ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 28 Μάρτη 2000
Σελ. /40
Ο αγώνας δίνει κέρδος

Απόφαση να σταματήσουν τις κινητοποιήσεις στο ΚΘΒΕ πήρε σε συνεδρίασή του το ΔΣ του ΣΕΗ, εκτιμώντας ως θετική την πορεία των εξελίξεων. Χάρη στο συντονισμένο και πολύμηνο αγώνα τους, οι ηθοποιοί στη νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας διασφάλισαν τα εξής: ο βασικός μισθός για το έτος 1999-2000 είναι 295.000, για το 2000-2001 305.000 και για το 2001-2002 315.000. Το οικογενειακό επίδομα για τα αντίστοιχα έτη 20.000, 22.000, 24.000 και αποζημίωση εκτός έδρας εσωτερικού για τα ίδια έτη, 25.000, 26.000, 27.000. Προσαύξηση 75% στο μεροκάματο για τις εξαιρέσιμες βάσει του νόμου ημέρες. Οσοι ηθοποιοί έχουν συμπληρώσει 6 χρόνια προϋπηρεσίας στο ελληνικό θέατρο λαμβάνουν αύξηση 7% επί του βασικού. Οσοι αμείβονται με 320.000 λαμβάνουν αύξηση 15.000 και όσοι με 330.000, αύξηση 10.000. Η αύξηση του βασικού μισθού, των οικογενειακών επιδομάτων, των αποζημιώσεων εκτός έδρας και η αύξηση του 7% ισχύουν από 1/1/2000.


ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Λόρκα και Στρίντμπεργκ στο Εθνικό Θέατρο
«Γέρμα»

Από τη «Γέρμα»
Από τη «Γέρμα»
Η Ισπανία μπορεί να υπερηφανεύεται ότι στον 20ό αιώνα «γέννησε» τον αθάνατο εθνικό της, αλλά και παγκόσμιο ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, δημιουργό δραματικών αριστουργημάτων, μεταξύ των οποίων η «Γέρμα». Η τραγωδία της άτεκνης γυναίκας, της «άκαρπης» μήτρας, της στερημένης τον έρωτα ψυχής, που αβάσταχτα τυραννισμένη από το άλγος της στειρότητας, αλλά και «ταμένη» στη συζυγική ηθική και τιμή, γίνεται φόνισσα του άντρα της. Αντρα, που δεν επέλεξε, αλλά του προσφέρθηκε ψυχή τε και σώματι για να επιτελέσει τον προορισμό της. Να καρπίσει η μήτρα της τη νέα ζωή. Σκοτώνοντας τον άντρα της, σκοτώνει τη ματαιωμένη της ελπίδα. Το «γιο» που πόθησε. Σκοτώνει, αμετάκλητα, και τη μήτρα της και την ψυχή της. Μόνη «ζωή» της πια η άφατη θλίψη της άκαρπης μήτρας της και τιμωρός «καθαρμός» της η ερημία της «μοίρας» που η ίδια όρισε.

Η «Γέρμα», αριστοτεχνικό κράμα ηθογραφίας, ρεαλισμού και υπερρεαλισμού, που συνθέτει με μοναδική ποιητικότητα το ψυχολογικό, υπαρξιακό δράμα της άτεκνης γυναίκας, τοποθετημένο μέσα στο πλαίσιο των παραδόσεων, αξιών, ηθών και εθίμων, του τρόπου ζωής μιας μικρής κλειστής κοινωνίας, ενός ισπανικού χωριού, αποτελεί όχι μόνο σύμβολο του καημού της άκαρπης γυναίκας, αλλά και κάθε μεταφορικής σημασίας της λέξης «μήτρα». Ως «μήτρα», που γεννά ή μένει στέρφα, μπορεί να εννοηθεί η γη, ο νους και η ψυχή του ανθρώπου, η κοινωνία, ακόμα και η δημιουργία. Γι' αυτό και ως πανανθρώπινο, πέραν εποχών και εθνικών συνόρων, το δράμα του Λόρκα προσφέρεται για πολλές ερμηνευτικές και αισθητικές «αναγνώσεις».

