-- Αναρωτιέμαι ποια είναι η αληθινή ιστορία του τραγουδιού «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», του τραγουδιού - ορόσημου για την εποχή του;
- Οταν το '36 ο Μεταξάς επέβαλε το δικτατορικό καθεστώς του, το Γεντί Κουλέ (Επταπύργιο) ήδη ήταν γνωστό ως σκληρή και απάνθρωπη φυλακή. Αυτό φρόντισε να συνεχίσει ο δικτάτορας, προκειμένου να τιμωρήσει τους πολιτικούς του αντιπάλους. Εκατοντάδες αριστεροί αντιφρονούντες φυλακίστηκαν ή και εκτελέστηκαν εκεί την περίοδο της δικτατορίας, αργότερα της ναζιστικής Κατοχής, αλλά και μετά την απελευθέρωση. Οι τραγικές συνθήκες εξυπηρετούσαν ιδανικά και διαχρονικά τα καθεστώτα.
Ο Απόστολος Καλδάρας είχε ήδη φύγει από τα Τρίκαλα. Εμενε και εργαζόταν ως μουσικός στη Θεσσαλονίκη, όπου παράλληλα σπούδαζε στη Γεωπονική Σχολή. Εκεί έγραψε το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», τραγούδι που έμεινε στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.
Αριστερός και ο ίδιος, δεν μπορούσε να μείνει απαθής απέναντι στο τραγικό σύμβολο της πολιτικής και κοινωνικής τυραννίας, που αποτελούσε η φυλακή του Γεντί Κουλέ.
Φυσικά δεν πέρασε απαρατήρητο από το μεταπολεμικό καθεστώς, κι ενώ δεν είχε ακόμη δισκογραφηθεί, έσπευσαν να το απαγορέψουν θεωρώντας τους στίχους του ανατρεπτικούς.
Ο ίδιος είχε διηγηθεί για την έμπνευση και δημιουργία αυτού του τραγουδιού:
Κάποια μέρα που φεύγαμε από το σπίτι του Χρήστου, εκεί που περπατούσαμε, το βλέπω... δεν ξέρω... κι άλλες φορές το κοιτούσα, αλλά εκείνη τη μέρα μου 'κανε μεγάλη εντύπωση. Ηταν σούρουπο, η βραδιά διαφορετική, ποιος ξέρει... και βλέπω μπροστά μου τη σιλουέτα του Επταπυργίου, των τειχών, εκεί που ήταν οι φυλακές.
- Κοίτα, τώρα λέω στον φίλο μου, εκεί μέσα πίσω απ' τα τείχη αυτά είναι οι φυλακές. Και 'κει μαζεύουν αυτούς τους ανθρώπους και τους κλείνουν φυλακή. Κι έτσι αυτή η εικόνα μου 'δωσε την έμπνευση να γράψω το τραγούδι αυτό».
-- Ποια είναι τα λόγια που έγραψε για πρώτη φορά, το 1946, ο Απόστολος Καλδάρας;
- Ο πρώτος τίτλος ήταν «Νύχτωσε και στο Γεντί», με τους παρακάτω στίχους, πριν τη λογοκρισία:
«Νύχτωσε και στο Γεντί, το σκοτάδι είναι βαθύ,
Αραγε τι περιμένει, όλη νύχτα ως το πρωί,
στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει το κελί.
Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το κλειδί,
τι έχει κάνει και το 'ρίξαν το παιδί στη φυλακή».
Το 1947 ηχογραφήθηκε σε δίσκο 78 στροφών, κάτω από δύσκολες συνθήκες, με τους στίχους που γνωρίζουμε όλοι.
-- Το μέγεθος της προσφοράς του στον ελληνικό πολιτισμό είναι τεράστιο, αλλά δυσανάλογο της αναγνώρισής του. Ανήσυχος και ριζοσπαστικός, ο Απόστολος Καλδάρας συνδικαλίζεται, τα βάζει ακόμη και με τις παντοδύναμες τότε δισκογραφικές εταιρείες. Πώς το πλήρωσε αυτό;
- Πράγματι, ο Απόστολος δεν είχε την αναγνώριση που του αναλογούσε και άξιζε. Εάν αναλογιστούμε μόνο ότι ήταν από τους ελάχιστους, ίσως και ο μοναδικός δημιουργός, που για σχεδόν 45 χρόνια όχι μόνο ήταν παρών στις εξελίξεις του ελληνικού τραγουδιού, αλλά ήταν και πρωτοπόρος. Ακόμη είναι, αφού τα τραγούδια του είναι ζωντανά, επιδραστικά και επίκαιρα.
