«Αρχισα να γράφω πολύ νωρίς... κάτω από την ταραχή και τη συγκίνηση που μου είχαν δημιουργήσει οι αναταράξεις της Ιστορίας που είχαν προηγηθεί. Ο μεγάλος πόλεμος. Οι σειρήνες του πολέμου του '40. Η είσοδος του γερμανικού στρατού κατοχής σε μια έρημη Αθήνα. Πρώτοι ήχοι, πρώτες εικόνες. Επειτα ο Εμφύλιος το Δεκέμβρη του '44. Η σφαγή...». Οι πρώτες μνήμες. Αυτές ήταν και οι πρώτες ιστορίες που «ζητούσαν» εικόνα... Θα την έδινε αργότερα... Η αγάπη του για τον κινηματογράφο φανερώθηκε σε εκείνα τα χρόνια, τότε που μαζί με άλλους συνομηλίκους του τρύπωνε στις αίθουσες και χανόταν στον μαγικό κόσμο του εξώστη.
«Εχω μια ανάγκη, αν μπορούσα, να κάνω γυρίσματα 365 μέρες το χρόνο. Ετσι θα ήμουν ευτυχής... Η ώρα του γυρίσματος είναι η πιο αγαπημένη, η πιο ιερή».
Το 1974 - 1975 γύρισε τον «Θίασο», την πιο πολυβραβευμένη του ταινία και αυτή που θα τον καθιστούσε ως έναν από τους μεγάλους δημιουργούς ενός κινηματογράφου θεμελιωμένου σε μια υλιστική αισθητική. «Το να υμνείς την επανάσταση, δε σημαίνει πως υμνείς πάντα τη νίκη. Η τελευταία εικόνα της ταινίας δείχνει το θίασο να κινείται προς την κάμερα. Ξέρουμε πως έχουν υπάρξει νεκροί, φυλακισμένοι, εκτελεσμένοι... Είναι μια στιγμή συνειδητοποίησης». Η ταινία ακολουθεί τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου στην Ελλάδα από το 1939 μέχρι το 1952 και μαζί όλες τις μεγάλες ιστορικές στιγμές. «Ολοι οι συνεργάτες, ο Δημήτρης Αρβανίτης στη φωτογραφία, ο Θανάσης Αρβανίτης στον ήχο, ο Μικές Καραπιπέρης στα σκηνικά, η ομάδα του Θόδωρου πίστεψαν από την πρώτη στιγμή», ανέφερε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης που είχε γράψει τη μουσική. «Θυμάμαι περιπετειώδη γυρίσματα... Είμαστε όλοι στο χιόνι από τις 9 το πρωί ως τις 6 το απόγευμα. Ο Θόδωρος είναι με ένα μπερεδάκι, ένα σακάκι και κάτι παλιά παπούτσια μέσα στον πάγο, κι εμείς είμαστε δίπλα του. Ο Αντρέας έπαιζε ακορντεόν με 15 υπό το μηδέν πάνω στα Ζαγόρια, οι γυναίκες ήταν με τα τακούνια μες στη λάσπη και τα χιόνια, και κατέβαιναν το βουνό. Ολοι όμως είχαμε πιστέψει ότι αυτό που γίνεται είναι σημαντικό. Και είχαμε σαν παράδειγμα τον Θόδωρο, ο οποίος δεν έλεγε κάτι και μετά χωνόταν στο καφενείο μέχρι να γυριστεί η σκηνή. Ηταν εκεί, παρών, το πίστευε, το πιστεύαμε όλοι, το υπερασπιστήκαμε μέχρι το τέλος».
Το 1984 γύρισε το «Ταξίδι στα Κύθηρα» με τους Μάνο Κατράκη και Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Τότε ξεκίνησε και η συνεργασία του με την Ελένη Καραΐνδρου, που μας χάρισε μοναδικές μουσικές στιγμές. Το 1986 κυκλοφόρησε ο «Μελισσοκόμος», το 1988 το «Τοπίο στην ομίχλη» και το 1991 «Το μετέωρο βήμα του πελαργού». Τα γυρίσματα στη Φλώρινα εκτυλίχθηκαν επεισοδιακά, καθώς ο μητροπολίτης αφόρισε τον Θ. Αγγελόπουλο και όλους όσοι συμμετείχαν, ανάμεσά τους οι Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και Ζαν Μορό.
Το 1995 γύρισε «Το βλέμμα του Οδυσσέα». Ο διευθυντής της Γιουγκοσλαβικής Ταινιοθήκης ανέφερε ότι «όταν λίγοι έρχονταν στη χώρα μας (ο Αγγελόπουλος) αποφάσισε να κάνει εδώ γυρίσματα της ταινίας του...», ενώ ο Βιμ Βέντερς δήλωνε ότι έφυγε «μαγεμένος από τις Κάννες». Για την ταινία «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» (1998) απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Kαννών.
