αναβαθμίζεται «σε στρατηγικό εταίρο (των ΗΠΑ) στην περιφερειακή πάλη εναντίον της ΕΣΣΔ για την πρωτοκαθεδρία στη Μέση Ανατολή»2.«Ο Αριέλ Σαρόν», υπουργός τότε Εξωτερικών του Ισραήλ, «καλοδέχτηκε τον ρόλο του χωροφύλακα» στην περιοχή, πρωτοστατώντας στην «υπογραφή του Μνημονίου Συνεννόησης της 30ής Νοέμβρη 1981 που, για πρώτη φορά, συνέδεε (σ.σ. με επίσημο τρόπο) το Ισραήλ με την αντι-σοβιετική πολιτική των ΗΠΑ».

2. «Επιχείρηση Λιτάνι»
2. «Επιχείρηση Λιτάνι»
Ακολούθησαν δεκάδες στρατιωτικές - υλικοτεχνικές συμφωνίες (μόνο έως το 1987 είχαν πραγματοποιηθεί περισσότερες από 24 τέτοιες), ενώ η οικονομική και στρατιωτική συνδρομή των ΗΠΑ προς το Ισραήλ κυριολεκτικά απογειώθηκε: Τo διάστημα 1979 - 1989 ήταν 3 φορές μεγαλύτερη από ό,τι το 1969 - 1979 και 40 φορές από ό,τι το 1959 - 1969 (συνολικά από την ίδρυσή του έως το 2023 το Ισραήλ έλαβε από τις ΗΠΑ «βοήθεια» ύψους 260 δισ. δολαρίων: Τη μεγαλύτερη από κάθε άλλο κράτος στον κόσμο). Κατά τα λόγια του επικεφαλής της Υπηρεσίας Πληροφοριών των ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγού Α. Σάλακ, η αμερικανική συνδρομή αποτέλεσε έναν πραγματικό «πολλαπλασιαστή δύναμης για το Ισραήλ»3.

Η αναβαθμισμένη στρατηγική σχέση ΗΠΑ - Ισραήλ εκφράστηκε βεβαίως και στη στάση των πρώτων στον ΟΗΕ αναφορικά με το Παλαιστινιακό ζήτημα. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ έως το 1980 οι ΗΠΑ είχαν ασκήσει βέτο 5 φορές προκειμένου να μπλοκάρουν κάποια καταδικαστική απόφαση εναντίον του Ισραήλ, μέσα στη δεκαετία του 1980 το έπραξαν 13 φορές (δίχως να συμπεριλαμβάνονται τα αλλεπάλληλα βέτο στα ψηφίσματα καταδίκης της ισραηλινής επίθεσης στον Λίβανο το 1982 - 1985). Συνολικά έως το 2023 οι ΗΠΑ άσκησαν το βέτο τους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ 46 φορές υπέρ του Ισραήλ4.

3. Ισραηλινά τανκς στον Νότιο Λίβανο
3. Ισραηλινά τανκς στον Νότιο Λίβανο
Η στάση αυτή των ΗΠΑ ενίσχυσε την αδιαλλαξία της αστικής τάξης του Ισραήλ έναντι των αλλεπάλληλων διεθνών ενεργειών για την προστασία των παλαιστινιακών πληθυσμών από τις πολύμορφες καταπιέσεις στις οποίες υπόκεινταν στις κατεχόμενες περιοχές, για την απόσυρση των ισραηλινών στρατευμάτων από τα εδάφη που είχαν καταλάβει το 1967, για τη δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους και γενικότερα για το κλείσιμο μιας ανοιχτής πληγής, που μάτωνε τη Μέση Ανατολή για δεκαετίες.

Η σκλήρυνση της στάσης των ΗΠΑ και του Ισραήλ ήρθε σε μια περίοδο όπου τα ψηφίσματα του ΟΗΕ υπέρ των Παλαιστινίων είχαν την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας των κρατών - μελών του Οργανισμού (σε πολλά μάλιστα οι μόνες αρνητικές ψήφοι ήταν εκείνες των δύο αυτών κρατών). Αλλεπάλληλες ήταν οι προσπάθειες που πραγματοποιήθηκαν για τη σύγκληση διεθνούς διάσκεψης (στο πλαίσιο ή με τη γενικότερη στήριξη του ΟΗΕ) με επίκεντρο το Παλαιστινιακό ζήτημα. Και αυτές, όμως, με τη σειρά τους υπομονεύτηκαν ή ακυρώθηκαν στην πράξη από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ (εφόσον η συμμετοχή και συναίνεσή τους στην όποια λύση ήταν βασική προϋπόθεση προκειμένου να έχει πραγματικό αντίκρισμα).

Το Ισραήλ μποϊκόταρε κάθε διεθνή διάσκεψη για το Παλαιστινιακό, ισχυριζόμενο ότι τέτοιες συζητήσεις λειτουργούσαν ως «φόρουμ προώθησης της αντι-ισραηλινής προπαγάνδας». Οι ΗΠΑ, από τη μεριά τους, πρόβαλλαν προσχηματικά το επιχείρημα πως οι όποιες διαπραγματεύσεις δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν από μηδενική βάση, αλλά έπρεπε να έχουν ως απαραίτητη αφετηρία τις Αποφάσεις 242 (του 1967) και 338 (του 1973) του Συμβουλίου Ασφαλείας, τις οποίες ωστόσο δεν είχε αποδεχτεί ακόμη η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης - PLO (εφόσον κάτι τέτοιο θα σήμαινε αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ στα σύνορα του 1967 και αποδοχή της λύσης δύο κρατών)5.

1. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μεναχέμ Μπέγκιν με τον τότε υπουργό Αμυνας και μετέπειτα διάδοχό του, Αριέλ Σαρόν
1. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μεναχέμ Μπέγκιν με τον τότε υπουργό Αμυνας και μετέπειτα διάδοχό του, Αριέλ Σαρόν
Ακόμα όμως και όταν η PLO άρχισε να εμφανίζεται διατεθειμένη να έρθει σε συμβιβασμό ως προς τα παραπάνω, οι ΗΠΑ έβρισκαν κάποιον άλλον τρόπο να υπονομεύσουν ή να ακυρώσουν την όποια πρόοδο. Οταν π.χ. τον Ιούλη του 1982 η PLO δήλωσε για πρώτη φορά επισήμως τη στήριξή της σε προτεινόμενο ψήφισμα του ΟΗΕ που περιελάμβανε την Απόφαση 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, οι ΗΠΑ αντέδρασαν με αποτέλεσμα «το σχέδιο ψηφίσματος να μην τεθεί ποτέ σε ψηφοφορία».

Αντίστοιχα, όταν τον Φλεβάρη του 1985 ο Γ. Αραφάτ δήλωσε δημόσια ότι αποδεχόταν «τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ» ως βάση μιας «συνολικής ειρήνης», οι ΗΠΑ απάντησαν πως δεν ήταν αρκετό, «απαιτώντας πρόσθετες διαβεβαιώσεις από τον Αραφάτ»6.

Απόρρητη Ειδική Εκθεση της CIA, το 1981, αναφορικά με τις «βασικές θέσεις των μερών (που εμπλέκονταν) στην παλαιστινιακή διαμάχη» επιβεβαιώνει ότι οι ΗΠΑ είχαν γνώση της «προθυμίας» της PLO «να συμβιβαστεί με λιγότερα» απ' όσα περιλαμβάνονταν στις επίσημες διακηρύξεις της έως τότε, αναγνωρίζοντας το Ισραήλ και αποδεχόμενη τη συγκρότηση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους στη Δυτική Οχθη και τη Γάζα με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ7.

Διαμετρικά αντίθετη προς τις ΗΠΑ υπήρξε η στάση της ΕΣΣΔ και των άλλων κρατών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που όχι μόνο στήριξαν τις σχετικές πρωτοβουλίες του ΟΗΕ, αλλά και πρωτοστάτησαν πολλάκις με δικές τους προτάσεις για εξεύρεση διεθνούς λύσης στο Παλαιστινιακό ζήτημα (όπως π.χ. στις 15 Σεπτέμβρη 1982, στις 29 Ιούλη 1984, στις 28 - 29 Μάη 1987, κ.ο.κ.)8.

Το προοίμιο της ισραηλινής εισβολής στον Λίβανο το 1982

5. Από τη σφαγή στους καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα
5. Από τη σφαγή στους καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα
Η εδραίωση και ισχυροποίηση των θέσεων του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος στον νότιο Λίβανο καθ' όλη τη δεκαετία του 1970 είχε αναδειχθεί σε βασικό ζήτημα προβληματισμού και ανησυχίας για το κράτος του Ισραήλ, καθώς απέναντί του, πλέον, δεν βρίσκονταν απλά και μόνο κάποιες σκόρπιες ολιγομελείς αντάρτικες ομάδες, αλλά ένας διαρκώς ενισχυόμενος (αριθμητικά, οργανωτικά και υλικοτεχνικά) στρατός (που στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μάλιστα, είχε αρχίσει να αποκτά δομή και χαρακτηριστικά τακτικού στρατού), εδραζόμενος επί ενός διαμορφούμενου «κράτους εν κράτει», το οποίο εκτεινόταν από τα βόρεια σύνορα του Ισραήλ έως και την πρωτεύουσα του Λιβάνου, Βηρυτό9.

Ακολούθως, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και έπειτα, το Ισραήλ άρχισε να επεμβαίνει όλο και περισσότερο στρατιωτικά επί λιβανικού εδάφους, αξιοποιώντας - προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων του - και τις εσωτερικές συγκρούσεις που είχαν ξεσπάσει στον Λίβανο (από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ο Λίβανος ήταν ουσιαστικά τριχοτομημένος, με το νότιό του τμήμα να ελέγχεται από την PLO - σε συμμαχία με τους γηγενείς αραβικούς πληθυσμούς -, το βορειοανατολικό από τη Συρία - σε συμμαχία με τους γηγενείς αραβικούς πληθυσμούς αντίστοιχα - και ένα τμήμα βόρεια της Βηρυτού από τους Μαρωνίτες χριστιανούς).

4. Ο Χ.Φλωράκης με τον Γ.Αραφάτ
4. Ο Χ.Φλωράκης με τον Γ.Αραφάτ
Στις 14 Μάρτη 1978, ο ισραηλινός στρατός, σε συνεργασία με ένοπλα τμήματα - κατά βάση χριστιανών - του Λιβάνου (που στη συνέχεια συγκρότησαν τον Στρατό του Νότιου Λιβάνου), πραγματοποίησε στρατιωτική επιχείρηση με σκοπό τη δημιουργία μιας «ζώνης ασφαλείας» ανάμεσα στο Ισραήλ και τα ελεγχόμενα από την PLO εδάφη.

