Μελέτη των υπόγειων «σωληνώσεων» του ηφαιστείου δίνει στους επιστήμονες γνώσεις, που ίσως είναι εφαρμόσιμες σε άλλα μεγάλα ηφαίστεια, όπως της Σαντορίνης, του Πινατούμπο, του Κρακατόα
Τα τελευταία τρία χρόνια, 70 σεισμογράφοι, τοποθετημένοι μέσα στο έδαφος γύρω από το όρος της Αγίας Ελένης, κατέγραφαν τις δονήσεις από τεχνητές εκρήξεις προκαλούμενες με εκρηκτικά από τους επιστήμονες, το τρέμουλο από φυσικούς σεισμούς, ακόμη και το «ψιθύρισμα» των ωκεάνειων κυμάτων, που σκάνε στην ακτή του Ειρηνικού, αρκετά μακριά από το ηφαίστειο. Το δίκτυο των σεισμογράφων λειτούργησε στο πλαίσιο του προγράμματος iMUSH, για την παρακολούθηση των κινήσεων μαγματικών ροών προς την επιφάνεια. Πρόκειται για μια από τις πιο ενδελεχείς προσπάθειες για την αποτύπωση των υπόγειων «σωληνώσεων» ενός ηφαιστείου, η οποία αποκάλυψε μια πολύπλοκη εικόνα, που κανείς δεν είχε φανταστεί.
Αυτά τα επιστημονικά ευρήματα από τη σεισμολογική μελέτη του όρους της Αγίας Ελένης έχουν επιπτώσεις και σημασία όχι μόνο για τα εκατομμύρια των ανθρώπων που κατοικούν κοντά σε αυτό και τα άλλα ηφαίστεια της οροσειράς Κασκέιντ (περιλαμβάνει περιοχές του καναδικού Βανκούβερ, του Σιάτλ, του Πόρτλαντ, του Ρένο και του Σακραμέντο των ΗΠΑ), αλλά και εκείνους που ζουν κοντά ή πάνω σε άλλα μεγάλα ηφαίστεια στον κόσμο, όπως της Σαντορίνης, του Πινατούμπο στις Φιλιππίνες, του Κρακατόα στην Ινδονησία. Από το 1980 έως σήμερα 25.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί εξαιτίας ηφαιστειακών εκρήξεων σε ολόκληρο τον πλανήτη και οποιαδήποτε δυνατότητα πρόβλεψης επικείμενης ισχυρής ηφαιστειακής έκρηξης θα ήταν χρήσιμη. Οπως και το όρος της Αγίας Ελένης, έτσι και τα περισσότερα ηφαίστεια στη στεριά εμφανίζονται πάνω από τεκτονικές πλάκες που συγκρούονται μέσα στο φλοιό, που επιτρέπουν σε μέρος από τα θερμά έγκατα της Γης να ανέβει έως την επιφάνεια. Ενας στόχος της επιστημονικής έρευνας στην Αγία Ελένη είναι να γενικεύσει τα συμπεράσματα, έτσι ώστε να βρουν εφαρμογή και σε διαφορετικά ηφαίστεια. «Κάθε ηφαίστειο είναι διαφορετικό», λέει ο γεωλόγος Μάικλ Κλάιν, «αλλά πρέπει να καταλάβουμε σε κάθε λεπτομέρεια ετούτο, για να καταλάβουμε τι συμβαίνει και σε άλλα».
Το ηφαίστειο της Αγίας Ελένης είναι το πιο δραστήριο της περιοχής όπου βρίσκεται. Τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα πραγματοποιούσε αλλεπάλληλες εκρήξεις. Το 1480 είχε εκραγεί με ισχύ πολλές φορές μεγαλύτερη εκείνης του 1980. Οπως και άλλα ηφαίστεια της δυτικής πλευράς της Βόρειας Αμερικής, τροφοδοτείται από τη σύγκρουση της ειρηνικής τεκτονικής πλάκας με τη βορειοαμερικανική. Η διαφορά του είναι ότι βρίσκεται 50 χιλιόμετρα περισσότερο προς την ενδοχώρα και τα πετρώματα από κάτω του είναι πολύ κρύα για να υπάρχουν και λιωμένα τμήματά τους.Οι σεισμολόγοι στην έρευνα iMUSH στο όρος της Αγίας Ελένης χρησιμοποίησαν όργανα δέκα φορές πιο ακριβή, για να καταγράψουν το διαφορετικό χρόνο άφιξης των σεισμικών κυμάτων οποιασδήποτε προέλευσης, καθώς περνάνε μέσα από πυκνά πετρώματα κινούμενα πιο γρήγορα και μέσα από θερμά ημίρρευστα πετρώματα κινούμενα πιο αργά. Ετσι σχημάτισαν κομμάτι κομμάτι μια αρκετά καλή εικόνα για το πού βρίσκεται το μάγμα κάτω από το βουνό. Η πρώτη έκπληξη ήταν ότι αντί για ένα θάλαμο μάγματος 1-2 χιλιόμετρα κάτω από το θόλο λάβας του κρατήρα, βρέθηκε να υπάρχει ένα σύμπλεγμα από ρωγμές που διοχετεύουν μάγμα προερχόμενο από βαθύτερα, από θαλάμους σε βάθος 10-15 χιλιομέτρων.
Ακόμη βαθύτερα περίμενε η δεύτερη έκπληξη. Ενας μεγάλων διαστάσεων όγκος πυκνών και κρύων βράχων εμποδίζει το μάγμα να περάσει, το οποίο αναγκάζεται να αλλάξει κατεύθυνση προς τα νοτιοανατολικά. Γνωρίζοντας τις ακριβείς διαδρομές του μάγματος, οι επιστήμονες θα μπορούσαν να προβλέψουν μελλοντικές βίαιες εκρήξεις. Μετά την έκρηξη του 1980, οι σεισμολόγοι είχαν καταγράψει βαθείς και παρατεταμένους σεισμούς κατά μήκος των γνωστών τότε διαδρομών μάγματος, καθώς έρρεε για να ξαναγεμίσει τους θαλάμους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως τότε, τέτοιοι σεισμοί δεν προηγούνται, αλλά έπονται της έκρηξης. Οταν όμως διαπιστωθούν πριν εκδηλωθεί έκρηξη, τότε κάτι κινείται και το ηφαίστειο ίσως είναι πιο επικίνδυνο απ' ό,τι συνήθως.
Αν οι σεισμοί, οι εκλύσεις αερίων και άλλα ενδεικτικά σήματα μπορέσουν να συνδεθούν από τους ερευνητές με τις διεργασίες, που πραγματοποιούνται στο μάγμα κάτω από το έδαφος, τότε οι ηφαιστειολόγοι θα έχουν έναν τρόπο να προβλέψουν βραχυχρόνια τις επικίνδυνες εκρήξεις. «Μια από τις αδυναμίες στη μελέτη των επικίνδυνων ηφαιστείων», λέει ο γεωλόγος Τόμας Σισσόν, «είναι ότι γενικά δεν ξέρουμε ότι ετοιμάζονται να εκραγούν, πριν το μάγμα φτάσει στα ανώτερα στρώματα του φλοιού, προκαλώντας σεισμούς και παραμορφώσεις του εδάφους». Καταλαβαίνοντας πώς το μάγμα «μαγειρεύεται» στα βάθη, πώς διαχωρίζεται χημικά και πώς αλληλεπιδρά με τα διάφορα πετρώματα, θα μπορούσε να μας προσφέρει ενδείξεις για το τι ετοιμάζεται να κάνει.