Οι λόγοι για τη μη ανταπόδοση ήταν πολλοί.
Πρώτα απ' όλα, ήταν ένας εργάτης της Τέχνης του. Δεν επεδίωξε δημόσιες σχέσεις και οτιδήποτε εξυπηρετούσε την κοινωνική ή επαγγελματική του προβολή.
Σε αυτό συνέτεινε και η απουσία του από τα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης. Μια απόφαση που πήρε για τον γνωστό λόγο, του θανάτου της αδελφής μου.
-- Πες μου, αν θες, δυο κουβέντες για τη σχέση του πατέρα σου με τον Χατζιδάκι, την Παπαγιαννοπούλου και τον Βίρβο. Τι θυμάσαι απ' αυτούς;
- Με τον Κώστα Βίρβο υπήρχε μια φιλία από παιδιά στα Τρίκαλα. Βάδιζαν μαζί στη ζωή και συναντήθηκαν και στην τέχνη, αφού ο Απόστολος έβαλε μουσική και δισκογράφησε τους πρώτους στίχους του Βίρβου. Το πρώτο τους τραγούδι ήταν το «Για μπάνιο πάω», με το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία και ο Στέλιος Καζαντζίδης, όμως δεν έγινε επιτυχία. Στην πορεία όμως ακολούθησαν τραγούδια τους που αγαπήθηκαν πολύ κι έγιναν μεγάλες επιτυχίες.
Με την Παπαγιαννοπούλου γνωρίστηκαν το 1956 και ξεκίνησε η απίστευτη συνεργασία τους.
Αρκούν μόνο κάποιοι τίτλοι: «Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά» που ερμήνευσε ο Πάνος Γαβαλάς. Ακολούθησαν τα τραγούδια με τον Καζαντζίδη «Απ' τα ψηλά στα χαμηλά», «Ποιος θα με πληροφορήσει» και μετά ο «Γυάλινος κόσμος» που τραγούδησε σε πρώτη εκτέλεση ο Βασίλης Βλάσσης. «Μου σπάσανε τον μπαγλαμά», «Στ' Αποστόλη το κουτούκι» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, «Πετραδάκι - Πετραδάκι» με τον Μιχάλη Μενιδιάτη, «Πήρα απ' τη νιότη χρώματα» με την Βίκυ Μοσχολιού, «Ονειρο απατηλό» με τον Σταμάτη Κόκοτα, μετά πάλι με τον Στέλιο Καζαντζίδη, «Ας πάν' στην ευχή τα παλιά», «Πυρετός», «Αλλοτινές μου εποχές», «Αν είν' η αγάπη έγκλημα», μέχρι τη «Φαντασία» με τον Γιώργο Νταλάρα.
Να σταθώ όμως στον ξεχωριστό άνθρωπο, στον ιδιαίτερο χαρακτήρα, αλλά και στην ευφυία της Ευτυχίας.
«Θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχή, που κατά την πορεία της ζωής μου και σ' ένα σημείο βέβαια των δύσκολων χρόνων της καριέρας μου συνάντησα την γυναίκα αυτή, που μ' αγάπησε σαν παιδί της κι εγώ την αγάπησα σαν μητέρα. Μελοποίησα πάμπολλα έργα της, στίχους, λαϊκά ποιήματα. Το λαϊκό τραγούδι τής οφείλει πολλά. Μιλώ γι' αυτήν με μεγάλη συγκίνηση και αγάπη, σαν να μιλώ για την ίδια μου την μητέρα. Γιατί, όντως, όλα αυτά τα χρόνια της συνεργασίας μας, η Ευτυχία ήταν μητέρα μου. Η πνευματική μου μητέρα».
Η «γιαγιά» Ευτυχία ήταν μέλος της οικογένειάς μας. Οι μαζώξεις, τα γλέντια στο σπίτι, τα πειράγματα με το απίστευτο χιούμορ της, τα ταξίδια μας, οι πρόβες είναι ενδεικτικά του χαρακτήρα της Ευτυχίας. Αλλά και η συμπαράστασή της προς την οικογένειά μου στα δύσκολα χρόνια από τον χαμό της αδελφής μου.