Η «Επιχείρηση Λιτάνι», όπως ονομάστηκε, στέφθηκε με επιτυχία, «εκκαθαρίζοντας» μια περιοχή σχεδόν 30 χλμ. σε βάθος καθ' όλο το μήκος των συνόρων Ισραήλ - Λιβάνου, τόσο από τις δυνάμεις της PLO όσο και από σχεδόν 250.000 Παλαιστινίους και γηγενείς αραβικούς πληθυσμούς, που έγιναν πρόσφυγες10.

Ενδεικτικός της βιαιότητας της επιχείρησης υπήρξε ο υψηλός αριθμός των νεκρών (1.100 Παλαιστινίων και Λιβανέζων, κυρίως αμάχων) που σημειώθηκε σε διάστημα μίας μόλις βδομάδας εχθροπραξιών11.

Μετά τις Αποφάσεις 425 και 426 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (για παύση του πυρός, πλήρη αποχώρηση του Ισραήλ από τα λιβανικά εδάφη και τη συγκρότηση διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης), ο ισραηλινός στρατός υποχώρησε σε μια μικρότερη ζώνη, στην οποία συνέχισε να διατηρεί τον έλεγχο σε συνεργασία με τις χριστιανικές παραστρατιωτικές δυνάμεις, τις οποίες «ενίσχυε γενναιόδωρα, τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά»12.

Το Ισραήλ, βεβαίως, δεν έπαψε να επιχειρεί εναντίον παλαιστινιακών στόχων, με αποκορύφωμα τον αεροπορικό βομβαρδισμό της Βηρυτού στις 17 Ιούλη 1981, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο περίπου 300 αμάχων. Μία βδομάδα αργότερα (στις 24 Ιούλη) και κατόπιν πιέσεων των ΗΠΑ (που ανησυχούσαν για μια ενδεχόμενη γενίκευση του πολέμου με τη Συρία και εμπλοκή της ΕΣΣΔ) συμφωνήθηκε ανακωχή μεταξύ Ισραήλ και PLO13.

Ωστόσο, η ανακωχή αυτή δεν επρόκειτο να κρατήσει πολύ. Στόχος του Ισραήλ παρέμενε «η διάλυση των υποδομών της PLO στον Λίβανο», «η εξώθηση των συριακών δυνάμεων» πέρα από τα λιβανικά σύνορα, «η εγκατάσταση μιας κατά πλειοψηφία χριστιανικής κυβέρνησης στον Λίβανο» και «η υπογραφή μιας συνθήκης ειρήνης (...) που θα παγίωνε την ανεπίσημη συμμαχία Ισραήλ - Χριστιανών σε μια δεσμευτική συμφωνία»14.

Η αφορμή για τη στρατιωτική επιχείρηση που θα έφερνε εις πέρας τους παραπάνω σχεδιασμούς «ήρθε» με τη δολοφονία του Ισραηλινού πρέσβη στο Λονδίνο, Σλ. Αργκοφ, στις 3 Ιούνη 1982. Παρότι η οργάνωση «Αμπού Νιντάλ», που πραγματοποίησε τη δολοφονία, δεν είχε καμία σχέση με την PLO (απεναντίας, ήταν πολέμιός της)15το Ισραήλ είχε πια τη «δικαιολογία» που αναζητούσε προκειμένου να εξαπολύσει μια γενικευμένη εισβολή στον Λίβανο.

Ο πόλεμος του Λιβάνου

Η εισβολή στον Λίβανο (που κατά ειρωνικό τρόπο ονομάστηκε «Επιχείρηση για την Ειρήνη στη Γαλιλαία») ξεκίνησε στις 6 Ιούνη 1982 με διακηρυγμένο σκοπό «την εξάλειψη της PLO»16. Προς αυτόν τον σκοπό το Ισραήλ κινητοποίησε συνολικά 120.000 στρατιώτες, 1.600 άρματα μάχης, 600 πυροβόλα όπλα, καθώς και ισχυρές δυνάμεις της αεροπορίας και του ναυτικού17.

Στα παραπάνω θα πρέπει να συνυπολογιστούν επίσης οι περίπου 2.000 - 3.000 ένοπλοι του Στρατού του Νότιου Λιβάνου, καθώς και οι κάπου 20.000 ένοπλοι του αστικού μαρωνίτικου κόμματος των Φαλαγγιτών, που πολέμησαν μαζί με τις ισραηλινές δυνάμεις18.

Από την άλλη μεριά, η PLO αντιπαρέταξε κάπου 6.000 τακτικούς και 6.000 - 7.000 παρατακτούς μαχητές. Οι παλαιστινιακές δυνάμεις διέθεταν μεν έναν σημαντικό οπλισμό (που τους είχε χορηγηθεί κατά βάση από την ΕΣΣΔ), ωστόσο υπολείπονταν συντριπτικά (σε σχέση με τον αντίπαλο που είχαν να αντιμετωπίσουν) σε βαρέα όπλα, όπως άρματα μάχης, πυροβόλα, αεροπλάνα, κ.ο.κ.19.

