Ο συνθέτης μιλάει σε πρώτο πρόσωπο και εξηγεί πώς προσέγγισε το εθνικό ποίημα «Το άξιον εστί», «ένα μνημείο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης»
Αλήθεια, μπορεί ένα ποιητικό έργο να μεταμορφώσει την αισθητική ενός ολόκληρου λαού; Κι αν ναι, κάτω από ποιες συνθήκες; Και πότε αυτές οι συνθήκες είναι ώριμες, ώστε ο ποιητικός λόγος να ριζώσει στα τρίσβαθα της ανθρώπινης συνείδησης;
Μπορεί να βγει από τα στενά όρια της μοναχικής αναγνωστικής εμπειρίας; Αυτό που παίζεται και ξαναπαίζεται - και δεν έχει τίποτα το παιδιάστικο - λειτουργεί ως ένα στοίχημα συνειδητοποίησης των νέων καιρών, το οποίο όσο περισσότερη τόλμη διαθέτει, τόσο σ' αυτήν την εκτίναξή του ξανακερδίζει διαχρονικά κι ένα νέο κοινό, υπακούοντας στο εύρος της εκ των υστέρων επιβίωσης.
Γιατί, λοιπόν, το «Αξιον εστί» δεν θάμπωσε και δεν ξέβαψε από τον χρόνο; Τι επακριβώς ετελέσθη την ώρα της συγγραφής και της μελοποίησής του; Γιατί ο χρόνος δεν το έσβησε, δεν το ξέγραψε από το αλφαβητάρι της συλλογικής μνήμης, αν και σήμερα απουσιάζουν οι παρελθούσες συνθήκες, μέσα στις οποίες ήρθε στο φως από μία ασπαίρουσα μήτρα κοινωνικοπολιτικού τρέμουλου πρωτότυπης συλλήψεως, τόσο ποιητικής, όσο και συνθετικής;
Ο λόγος του Οδυσσέα Ελύτη δεν επιβλήθηκε από πάνω, δεν ήταν μια κατασκευασμένη ποίηση, η οποία προήλθε για να «γιγαντώσει», για να «εξυψώσει» το εθνικό αίσθημα. Ο αστός ποιητής μπόρεσε να δει το πρόσωπό του στα καταπονημένα πρόσωπα του λαού, κι αυτή η απεικόνιση στον μεγάλο καθρέφτη των ανώνυμων πρωτογενών παραγωγών ενδυναμώνει το εν γένει εγχείρημά του.
Ο Μίκης Θεοδωράκης διαθέτει όσφρηση καλλιτεχνική και καταλαβαίνει ότι κατά τη δεκαετία του '60, ο μεταπολεμικός ευρωπαϊκός κόσμος πρέπει να ξαναβρεί τις αξίες που θάφτηκαν στα πεδία της μάχης. Ο δυτικός κόσμος έχει λύσει με κοινοβουλευτικούς συμβιβασμούς το πολιτικό πρόβλημα της διακυβέρνησής του. Η Ελλάδα, η μητριά για τους περισσότερους, έχει ακόμη ανοιχτές τις πληγές της και τη θεραπεία τους οι προοδευτικοί πολίτες την βρίσκουν στην αλληλεγγύη του δημόσιου θεάματος - ακροάματος.
«Η πρώτη εκτέλεσή του έγινε το 1964. Δηλαδή όταν ένα πλατύ κοινό είχε ήδη σχηματισθεί γύρω από τη λαϊκή μουσική κι όταν είχε αρχίσει να γίνεται κτήμα σε μεγάλες λαϊκές μάζες. Ετσι μπορώ να πω ότι το κοινό προσδοκούσε το νέο έργο! "Νέο", από την άποψη ότι θα ξεπερνούσε τα όρια του "κύκλου", σαν φόρμα και σαν περιεχόμενο, ενώ σαν "όγκος" (πλήθος οργάνων και εκτελεστών) καθώς και σαν χρονική διάρκεια, θα περνούσε στην κατηγορία των μεγάλων μουσικών έργων.