-- Νομίζω πως υπάρχει κι ένα περιστατικό, κωμικό και τραγικό μαζί από εκείνη την περίοδο.
- Ναι. Το σπίτι μας τότε ήταν σ' ένα διαμέρισμα στην Κυψέλη, Βελβενδού 10. Κάποια στιγμή χτυπάει το κουδούνι και τρέχω να ανοίξω. Ημουν ένα εφτάχρονο αγόρι που ξαφνικά αντίκριζε μπροστά του την γιαγιά Ευτυχία, που φορούσε στολή μπαλαρίνας! Μου τσιμπάει το μάγουλο και εισβάλλει στο διαμέρισμα χορεύοντας αισθησιακά και μουρμουρίζοντας με τη βραχνή από το τσιγάρο φωνή της μια ανάλογη λικνιστική μελωδία.
Αυτή ήταν η Ευτυχία. Απλόχερη στα συναισθήματα, στο ταλέντο της, στη ζωή.
Μεταξύ του Μάνου Χατζιδάκι και του Απόστολου Καλδάρα υπήρχε μεγάλος θαυμασμός και απόλυτος σεβασμός. Οι όποιες διαφορές είχαν αφορούσαν αποκλειστικά τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις του κλάδου. Ο Μάνος Χατζιδάκις το 1974 είχε συμπεριλάβει το «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι» στον υπέροχο ορχηστρικό δίσκο «Ο Σκληρός Απρίλης του '45».
Στα τέλη της δεκαετίας του '80 είχα γνωριστεί κι εγώ με τον Μάνο Χατζιδάκι, με αφορμή τον πρώτο μου δίσκο «Νυχτερινή Κυβέρνηση». Ο ίδιος ήθελε να κυκλοφορήσει με τον «Σείριο», αλλά διάφοροι λόγοι δεν το καθιστούσαν εφικτό. Κάποια στιγμή ο Μάνος με ρώτησε εάν ο Απόστολος έχει τραγούδια ακυκλοφόρητα, τα οποία θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν από τον «Σείριο». Ο πατέρας μου το αποδέχτηκε με χαρά και τον Φλεβάρη του 1990 κυκλοφόρησαν. Εμελλε να είναι και ο τελευταίος δίσκος του Καλδάρα, αφού δύο μήνες μετά «έφυγε» από τη ζωή.
-- Εχεις πει πως η άγνοια του πολιτισμού οδηγεί και στην απώλεια της μνήμη μας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αλλά και σε ένα βιβλίο σου, πως «κοιμηθήκαμε Μεγαλέξανδροι και ξυπνήσαμε Κολοκοτρωναίοι»! Για πες κάτι παραπάνω...
Στον σύγχρονο καπιταλισμό που ζούμε, εφαρμόστηκε η πρακτική της εύπεπτης και προσωρινής παραγωγής, υποβαθμίζοντας την Τέχνη σε ανώδυνο και διαχειρίσιμο εμπόρευμα καταναλωτικής αξιολόγησης. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνουν και απαξιώνουν τον ρόλο της, χρήζοντάς την ακόλουθο και όχι πρωτοπόρο των εξελίξεων. Παράλληλα όμως αφαιρούν απ' την κοινωνία ένα απ' τα ισχυρότερα εφόδια, για την πορεία της προς το μέλλον.
Ενα συστατικό στοιχείο της Τέχνης, που την καθιστά ακόμη πιο επικίνδυνη στα σύγχρονα καθεστώτα, είναι η Μνήμη. Αυτή που μπορεί να γίνει ορμητήριο και καταλύτης στη συνέχεια και στην εξέλιξη του Πολιτισμού. Αυτή που μπορεί να γίνει το μέτρο σύγκρισης με το ευτελές, το αγοραίο, το πρόσκαιρο.
Σε ένα μεγάλο ταξίδι που έκανα κι έγινε η αφορμή να γράψω το βιβλίο «Η Σκιά του Ταξιδευτή», ένα γεγονός που συνειδητοποίησα, ήταν ότι η γνώση μου, η μνήμη μου πάνω στη διαδρομή και τη συνέχεια της ιστορίας που μας διδάσκουν, έχουν σημαντικά κενά.