Με την PLO συστρατεύθηκαν ακόμη μια σειρά από σοσιαλδημοκρατικά - παναραβικά κόμματα και οργανώσεις του Λιβάνου, καθώς και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι δυνάμεις αυτές, στις 16 Σεπτέμβρη 1982, διαμόρφωσαν το Λιβανικό Εθνικό Μέτωπο Αντίστασης.

Εναντίον του Ισραήλ και των συμμάχων του πολέμησε επίσης η Συρία, η οποία διέθετε σαφώς περισσότερες και καλύτερα εξοπλισμένες δυνάμεις επί λιβανικού εδάφους (κάπου 25.000 στρατιώτες). Ωστόσο, έχοντας ως γνώμονα τη διασφάλιση των δικών της θέσεων στον Λίβανο, η Συρία όχι μόνο δεν συνέδραμε την PLO αλλά προσπάθησε και να την υπονομεύσει (στηρίζοντας παλαιστινιακές οργανώσεις που ήταν φιλικά διακείμενες στο συριακό Μπά'αθ και ανταγωνίζονταν την PLO)20.

Η πορεία των μαχών εξελίχθηκε γρήγορα υπέρ του Ισραήλ. Οι Παλαιστίνιοι μαχητές δεν είχαν «τη δυνατότητα να προτάξουν αντίσταση απέναντι σε μια σύγχρονη (στρατιωτική) δύναμη» με όρους τακτικού πολέμου. Η έλλειψη κεντρικής διοίκησης, επικοινωνιών, λογιστικής υποστήριξης, κ.ο.κ., είτε λόγω αντικειμενικών δυσκολιών (π.χ. με τον βομβαρδισμό και τη γρήγορη εξουδετέρωση βασικών υποδομών μεταφοράς, επικοινωνίας, κ.ο.κ.) είτε υποκειμενικών (με την ύπαρξη πολλών ομάδων και οργανώσεων εντός της PLO που δρούσαν τοπικά ή αυτόνομα), επέδρασε αρνητικά ως προς την πολεμική αποτελεσματικότητα του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος21.

Μέσα σε λίγες μέρες (στις 14 Ιούνη) οι ισραηλινές δυνάμεις περικύκλωσαν τη Βηρυτό (όπου βρισκόταν η έδρα της PLO), ξεκινώντας μια σκληρή πολιορκία που θα διαρκούσε έως και τον Αύγουστο.

Ενας από τους κατοίκους της Βηρυτού περιέγραψε τα αποτελέσματα του συνεχούς και ανελέητου βομβαρδισμού της πόλης από στεριά και θάλασσα ως εξής: «Μέσα από τους καπνούς και τα συντρίμμια οι επιζώντες έτρεχαν και ούρλιαζαν, αναζητώντας μέλη της οικογένειάς τους (...) Λίμνες αίματος σκέπαζαν τους δρόμους, ενώ η οσμή της καμένης σάρκας, της ανθρώπινης σάρκας και του αίματος ήταν αφόρητη. Εκατοντάδες άνθρωποι βρίσκονταν θαμμένοι κάτω από στρώματα παραμορφωμένου τσιμέντου»22.

Στη διάρκεια της πολιορκίας της Βηρυτού δολοφονήθηκαν 2.461 άνθρωποι, ενώ γενικότερα, στις περιοχές που περιήλθαν υπό την κατοχή του Ισραήλ και τους συμμάχους του κατά τους 3 πρώτους μήνες του πολέμου, ο αριθμός των δολοφονημένων έφτασε τους 17.82523.

Επειτα από ενέργειες των ΗΠΑ (που επιδίωκαν μεν την απομάκρυνση των παλαιστινιακών και συριακών δυνάμεων από τον Λίβανο αλλά δεν επιθυμούσαν τον έλεγχό του από το Ισραήλ) και μετά από τον φονικότερο αεροπορικό βομβαρδισμό του πολέμου στις 17 Ιούλη, που στοίχισε τη ζωή σε 300 περίπου αμάχους, το Ισραήλ σταμάτησε να πιέζει για την κατάληψη της Βηρυτού. Από τη μεριά της, η PLO συμφώνησε να εκκενώσει την πόλη από τις δυνάμεις της και να εγκαταλείψει τον Λίβανο συνολικά: Διαδικασία που πραγματοποιήθηκε υπό διεθνή επίβλεψη (Αμερικανών, Γάλλων στρατιωτών κ.ά.) έως τις αρχές του Σεπτέμβρη.

Ακολούθως, κάπου 15.000 Παλαιστίνιοι και Σύροι μαχητές, καθώς επίσης η ηγεσία και πολλά στελέχη της PLO, μεταφέρθηκαν στη Συρία, στην Ιορδανία, στο Ιράκ, στην Αλγερία, στην Τυνησία, στην Υεμένη και αλλού. Η έδρα της PLO εγκαταστάθηκε στην Τύνιδα της Τυνησίας, ενώ σύντομα λειτούργησε γραφεία και στο Αμμάν της Ιορδανίας. Ο Γ. Αραφάτ μετέβη στην Τυνησία, με ενδιάμεση στάση στην Ελλάδα, όπου συναντήθηκε με τον τότε πρωθυπουργό, Α. Παπανδρέου24.