Από τη «Σονάτα των φαντασμάτων»
Από τη «Σονάτα των φαντασμάτων»
Στο Εθνικό Θέατρο ο Κώστας Τσιάνος, διαθέτοντας την έξοχη, ποιητικότατη μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη, το αφαιρετικό χωρο-χρονικά και λειτουργικότατο σκηνικό και τα καλαίσθητα λαογραφικού ύφους κοστούμια της Ιωάννας Παπαντωνίου, τη λαϊκών ακουσμάτων μουσική του Γιώργου Χριστογιαννάκη, καλοδιδαγμένη από την Μελίνα Παιονίδου, επέλεξε μιαν απολύτως θεμιτή «ανάγνωση». Αυτή της λαογραφικής ηθογραφίας, «χρωματίζοντας» το έργο και με στοιχεία της ελληνικής λαογραφίας. Με ήχους, ρυθμούς, εικόνες, σύμβολα της ελληνικής υπαίθρου και της λαϊκής παράδοσης. Το εγχείρημά του, ορμώμενο από την αλησμόνητη ευριπίδεια «Ηλέκτρα» του, δεν έφθασε ασφαλώς το επίπεδο εκείνης της παράστασης, αλλά δεν μπορεί παρά να κριθεί ως πολύ ενδιαφέρον αποτέλεσμα ενός αληθινού καλλιτεχνικού μόχθου, που επιδίωξε την υψηλή ποιότητα, με στήριγμά του και πάλι την Λυδία Κονιόρδου. Μια σπουδαία ηθοποιό, ικανή να «σαρκώσει» στο λαϊκό ιδίωμα, ένα αυθεντικά γήινο πλάσμα, όντας ηθοποιός «όργανο» της ποίησης. Η παράσταση της «Γέρμα» δεν έφθασε το σκηνοθετικό και υποκριτικό κάλλος της «Ηλέκτρας», διαθέτει όμως ήθος, υψηλή ποιότητα, άποψη και κυρίως μερικά έξοχα, διόλου συνήθη, ποιητικής ευαισθησίας ευρήματα, με κορυφαία τον Χορό των γυναικών με τις μωρουδιακές κούνιες - ύμνος στη μητρότητα και σύμβολο υπογράμμισης του δράματος της Γέρμα - και τις πλύστρες στο ποτάμι. Εκεί που αστόχησε η σκηνοθεσία είναι ότι χορογραφικά γλίστρησε στο φολκλόρ, ιδιαιτέρως έντονα στο παγανιστικό πανηγύρι και σ' έναν «εξωτισμό» στη σκηνή της «μάγισσας» με το γονιμοποιητικό βότανο, αλλοιώνοντας έτσι την υπερρεαλιστική ποίηση, τη μυστηριακή «μαγεία», με τις οποίες «προίκισε» αυτές τις σκηνές ο Λόρκα. Η παραπανίσια δόση φολκλόρ επηρέασε και την ερμηνεία των περισσότερων ηθοποιών. Μοιραία επηρέασε και τις αναμφισβήτητα σημαντικές ερμηνείες της Λυδίας Κονιόρδου και της υποκριτικά πληθωρικής και χυμώδους Μάρθας Βούρτση, αλλά και της άξιας Ρίκας Σηφάκη.

Ο μόνος που διέφυγε τον κίνδυνο του φολκλόρ είναι ο Στέφανος Κυριακίδης (Χουάν), πλάθοντας με προσεκτικό, καθ' όλα, μέτρο, με εσωτερικότητα, απλότητα και αλήθεια έναν και όχι γραφικά λαϊκότροπο άντρα. Εναν στιβαρό εργάτη της γης, σοβαρό, πουριτανό, φαινομενικά «ψυχρό» συναισθηματικά, «λογικά» συμβιβασμένο με τον άτεκνο γάμο του σύζυγο, που η αντρική του φύση αδυνατεί να συμμεριστεί σε βάθος, τον «ά-λογο», οδυνηρό μητρικό πόθο της Γέρμας.

Να σημειωθούν και οι πολύ καλές ερμηνείες των ταλαντούχων Μάρθας Φρίντζηλα και Μαρίας Καντιφέ, αλλά και η θετική σκηνική συμβολή όλων των ηθοποιών στους μικρούς ρόλους.

«Η σονάτα των φαντασμάτων»

