Ογδόντα χρόνια από τη χειρόγραφη αντιστασιακή έκδοση, με ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου
Δεν θα το πολυσκεφτεί, αφού έχει συνειδητοποιήσει ότι μετά την «αποχώρηση», λόγω ηλικίας, του Κωστή Παλαμά, του αναλογεί ο ρόλος του λαϊκού βάρδου και τραγουδιστή, του εκφραστή ποιητάρη των δεινών των εργατών και των εργαζομένων.
Προτού δει στα μάτια τους λαϊκούς αγωνιστές με τους ποδήρεις χιτώνες και τα αξύριστα πρόσωπα, στις πόλεις και στα βουνά, κατά την παρελθούσα ποιητική διαμόρφωση και συγκρότησή του, ακολουθεί την Ιερά Οδό που οδηγεί στο Μαντείο των Δελφών και στα Ελευσίνια Μυστήρια.
Το πολιτικό μήνυμά του δεν έχει ακόμη χλομιάσει μπροστά στην αποτυχία της Μεγάλης Ιδέας και την τελική ακύρωσή της με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι Δελφικές Εορτές που οραματίστηκε ως έκφραση του πανανθρώπινου ιδεώδους - αντίδοτου στην εικόνα της εξαθλιωμένης προσφυγιάς και στη δυναμική του ανερχόμενου προλεταριάτου, αποτυγχάνουν, γιατί δεν υποστηρίζονται από τα αιτήματα των νέων καιρών.
Ομως, τον Νοέμβρη του 1941, όταν αποφασίζει να ενταχθεί στο παλλαϊκό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, γεννιέται ο νέος άνθρωπος κι ο νέος δημιουργός, ο οποίος επιλέγει να σταθεί στο πλευρό του αγωνιζόμενου δημοκρατικού λαού, υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.
Ως τότε, η ποίησή του, περασμένη από το φίλτρο της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, διέθετε τα ακόλουθα βασικά χαρακτηριστικά: Ηταν εγωκεντρική, πάντα με μέτρο τον πάσχοντα μοναχικό άνθρωπο, φυσιοκρατική, όπου τα στοιχεία της ελληνικής φύσης γίνονται τα μέσα για την ύμνηση της αρραγούς ελληνικής παράδοσης, μυθολογική, με την παρουσία θεών, ημίθεων και ηρώων ως κλειδούχων των οδών για την κατανόηση της εθνικής συνείδησης κι αυτογνωσίας.
Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχει περιηγηθεί ως «προσκυνητής» το λαϊκό σώμα της ζωντανής ελληνικής καθημερινότητας κι έχει γίνει αυτόπτης μάρτυρας στις εκδηλώσεις της. Γνωρίζει από κοντά, σε απόσταση αναπνοής, τους ανθρώπους του μόχτου: Τους εργάτες, τους αγρότες, τους ψαράδες, τους τεχνίτες της λαϊκής καλλιτεχνίας, τους αυτοδίδακτους μουσικούς και τραγουδιστές.
Μ' αυτά τα λαϊκά συνειδησιακά υλικά, ο 58χρονος ποιητής μπαίνει μπροστάρης στον παλλαϊκό αντιστασιακό αγώνα, ως συνομιλητής με τον 39χρονο εικαστικό Σπύρο Βασιλείου (1903 - 1985), προσφέροντας ως εργαλείο προπαγάνδας τη χειρόγραφη «έκδοση», με τον τίτλο «Ακριτικά 1941 - 1942», που κυκλοφορεί σε εκατό αντίτυπα, από τον Απρίλη έως τον Μάη του 1942, στην Αθήνα.
Περιλαμβάνει πέντε ποιήματα: «Στυγός όρκος», «Αγραφον» (πρωτοδημοσιεύτηκαν στη «Νέα Εστία», τον Ιούνη και τον Οκτώβρη του 1941 αντίστοιχα), «Ελληνικός Νεκρόδειπνος», «Διόνυσος επί λίκνω» και «Σόλωνος Απόλογος». Είναι απλωμένα σε εννέα τετρασέλιδα διαστάσεων 26,5Χ21,5, λυτά, χωρίς αρίθμηση που πιάνουν τριάντα έξι σελίδες, από τις οποίες οι τρεις τελευταίες είναι λευκές.