Ο «Ριζοσπάστης» υποδέχτηκε τον ηγέτη της PLO με πρωτοσέλιδο δημοσίευμα που είχε τίτλο: «Η Παλαιστινιακή επανάσταση θα νικήσει!». Ο Γ. Αραφάτ συναντήθηκε με τον τότε ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Χ. Φλωράκη, ο οποίος και του μετέφερε «τα αισθήματα αλληλεγγύης όλων των κομμουνιστών της Ελλάδας και όλου του ελληνικού λαού», ενώ «υπογράμμισε επίσης (...) ότι το ΚΚΕ θα εξακολουθήσει και στο μέλλον να προσφέρει τη συμπαράστασή του στον αγώνα του παλαιστινιακού λαού και της ΠΑΟ (σ.σ. της PLO) και να παρέχει κάθε δυνατή βοήθεια».

Ο Γ. Αραφάτ από τη μεριά του τόνισε: «Ο αγώνας ήταν πολύ σκληρός. Και το τίμημα τεράστιο. Ο εχθρός χρησιμοποίησε όπλα άγνωστα, που εμφανίζονται για πρώτη φορά. Ομως όσα όπλα και αν χρησιμοποιηθούν, ένας λαός αποφασισμένος να πολεμήσει για το δίκιο του θα επιβάλει στο τέλος τη θέλησή του»25.

Στην ίδια συνάντηση παρευρισκόταν και ο Μ. Θεοδωράκης - βουλευτής τότε του ΚΚΕ - ο οποίος, λίγους μόλις μήνες πριν, είχε βρεθεί στη Βηρυτό για να παρουσιάσει ενώπιον της παλαιστινιακής Βουλής τον ύμνο που είχε συνθέσει - κατόπιν αιτήματος του Γ. Αραφάτ - για την Παλαιστίνη.

Η συνέχεια του πολέμου στον Λίβανο και οι συνέπειές του

Οι συγκρούσεις στον Λίβανο συνεχίστηκαν και μετά την εκκένωση των δυνάμεων της PLO, καθώς οι λιβανικές οργανώσεις και κόμματα που αντιμάχονταν τους Ισραηλινούς εισβολείς, τους ντόπιους συμμάχους τους συνέχισαν τον ένοπλο αγώνα.

Την ίδια στιγμή, η κατάσταση των Παλαιστινίων αμάχων, καθώς και των μουσουλμάνων του Λιβάνου επιδεινώθηκε σημαντικά, εφόσον βρέθηκαν κυριολεκτικά ανυπεράσπιστοι μπροστά στα ένοπλα σώματα των Φαλαγγιτών, του Στρατού του Νότιου Λιβάνου κ.ο.κ., που λειτουργούσαν υπό την άμεση ή έμμεση ευθύνη του ισραηλινού στρατού. Ανάμεσα στα πλέον αποτρόπαια εγκλήματα που διαπράχθηκαν την εν λόγω περίοδο υπήρξαν οι σφαγές στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Σάμπρα και Σατίλα (16-18 Σεπτέμβρη 1982) κατά τις οποίες δολοφονήθηκαν κάπου 3.000-3.500 Παλαιστίνιοι και Λιβανέζοι άμαχοι. Στις 16 Δεκέμβρη 1982 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ καταδίκασε τις σφαγές σε Σάμπρα και Σατίλα ως «πράξεις γενοκτονίας».26

H Διεθνής Επιτροπή, που συστάθηκε προκειμένου να εξετάσει τις πολλαπλές καταγγελίες περί παραβιάσεων του Διεθνούς Δικαίου από το Ισραήλ στη διάρκεια του πολέμου, κατέληξε στο σχετικό της Πόρισμα πως πράγματι το Ισραήλ διέπραξε σωρεία εγκλημάτων, συμπεριλαμβανομένων: «Της χρήσης όπλων ή μεθόδων πολέμου απαγορευμένων από τη διεθνή νομοθεσία και τους κανόνες πολέμου», της «απάνθρωπης και εξευτελιστικής αντιμετώπισης (...) των αιχμαλώτων», το «σκόπιμο ή αδιάκριτο βομβαρδισμό μη στρατιωτικών στόχων, όπως νοσοκομεία, σχολεία κ.ά.», τον «συστηματικό βομβαρδισμό και καταστροφή πόλεων, χωριών και προσφυγικών καταυλισμών», τον «εκτοπισμό και κακομεταχείριση των πληθυσμών σε παράβαση του διεθνούς δικαίου», την «άμεση ή έμμεση συμμετοχή στις σφαγές (...) στη Σάμπρα και τη Σατίλα» κ.ά.

Σύμφωνα με το ίδιο Πόρισμα, το Ισραήλ «κρυβόταν» πίσω από «τον ορισμό του εχθρού ως "τρομοκράτη" ή "εγκληματία"» ώστε να «αρνηθεί πως οι κανόνες του πολέμου είχαν εφαρμογή στη σύγκρουσή του με την PLO».27

Πρόκειται για μια διαχρονική πρακτική «δικαιολόγησης» των εγκλημάτων του Ισραήλ κατά αμάχων, η οποία, όπως καταμαρτυράται καθημερινά στον πρόσφατο πόλεμο στη Γάζα, συνεχίζει να ακολουθείται με την ίδια συνέπεια...

Στις 14 Σεπτέμβρη 1982 ο μόλις προσφάτως «εκλεγμένος» (όντας ο μόνος υποψήφιος) Πρόεδρος του Λιβάνου Μπ. Γκεμάγιελ (στρατιωτικός διοικητής των ένοπλων σωμάτων των Φαλαγγιτών - συμμάχων του Ισραήλ) δολοφονήθηκε. Το γεγονός αποτέλεσε αφορμή για τις ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις ώστε να παραβιάσουν την εκεχειρία, επαναλαμβάνοντας τις εχθροπραξίες.