Ολα τα μέρη, οι δρόμοι, οι πόλεις που πέρασα, είχαν έναν συμβολισμό, ένα άγαλμα, ένα κτίριο, μια αναφορά, έναν πολιτισμό, έναν κόσμο ολόκληρο από ένα κομμάτι της ιστορίας που εμένα ως Ελληνα, μου λείπει. Η δική μου ιστορία κάνει ένα άλμα απ' τον αρχαίο πολιτισμό στην Επανάσταση του 1821, με ένα μικρό κι αμφίβολο βήμα στο Βυζάντιο. Για τα εκατοντάδες υπόλοιπα χρόνια, σιωπή. Σαν να κοιμηθήκαμε Μεγαλέξανδροι και να ξυπνήσαμε Κολοκοτρωναίοι. Κάπου ανάμεσα σ' αυτούς υπήρξαν άνθρωποι που επηρέασαν και επηρεάστηκαν, χτίσανε και καλλιέργησαν. Αυτοί που κουβάλησαν και μετέδωσαν την ανάσα που αναπνέω κι εγώ τώρα. Η ιστορία γράφεται κι απ' το μελάνι των άλλων, των καθημερινών. Γι' αυτούς θέλω να μάθω. Αυτό το κομμάτι λείπει απ' τον πολιτισμό μου.
-- Τι γίνεται με τη μεγάλη πληγή των πνευματικών δικαιωμάτων, τους δημιουργούς του ελληνικού τραγουδιού, τους εργαζόμενους στον πολιτισμό μας; Θυμάμαι πως ακόμη και στην πανδημία, το πρώτο που απαγορευόταν και το τελευταίο που επιτρεπόταν ήταν η μουσική, δηλαδή η μαζικότερη, η πιο άμεση και καθημερινή έκφραση του λαού.
- Το πνευματικό δικαίωμα, ενώ είναι απλό και θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, κουβαλάει διαχρονική απαξίωση και έχει απέναντι μεγάλα συμφέροντα που δεν είναι μόνο οικονομικά, γι' αυτό είναι και περίπλοκο.
Γιατί είναι απλό: Μπαίνεις σε μια καφετέρια, παίρνεις έναν καφέ και αφού τον πιεις ευχαριστείς (αν σου αρέσει) τον καφετζή και αποχωρείς.
Πας στη λαϊκή αγορά σε έναν παραγωγό. Διαλέγεις τα προϊόντα που σου αρέσουν, τον ευχαριστείς, τα παίρνεις χωρίς να τον πληρώσεις και πηγαίνεις στο μαγαζί σου και τα πουλάς με δικό σου καθαρό το κέρδος φυσικά.
Εάν αυτά φαίνονται παράλογα, γιατί να μην είναι το ίδιο παράλογο και άδικο το να παίρνεις το πνευματικό έργο ενός καλλιτέχνη, που σπούδασε, δούλεψε, έφαγε τη ζωή του σε πρόβες, πλήρωσε μια σειρά από εργαζόμενους συνεργάτες και στούντιο για να φτάσει αυτό το τραγούδι στον κόσμο, και εσύ να το χρησιμοποιείς αποκλειστικά για το κέρδος σου χωρίς να αποδίδεις το ελάχιστο δικαίωμα στον δημιουργό του, ενώ γνωρίζεις ότι είναι ένα απαραίτητο προϊόν για τη λειτουργία του μαγαζιού σου, της επιχείρησής σου κ.λπ.
Σκεφτείτε ένα μπαρ χωρίς μουσική, μια ταβέρνα ή μια καφετέρια που το μόνο που θα ακούς είναι πιάτα, φλυτζάνια και μαχαιροπίρουνα. Ποιος θα πήγαινε; Σκεφτείτε ένα ραδιόφωνο, ένα τηλεοπτικό κανάλι χωρίς μουσική... πώς θα υπήρχε;
Αυτά όμως είναι τα αυτονόητα που το σημερινό κράτος απλά κλείνει μάτια και αφτιά.
Το περίπλοκο είναι ότι το τραγούδι από την κοινωνική και πολιτική μεριά είναι ο φορέας του Πολιτισμού, της Μνήμης, της Ιστορίας. Επομένως αντίπαλος των καθεστώτων. Γι' αυτό όχι μόνο δεν υπάρχει διάθεση της Πολιτείας για προστασία, αλλά αντίθετα υπάρχει μεγάλη και διαχρονική προσπάθεια για την απαξίωση και τον αφανισμό του από την κοινωνία.