Επισημαίνουμε εξ αρχής ως θετικό γεγονός το - ούτως ή άλλως αναγκαίο - άνοιγμα του Ε. Θ. σε νέους καλλιτέχνες (σκηνοθέτες, συνθέτες, χορογράφους, σκηνογράφους, ηθοποιούς, κλπ.), έστω και αν ρισκάρει, γιατί μόνο από αυτό το άνοιγμα θα αναδειχτούν και αναπτυχθούν νέες καλλιτεχνικές δυνάμεις. Τέτοιο θετικό άνοιγμα είναι η ανάθεση στην Αννα Τομπούλη της σκηνοθεσίας - και της μετάφρασης - της στριντμπεργκικής «Σονάτας των φαντασμάτων», στη «Νέα Σκηνή». Η «Σονάτα», έργο «σκοτεινό», ερμηνευτικά πολύ απαιτητικό και δύσβατο, κράμα ζοφερού ψυχολογικού ρεαλισμού, ποιητικού υπερρεαλισμού και εξπρεσιονιστικού συμβολισμού, ένα απαισιόδοξο στριντμπεργκικό δράμα, ένα φιλοσοφικό «αίνιγμα» με θέμα την πάλη του καλού με το κακό, του έρωτα με το μίσος, της ζωής με το θάνατο, μια πάλη που κινείται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, συνείδησης και υποσυνείδητου, κοινωνίας και ατομικού βίου, τοποθετημένη σε ένα «πεδίο» αμφίσημο και αμφίδρομο, καθώς ο παρών βίος των «ηρώων» μπερδεύεται πυρετικά, παραληρηματικά, με εφιαλτικά όνειρα, με «φαντάσματα» από το παρελθόν τους, με αγνούς, αλλά και μοιχούς έρωτες, με ανικανοποίητους πόθους, με προδομένες προσδοκίες της περασμένης ζωής τους. Εφιαλτικά, ακατανίκητα «φαντάσματα», που καθιστούν τη ζωή «κόλαση» και για τους ίδιους, αλλά και για τους άλλους. «Κόλαση» όχι μόνο των ενόχων, αλλά των αθώων. Οχι μόνο των αμαρτωλών γηρατειών, αλλά και της αγνής νιότης, που ακούσια «μολύνεται», κατά το «αμαρτία γονέων...». Τα πρόσωπα του Στρίντμπεργκ είναι ταυτόχρονα άνθρωποι και σύμβολα (σύμβολα που κριτικά κοινωνιολογούν και έμμεσα εννοιολογούν), με κυρίαρχο τον «Γέρο», που συμβολοποιεί και την ανθρώπινη και την κοινωνική, αλλά και την υπερβατική μορφή του κακού, ενός κακού αποκαλυπτήριου, τιμωρού, αλλά εν τέλει και τιμωρούμενου.

Η νέα σκηνοθέτρια, έχοντας ασκηθεί με το έργο και μεταφραστικά (ρέουσα η μετάφρασή της), συνέλαβε και υπηρέτησε, με άποψη και αισθητικό γούστο, το ζοφερό βιωματικό (σχεδόν αυτοβιογραφικό) υπόβαθρο του έργου, τον φιλοσοφικό προβληματισμό και τον ποιητικό «κόσμο» του, ευεργετούμενη τα μέγιστα, αν όχι «καθοδηγούμενη» από το ιδιοφυές σκηνικό του Γιώργου Πάτσα. Σκηνικό που «πλαστουργεί» τη σύνθεση ρεαλισμού και υπερρεαλισμού, λειτουργώντας σαν εσωτερικός και εξωτερικός τόπος - «καθρέφτης» ανθρώπων και φαντασμάτων. Ενα υπέροχο στη λιτότητα και εφευρετικότητά του σκηνικό, που παραδόξως πώς αστόχησε (ως προς τον όγκο, αλλά και την αισθητική) του συμβολικού γυναικείου αγάλματος. Στην ατμοσφαιρικότητα της παράστασης συνέβαλαν η μουσική (Δημήτρης Ιατρόπουλος - Νίκος Βίττης), η μουσική διδασκαλία (Μελίνα Παιονίδου), οι φωτισμοί (Ηλίας Κωνσταντακόπουλος). Η σκηνοθεσία ευεργετήθηκε και με την εξαιρετικά πυκνή και υπονοηματική, «δηλητηριώδους» ειρωνικής αμφισημίας, ερμηνεία του Γιώργου Μοσχίδη (Γέρος). Καλές ερμηνείες κατέθεσαν η εφιαλτική, αλλά με μέτρο, «Μούμια» της Αλεξάνδρας Διαμαντοπούλου, η αισθαντική Μαρία Καλλιμάνη, ο μετρημένος Θόδωρος Κατσαφάδος (άρχοντας που κατάντησε υπηρέτης), η Ηλιάνα Παναγιωτούνη (πληθωρικά άγρια φιγούρα μαγείρισσας), η Ζωή Βουδούρη (εύγλωττη στη βουβή πρώην, αθώα μνηστή), η αισθαντική επίσης Χριστίνα Κουλουμπή (γαλατού) και οι άλλοι ηθοποιοί στους μικρούς ή βουβούς ρόλους. Ιδιαίτερα ελπιδοφόρες για το μέλλον ήταν οι μεστές, εκφραστικότατες, λεπτομερειακά δουλεμένες, αρμόζουσες στο ρόλο τους, ερμηνείες των νέων ηθοποιών Δημήτρη Σταμούλη (υπηρέτης του Γέρου) και Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου (φοιτητής).


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