Οι συγκρούσεις οξύνθηκαν και γενικεύτηκαν, με τους άμαχους πληθυσμούς - ανεξαρτήτως καταγωγής ή θρησκείας - να πληρώνουν βαρύ φόρο αίματος. Το «κενό» που άφησε πίσω της η PLO στον νότιο Λίβανο «αναπληρώθηκε» γρήγορα από μια σειρά μουσουλμανικές (σιιτικές) ένοπλες οργανώσεις, οι οποίες, σε συνθήκες ξένης εισβολής, άγριας τρομοκρατίας από χριστιανικά παραστρατιωτικά σώματα και ελλείψει εναλλακτικής (που μέχρι προσφάτως προσέφερε η κατά βάση κοσμική και σοσιαλδημοκρατική οργάνωση της PLO) γνώρισαν ραγδαία ανάπτυξη (έχοντας και την πολύμορφη στήριξη του νέου ιρανικού καθεστώτος). Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η Χεζμπολάχ, η οποία υπήρξε - κυριολεκτικά - γέννημα θρέμμα της ισραηλινής εισβολής (καθώς ιδρύθηκε το 1982 και εδραιώθηκε τα αμέσως επόμενα χρόνια).

Η σταδιακή αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων (και κατόπιν των χριστιανών συμμάχων τους) από τις περιοχές του κεντρικού Λιβάνου το καλοκαίρι του 1983 άφησε εκτεθειμένους τους χριστιανικούς πληθυσμούς, που έγιναν αντικείμενο αντιποίνων. To 1984-1985 κάπου 200 χριστιανικά χωριά εγκαταλείφθηκαν και 163.000 χριστιανοί του Λιβάνου ξεριζώθηκαν.28

Με την κατάσταση να επιδεινώνεται συνεχώς, το αμερικανικό «ειρηνευτικό» στρατιωτικό σώμα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Βηρυτό τον Φλεβάρη του 1984. Από τον Γενάρη έως τον Ιούνη του 1985 το Ισραήλ επίσης απέσυρε τις δυνάμεις του από τον υπόλοιπο Λίβανο, διατηρώντας μόνο μια «ζώνη ασφαλείας» στα νότια, η οποία επανδρώθηκε τόσο από δικές του στρατιωτικές δυνάμεις όσο και από δυνάμεις του Στρατού του Νοτίου Λιβάνου (που για τα επόμενα χρόνια μισθοδοτούνταν από το κράτος του Ισραήλ).

Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν στη λεγόμενη «ζώνη ασφαλείας» ήταν τέτοιες που μέσα σε μία μόλις δεκαετία ο πληθυσμός της μειώθηκε από 250.000 σε 106.000.29 Το Ισραήλ αποσύρθηκε τελικά από τα κατεχόμενα λιβανικά εδάφη το 2000, αφήνοντας πίσω του μια νικηφόρα Χεζμπολάχ, η οποία, έχοντας αναλάβει μεγάλο μέρος της αντίστασης στην ισραηλινή κατοχή, αναδείχθηκε κυρίαρχη στην περιοχή.

Η αποτίμηση του πολέμου για το Ισραήλ - Οι συνέπειες για το παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα

Εν τέλει, η ισραηλινή στρατιωτική επέμβαση στον Λίβανο δεν πέτυχε τον στόχο της συγκρότησης κυβέρνησης φιλικής προς το Ισραήλ σε συμμαχία με τη Μαρωνίτικη χριστιανική αστική τάξη. Απεναντίας, λειτούργησε καταλυτικά ως προς την όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων του Λιβάνου, συμβάλλοντας στη διαιώνιση ενός αιματηρού εμφυλίου που διήρκεσε για πολλά χρόνια ακόμη. Επιπλέον, είχε ως άμεση συνέπεια την αποδυνάμωση των κατά βάση εγχώριων κοσμικών - σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων και την ενίσχυση αντίστοιχα των φονταμενταλιστικών ισλαμιστικών.

Ακολούθως, ούτε ο στόχος της διασφάλισης των βόρειων συνόρων του επετεύχθη μακροπρόθεσμα, με πιο «τρανταχτή» απόδειξη τον πόλεμο του 2006 μεταξύ των ισραηλινών δυνάμεων και της Χεζμπολάχ, που διήρκεσε έναν μήνα (12 Ιούλη - 14 Αυγούστου), κόστισε τη ζωή σε εκατοντάδες στρατιώτες και αμάχους, ενώ ανάγκασε κάπου 500.000 Ισραηλινούς και 915.762 Λιβανέζους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.30

Ο στόχος του Ισραήλ για εκδίωξη των συριακών στρατευμάτων από τον Λίβανο επίσης δεν επετεύχθη (η Συρία αποσύρθηκε από τον Λίβανο δύο ολόκληρες δεκαετίες αργότερα, το 2005).

Από την άλλη μεριά, οι επιδιώξεις του Ισραήλ όσον αφορά το παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα στέφθηκαν με επιτυχία. Η ισραηλινή εισβολή αναίρεσε τις συνθήκες σχετικής εθνικής, πολιτικής, πολιτιστικής, εκπαιδευτικής κ.ο.κ. ελευθερίας που απολάμβαναν οι σχεδόν 350.000-400.000 Παλαιστίνιοι του Λιβάνου: Συνθήκες που ευνοούσαν την οργανωτική και ιδεολογική ανάπτυξη του απελευθερωτικού κινήματός τους.