Εξάλλου και απλοϊκά να το δούμε με αριθμούς, εάν υπάρχουν 10-15 χιλιάδες το πολύ δημιουργοί και δικαιούχοι, υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι επαγγελματίες μικροί, μεγάλοι, ακόμη και οι ισχυροί των ΜΜΕ που δεν καλοβλέπουν να πληρώνουν.
Ας δούμε όμως και μια άλλη παράμετρο της πνευματικής δημιουργίας, που είναι πολύ σημαντική στην προσφορά εργασίας.
Αναφέρομαι στη «Δημιουργική Οικονομία». Ενα 3λεπτο τραγούδι προσφέρει εργασία και απασχόληση σε δεκάδες επαγγελματικούς κλάδους, σε δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους, από το στούντιο ηχογράφησης, τις εταιρείες δίσκων, τους οργανωτές συναυλιών, τους ραδιοφωνικούς παραγωγούς, μέχρι τις μουσικές σκηνές, τα μαγαζιά, τους εργαζόμενους στους χώρους που παίζεται μουσική... Και ο κατάλογος δεν τελειώνει.
Ενώ λοιπόν μιλάμε για το κόστος ενός εσπρέσο την ημέρα κατά μέσο όρο που καλείται να πληρώσει ένας μέσος χρήστης, αθροιστικά συγκεντρώνεται ένα μεγάλο ποσό που θα τεθεί (θεωρητικά φυσικά) προς διανομή. Αυτό το ίδιο ποσό των εκατομμυρίων που εκμεταλλευόταν για τόσα χρόνια η ιδιωτική ΑΕΠΙ, η οποία είχε πολύ καλύτερη αντιμετώπιση και προστασία από την Πολιτεία για ευνόητους λόγους, αν και από το 2017 έχει κατηγορηθεί για επτά κακουργήματα, αλλά... ποιος ασχολείται;
Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέπουμε και το πρόβλημα με την τεχνητή και επιδιωκόμενη διάσπαση στους οργανισμούς πνευματικής ιδιοκτησίας. Ενα πρόβλημα που θα μπορούσε να λυθεί σε μια μέρα εάν υπήρχε πολιτική βούληση.
Εάν σε αυτά προσθέσουμε το διαδίκτυο, την τεχνητή νοημοσύνη, την πειρατεία, τότε θα μπορέσουμε να έχουμε μια πιο καθαρή εικόνα της αδικίας, αλλά και ενός ζοφερού πολιτισμικού μας μέλλοντος.
-- Σε μια περίοδο με τόσα πολλά προβλήματα (από πολεμικούς εξοπλισμούς, την πολεμική οικονομία, μέχρι τους δασμούς, τους μισθούς, τις συντάξεις, τους πλειστηριασμούς κ.ά.), πόσο επικίνδυνο θεωρείς το να εμπιστευθεί ο λαός τα αυτοχαρακτηριζόμενα «αντισυστημικά» κόμματα που δημαγωγούν και λαϊκίζουν;
- Πρώτα απ' όλα θα πρέπει να αμφισβητήσουμε τον όρο «αντισυστημικό», που περιλαμβάνει ακροδεξιά μορφώματα, νεοναζί, λαϊκιστές, ρατσιστές και κάθε είδους ευκαιριακές συνυπάρξεις, ή προσωποπαγή σχήματα χωρίς ιδεολογική βάση ή πρόταση, που έχουν ως σκοπό, αν όχι και σαν αποτέλεσμα, τη μετάθεση των αληθινών προβλημάτων των ταξικών αντιθέσεων και αγώνων σε μια ψηφοθηρική πλειοδοσία με τη στήριξη και προώθηση των συστημικών ΜΜΕ.
Προσωπικά θεωρώ ότι απλά είναι μια εύκολη δικαιολογία - παγίδα για τους αφελείς, μια κατευθυνόμενη προέκταση κι ένα εύχρηστο εργαλείο του ίδιου συστήματος, που όταν πιέζεται, τα βγάζει στο εμπόριο, στη λαϊκή αγορά κι όταν επιτελέσουν τον σκοπό τους, τα πετάει στο καλάθι των αχρήστων της ιστορίας. Είναι η βαλβίδα αποσυμπίεσης της κοινωνικής οργής, είναι οι διασκεδαστές του βασιλιά.
Δεν θεωρώ λοιπόν επικίνδυνο το να τους εμπιστευτεί ο λαός, θεωρώ επικίνδυνο τον «λαό» που τους εμπιστεύεται.
Το 2ο μέρος της συνέντευξης στο επόμενο φύλλο.