Εν αρχή ην ο Λόγος! Αυτή η αλήθεια ισχύει αλάθητα για όλο μου το έργο. Ωστε δεν έχει παρά να βάλει κανείς σε πρώτο πλάνο το ποιητικό κείμενο για να εξηγήσει, κάθε φορά, τη μουσική του. Αλλωστε ηθελημένα, ευθύς εξαρχής, δήλωσα ότι η μεγαλύτερή μου φιλοδοξία είναι να υπηρετήσω πιστά την νεοελληνική ποίηση. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακούγοντας ένα τραγούδι, να μην μπορείς να φανταστείς τη μουσική με άλλο κείμενο, ούτε όμως και το ποίημα με διαφορετική μουσική».
«Το "Αξιον εστί" του Ελύτη αποτελεί (...) ένα μνημείο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Ακόμα, πιο πολύ ο βαθύτατος ελλαδισμός του το φέρνει στην πρώτη γραμμή του αγώνα του λαού μας για την ολοκλήρωσή του - τόσο σαν μιας συγκεκριμένης ιστορικής αξίας όσο και μιας ηθικής τάξεως και παρουσίας».
Ο Μίκης συνθέτει κι όλο συνθέτει με την πληθωρικότητα που τον χαρακτηρίζει, χωρίς όμως να δώσει μουσική σ' όλο το εκτενές ποιητικό σώμα, αλλά επιλέγει τα κρίσιμα εδάφια - και αυτή είναι εκτός των άλλων η συνεισφορά του:
«Φυσικά τόσο οι διαστάσεις του ποιητικού κειμένου όσο και η φόρμα του γενικά, οδηγούσαν αυτονόητα στην αναζήτηση μιας καινούργιας μουσικής μορφής. Το έργο διατρέχει ολόκληρη την ιστορική περίοδο του ελληνικού έθνους. Από τη γένεση "αυτού του κόσμου του μικρού, του μέγα", έως την προφητική ενόραση των δεινών που επισώρευσε πάνω μας η δικτατορία».
Ολόκληρο το έργο είναι στημένο και σκηνοθετημένο στη λογική της εισόδου ή της εισαγωγής, του κύριου κορμού όπου εκτυλίσσεται το θέμα με παραλλαγές, και στην έξοδο.
Ενα καλοστημένο αρχιτεκτόνημα, το οποίο βρίσκει τη θεμελίωσή του με τα λογοτεχνικά είδη της αφήγησης, του ύμνου και του χορικού. «Ετσι», επιχειρηματολογεί για τις λύσεις που έδωσε ο Μίκης Θεοδωράκης, «στη δική μου δουλειά χρησιμοποίησα αντίστοιχα: Τον Αναγνώστη, που διαβάζει το κείμενο. Τον Ψάλτη για τους "Υμνους" και τον Λαϊκό Τραγουδιστή, για τα χορικά.
Στο σημείο αυτό νομίζω ότι βρίσκεται το κλειδί του καίριου προβλήματος της σύγχρονης μουσικής τέχνης. Πώς δηλαδή θα έχουμε μια σύγχρονη μουσική τέχνη, δηλαδή τέχνη των μαζών, πέρα από τις πρωτογενείς μορφές του λαϊκού τραγουδιού και του κύκλου τραγουδιού;».
Η απάντηση έρχεται από το ίδιο το έργο, αυτό το μοναχικό μέσα στο πλήθος των νεοελληνικών συνθέσεων, το οποίο δεν είχε πρόγονο, ούτε κληρονόμο απέκτησε, πάντα στην πρώτη ηχογραφημένη εκτέλεσή του, με τους Μπιθικώτση, Κατράκη και Δημήτριεφ.
ΥΓ: Φέτος συμπληρώνονται εκατόν είκοσι χρόνια από τη γέννηση του Σοβιετικού συγγραφέα Μιχαήλ Σόλοχοφ (1905 - 1984) κι εξήντα χρόνια (1965) από την απονομή του Βραβείου Νόμπελ για το τρίτομο έργο του «Ο ήρεμος Ντον». Το σκεπτικό: «Για την καλλιτεχνική δύναμη και την ακεραιότητα, με τις οποίες στο έπος του Ντον εξέφρασε μια ιστορική φάση στην Ιστορία του ρωσικού λαού».