Η ισραηλινή εισβολή κατάφερε αναμφίβολα ένα συντριπτικό πλήγμα στην PLO, αφαιρώντας της τις υποδομές που είχε χτίσει όλα αυτά τα χρόνια, τον οπλισμό που είχε καταφέρει να εξασφαλίσει, τα σημαντικότερα κέντρα στρατολόγησης και εκπαίδευσης μαχητών που διέθετε έως τότε. Επίσης, πέτυχε το ξερίζωμα και τη γεωγραφική διασπορά των μαχητών της, ενώ ανάγκασε την ηγεσία της να καταφύγει εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τους παλαιστινιακούς πληθυσμούς.

Ολα τα παραπάνω είχαν αντίκτυπο και στον προσανατολισμό της PLO, που σταδιακά άρχισε να μετατοπίζει το κέντρο βάρους της δράσης της από τον ένοπλο αγώνα, αναζητώντας πιο συμβιβαστικές λύσεις στο Παλαιστινιακό ζήτημα. Μία πρώτη ένδειξη αυτής της στροφής υπήρξε η από κοινού πρόταση του Γ. Αραφάτ με τον βασιλιά της Ιορδανίας Χουσεΐν (11.2.1985) για τη δημιουργία ενός ομόσπονδου Παλαιστινιακού - Ιορδανικού κράτους (όπου το παλαιστινιακό τμήμα θα περιελάμβανε τη Δυτική Οχθη και τη Γάζα, όχι το σύνολο της ιστορικής Παλαιστίνης - σε αντίθεση με τους μέχρι τότε διακηρυγμένους σκοπούς της PLO). Το σχέδιο αυτό ναυάγησε εν τη γενέσει του, καθώς προσέκρουσε στη γενικότερα αρνητική στάση τότε των ΗΠΑ.31

Ο αντίκτυπος του πολέμου στο ίδιο το Ισραήλ

Στην ψηφοφορία που διεξήχθη στην ισραηλινή βουλή (Κνεσέτ) μόνο ο συνασπισμός που μετείχε το Κομμουνιστικό Κόμμα (Χαντάς) καταψήφισε την εισβολή στον Λίβανο, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση πως «οδηγούσε το Ισραήλ σε μια άβυσσο». Για μια ακόμη φορά η αστική αντικομμουνιστική προπαγάνδα οργίασε, με τμήμα του αστικού Τύπου να απαιτεί «τη δίωξη των κομμουνιστών "για προδοσία"».32

Η ανησυχία του αστικού κόσμου ήταν εύλογη, καθώς την περίοδο του πολέμου στον Λίβανο, το φιλειρηνικό κίνημα στο Ισραήλ γνώρισε σημαντική - πρωτόγνωρη πράγματι - ανάπτυξη. Για πρώτη φορά οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις (όπως εκείνη που διοργανώθηκε από τη φιλειρηνική οργάνωση «Ειρήνη Τώρα» - «Shalom Achshav» στο Τελ Αβίβ στις 25 Σεπτέμβρη 1982 με αφορμή τις σφαγές στη Σάμπρα και τη Σατίλα) μετρούσαν δεκάδες ή ακόμη και εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές.

Η οργάνωση «Γονείς ενάντια στη Σιωπή» («Horim neged Shtika») συγκέντρωσε πάνω από 10.000 υπογραφές Ισραηλινών που ζητούσαν την επιστροφή των στρατευμένων παιδιών τους από τον Λίβανο. Μόνο η οργάνωση «Υπάρχει ένα όριο» («Yesh Gvul») είχε 150 μέλη της που αρνήθηκαν να υπηρετήσουν στον στρατό και φυλακίστηκαν.33

H άνοδος αυτή του φιλειρηνικού - αντιπολεμικού κινήματος οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός πως, για πρώτη φορά, η εισβολή στον Λίβανο δεν μπορούσε να «αιτιολογηθεί» κατά το διαχρονικό «αφήγημα» της αστικής πολιτικής ηγεσίας του Ισραήλ ως πόλεμος «αμυντικός», όπου κρινόταν η «επιβίωση του έθνους», κ.ο.κ. Ως εκ τούτου δεν μπορούσε να «δικαιολογηθεί» και το κόστος για τον ισραηλινό λαό, τόσο σε πόρους όσο και σε ανθρώπινες ζωές (το διάστημα 1982-1985 ο ισραηλινός στρατός είχε απώλειες 654 νεκρούς και 3.884 τραυματίες).34

Οι κομμουνιστές πρωτοστάτησαν στο φιλειρηνικό κίνημα που αναπτύχθηκε την εν λόγω περίοδο στους χώρους δουλειάς, στα πανεπιστήμια αλλά και στον στρατό. Το γεγονός δεν πέρασε απαρατήρητο από τη σοσιαλδημοκρατική σιωνιστική εφημερίδα «Al Hamishmar», που προειδοποιούσε σχετικά: «Μην τους αφήσετε (...) να καταλάβουν το φιλειρηνικό στρατόπεδο».35

(Συνεχίζεται)

1. Juliana Peck, The Reagan administration and the Palestinian Question, εκδ. Institute for Palestine Studies, Washington, 1984, σελ.20

2. Stuart Eizenstat, «An American perspective», στο Between two administrations: An American-Israeli Dialogue, εκδ. Washington Institute for Near East Policy, Washington, 1989, σελ.89

3. Ann Lesch, «US policy toward the Palestinians in the 1980s», στο Arab Studies Quarterly, vol.12, no.1 - 2, Winter - Spring 1990, σελ.169-170, 174, Jeremy Sharp, US foreign aid to Israel, 11.4.2014 και 1.3.2023, εκδ. Congressional Research Service, σελ.31-32 και 5 αντίστοιχα.