Στην επόμενη σελίδα βρίσκουμε την υπογραφή του ποιητή και το σήμα των χειρόγραφων εκδόσεων «Εργαστήρι» (ξυλογραφία με δυο χέρια σφιγμένα σε χειραψία αδερφοσύνης). Ολοι οι τίτλοι των ποιημάτων, τα πρωτογράμματα της κάθε ενότητας, καθώς και τα στολίδια στο τέλος κάθε ποιήματος είναι γραμμένα με κόκκινο χρώμα.
Δύο χρόνια μετά την αθηναϊκή κυκλοφορία της «έκδοσης», κι αφού τα ποιήματα με τις ξυλογραφίες θα φθάσουν μέσω Ελβετίας, στην Αίγυπτο, όπου ακμάζει η παροικία με πολλούς προοδευτικούς διανοούμενους, τα «Ακριτικά» θα βρουν νέους αναγνώστες. Τυπώνονται φωτογραφικά, τον Μάρτη του 1944, στην Αλεξάνδρεια, αλλά το βιβλίο φέρει ως τόπο έκδοσης το Κάιρο.
Η αιγυπτιώτικη εκδοχή έχει μεγαλύτερο σχήμα (29Χ24) και περισσότερες σελίδες (σαράντα οκτώ χωρίς αρίθμηση, οι τρεις τελευταίες λευκές). Στα αρνητικά της ότι τα χρώματα του πρωτότυπου έχουν ξεθωριάσει και ότι το κείμενο έχει γραφτεί από την αρχή, προσπαθώντας να μιμηθεί το πρωτότυπο ύφος γραφής του Σπύρου Βασιλείου.
Για την επανέκδοση των «Ακριτικών» πρωτοστάτησαν ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης (1900 - 1971), ο οποίος εργαζόταν ως πρέσβης στην Αίγυπτο, κι ο τεχνοκριτικός Αλέξανδρος Ξύδης (1918 - 2004), υπάλληλος του πρεσβευτικού σώματος.
Στον ανυπόγραφο πρόλογο, αφού στην αρχή περιγράφεται το περιεχόμενο της αντιστασιακής χειρονομίας, ο συντάκτης του - που η φιλολογική έρευνα τον έχει αποδώσει στον Σεφέρη -, εκτιμά το κρίσιμο του εγχειρήματος:
»Γιατί νομίσαμε χρέος να δώσουμε την ευκαιρία στον Ελληνισμό της Αιγύπτου όχι μόνο να διαβάσει τα ποιήματα του μεγαλύτερου Ελληνα ποιητή, ύστερα από τον θάνατο του Παλαμά, ποιήματα γραμμένα στον καιρό του μαρτυρίου του Γένους, αλλά και να γνωρίσει την υλική όψη που είχαν όταν πρωτοφάνηκαν στην Αθήνα. Περιττό να προσθέσουμε πως η έκδοση τούτη γίνεται χωρίς να το ξέρει ο Σικελιανός.
»Τα ''Ακριτικά'' είναι μια βαθειά κραυγή του πόνου και του ύφους του σημερινού Ελληνισμού. Η πρώτη που έρχεται ως εμάς με τη μορφή του ρυθμισμένου λόγου. Δεν πρόκειται να τα κρίνουμε. Ας τ' ακούσουμε πρώτα. Οι εκδότες».
Το εξώφυλλο φιλοτεχνήθηκε από τον Ανδρέα Νομικό και τα αλεξανδρινά λιθογραφεία «Η άγκυρα» του Δ. Βαφειάδη και συντροφίας - όπως αναγράφεται - τύπωσαν εκατόν τριάντα πέντε αντίτυπα σε ειδικό χαρτί όφσετ. Εξι αντίτυπα κυκλοφόρησαν εκτός εμπορίου και εκατόν είκοσι εννέα για τους συνδρομητές, όλα αριθμημένα. Εκτός από αυτά, μοιράστηκαν κι άλλα είκοσι αντίτυπα αποκλειστικά για τον Τύπο. Τον Μάη της ίδιας χρονιάς, η καϊρινή έκδοση ανατυπώθηκε σε τετρακόσια πενήντα αντίτυπα.