...μέσα από τα λόγια της Ελένης Γερασιμίδου και του Βασίλη Κολοβού
Είχα την ευλογία να δουλέψω μαζί του στην ταινία «Μία αιωνιότητα και μία μέρα». Ενας θαυμάσιος, μικρός αλλά μεγάλος ρόλος. Ενα δώρο για να έχω να καμαρώνω. Για χίλιους λόγους ακόμα. Για τα αστεία με τον Γιώργο Αρβανίτη, που νευρίαζαν τον «Θεό» και με έκλεισε μόνη μου στο δωμάτιο πριν τη λήψη, για τον Μπρούνο Γκαντς, που βρήκε τρόπο να μου χτυπήσει παρηγορητικά την πλάτη χαμογελώντας παιχνιδιάρικα, για όλο το αγαπημένο συνεργείο που περίμενε τις ομίχλες του αδιαμαρτύρητα. Και όταν είδα την ταινία, νάτο και το πλάνο με την κόκκινη σημαία και τον κουρασμένο διαδηλωτή στο λεωφορείο. Οι κόκκινες σημαίες στα έργα του!
Από τις καλύτερες τιμές για τα 10 χρόνια της αιωνιότητάς του, οι κόκκινες σημαίες στην Παμβώτιδα. Είναι και θα είναι πάντα εδώ, όπως όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί. Κι έτσι, δεν του λέμε Αντίο. Ενα τεράστιο Ευχαριστώ μόνο.
Β. Κολοβός: Ο Θόδωρος είναι χωρίς αμφιβολία από τους κορυφαίους δημιουργούς της γενιάς του στον διεθνή κινηματογράφο. Είναι ποιητής κυρίως του ανοιχτού χώρου, ερευνητής της ψυχής των ηρώων του, με προσεκτική ματιά στον νεότερο, μα και στον αρχαίο χώρο. Πολλές φορές ταυτίζει τους ήρωές του με τραγικές φιγούρες.
Ηταν τρυφερός αλλά απαιτητικός από τους συνεργάτες του. Είχε επιμονή στα δύσκολα γυρίσματα και στις καιρικές συνθήκες για να βγάλει το καλύτερο αποτέλεσμα που είχε οραματιστεί. Ζητούσε πειθαρχία σε οποιεσδήποτε συνθήκες, και ο ίδιος ήταν πιο πειθαρχημένος απ' όλους. Οι διορθώσεις που έκανε στους ηθοποιούς ήταν με βάση την επόμενη σκηνή που θα γύριζε. Πριν αρχίσει τα γυρίσματα, έβλεπε την ταινία του να παίζεται στην οθόνη.
Γενικά ήταν δημιουργός με την αίσθηση του χώρου, με κριτική ματιά, με ιδεολογική σταθερότητα, χωρίς μεν και αλλά. Προσωπικά είχαμε κάνει πολλές συζητήσεις για την πολιτική ζωή του τόπου. Είχε πάντα κριτική διάθεση, αλλά και μεγάλο σεβασμό στην αριστερά. Πίστευε, και το περνούσε στο έργο του, στην υπεροχή της ιδεολογικής ανωτερότητας της κομμουνιστικής ιδεολογίας, όπως αυτή εκφράστηκε στον αιώνα που πέρασε στο εργατικό και κυρίως στο ΕΑΜικό κίνημα.
Τόσο η πόλη των Ιωαννίνων όσο και γενικότερα η Ηπειρος «χάρισαν» τα τοπία τους σε αρκετές ταινίες του Αγγελόπουλου. «Εδώ βρήκε το θεμέλιο του κατοπινά μεγάλου έργου του. Εδώ ήταν η απαρχή σε όλο το ταξίδι του. Από εδώ ξεκίνησε με την "Αναπαράσταση". Είδε την άλλη Ελλάδα εδώ, αυτή που ήταν δυσεύρετη στον εμπορικό κινηματογράφο των ημερών του τη δεκαετία του 1960. Αυτή που ανέδειξε σε παγκόσμιο επίπεδο, από την αρχή κιόλας... Την Ελλάδα των συνόρων, των βουνών, την Ελλάδα της ξενιτιάς, του μισεμού, του μοιρολογιού... Βρήκε αυτήν την άλλη Ελλάδα, που μπορούσε να συνομιλήσει πιο βαθιά με την Ιστορία, πιο βαθιά με την περιπέτεια του τόπου μας και του λαού μας. Αυτό ήταν και η πυξίδα του, είτε προς τα εδώ είτε προς τη Δυτική Μακεδονία. Τόποι που αποτελούσαν αέναες επιστροφές, χωρίς όμως να έχουν μία έννοια καθήλωσης, αλλά διαρκούς αναζήτησης. Γι' αυτό άλλωστε και τα τελευταία χρόνια το ταξίδι του ξάνοιξε και στη βαλκανική ενδοχώρα, αλλά και σε επίπεδο γυρισμάτων στην πρώην Σοβιετική Ενωση, μέχρι την Ευρώπη και την Αμερική», σημείωσε ο Αλ. Λαμπρίδης, συμπληρώνοντας πως «το έργο του είναι εδώ, ζωντανό, σαν κάλεσμα για τους επόμενους ιχνηλάτες, τους επόμενους σκυταλοδρόμους της δημιουργίας αλλά και των αγώνων που ο ίδιος περιέγραφε μέσα από τις ταινίες του. Της συλλογικής περιπέτειας των ανθρώπων».