4. UN Security Council, 26.10.2023 (https://www.aljazeera.com/news/2023/10/26/how-the-us-has-used-its-veto-power-at-the-un-in-support-of-israel)

5. Βλ. UN, The origins and evolution of the Palestine Problem, Part III: 1978-1983 (https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-iii-1978-1983/) και Part IV: 1984-1988 (https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-iv-1984-1988/) - από εδώ και πέρα ΟΗΕ-γ και ΟΗΕ-δ αντίστοιχα.

6. Colter Louwerse, «'Tyranny of the Veto': PLO diplomacy and the January 1976 UNSC resolution», στο Diplomacy & Statecraft, vol.33, no.3, 2022, σελ.321 και Ann Lesch, ό.π., σελ.275-276

7. CIA, Core positions of parties to the Palestinian dispute, 22.12.1981 (CIA-RDP00T02041R000100100001-4), σελ.7.

8. ΟΗΕ-γ και ΟΗΕ-δ, ο.π.

9. Yesid Sayigh, «Palestinian military performance in the 1982 war», στο Journal of Palestine Studies, vol.12, no.4, Summer 1983, σελ.3-8.

10. Noam Chomsky, The fateful triangle: The US, Israel and the Palestinians, εκδ. South End Press, Boston, 1983, σελ.192

11. B'Tselem, Israeli violations of human rights of Lebanese civilians, εκδ. B'Tselem, Jerusalem, 2000, σελ.12-13.

12. B'Tselem, ό.π., σελ.12-13.

13. Ann Lesch, ό.π., σελ.170.

14. Zeev Maoz, Defending the Holy Land: A critical analysis of Israel's Security and Foreign Policy, εκδ. University of Michigan Press, Michigan, 2006, σελ.181.

15. Βλ. ρεπορτάζ της δίκης των υπαιτίων στην «Washington Post», 5.3.1983. Η οργάνωση «Αμπού Νιντάλ» υπήρξε διάσπαση της Φατάχ (το 1974) και δεν ανήκε στην PLO. Η δράση της αφορούσε βασικά βομβιστικές επιθέσεις και ατομικές δολοφονίες. Εδρα της οργάνωσης ήταν το Ιράκ.

16. ΟΗΕ-γ, ό.π.

17. Yesid Sayigh, ό.π., σελ.6

18. Washington Post, 9.10.1984 και Thomas Collelo (επ.), Lebanon: A country study, εκδ. Library of Congress, Washington, 1987, σελ.196, 239

19. Yesid Sayigh, ό.π., σελ.9, 17-18

20. Eric Thompson, «Will Syria have to withdraw from Lebanon?», στο Middle East Journal, vol.56, no.1, Winter 2002, σελ.76 και Pia Therese Jansen, The consequences of Israel's counter terrorism policy, PhD Thesis, University of St. Andrews, 2008, σελ.77

21. Yesid Sayigh, ό.π., σελ.17-19

22. Lebanon: Terrorism Israeli style, εκδ. World Peace Council Information Centre, Helsinki, χ.η., σελ.3

23. Leila Shahid, «The Sabra and Shatila massacres», στο Journal of Palestine Studies, vol.32, no.1, 2002, σελ.36

24. Ann Lesch, ό.π., σελ.171, CIA, The PLO offices in Tunis and Amman, 30.10.1985 (CIA-RDP85T01058R000507040004-7) και World News Digest, 3.9.1982

25. «Ριζοσπάστης», 2 και 3.9.1982

26. Leila Shahid, ό.π., σελ.44-45 και Official Records of the General Assembly of the UN, 37th Session, σελ.38

27. «Israel in Lebanon: Report of the International Commission to enquire into reported violations of international law by Israel during its invasion of the Lebanon», στο Journal of Palestine Studies, vol.12, no.3, Spring 1983, σελ.123 και 131.

28. Kara Ross Camarena & Nils Hagerdal, «Postwar migration among Christians in Mount Lebanon», στο American Journal of Political Science, vol.64, no.2, April 2000, σελ.229

29. B'Tselem, ό.π., σελ.15-16

30. Middle East crisis: Facts and Figures (http://news.bbc.co.uk/2/hi/middle_east/5257128.stm)

31. Ann Lesch, ό.π., σελ.175 και CIA, The PLO offices in Tunis and Amman, 30.10.1985 (CIA-RDP85T01058R000507040004-7)

32. CPI, On the first Lebanon war (https://maki.org.il/en/?p=493)

33. American Jewish Committee, Year Book, vol.85, 1.1.1985, σελ.267 και CPI, ό.π.

34. B'Tselem, ό.π., σελ.13 και Pia Therese Jansen, ό.π., σελ.50

35. CPI, ό.π.


Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