Τους «έφτυσαν», αλλά ετούτοι, ο κ. Παπανδρέου, ο κ. Καραμανλής και όλοι οι άλλοι έμμισθοι ή άμισθοι ντόπιοι ευρωντελάληδες, σκούπισαν το φτύσιμο και συνέχισαν τη ζωή τους, ωσάν να μην συνέβη τίποτα! Ωσάν να εκτελούσαν αποστολή! Η ήττα, δεν τους ακούμπησε! Τα μεγάλα λόγια, οι συμβουλές, οι εκβιασμοί, που εκτόξευσαν, δεν ήταν παρά κουβέντες του αέρα. Που ειπώθηκαν από ανεύθυνους ανθρώπους, σε ξένο έδαφος, μάλιστα, για ξένα χωράφια. Το ζήτημα του «ευρωσυντάγματος», δεν αφορά την Ελλάδα. Εμείς, πανέξυπνοι γαρ, λύσαμε το γόρδιο δεσμό. Τραβήξαμε ένα αντιδημοκρατικό, για να μην πω καθαρά φασιστικό, σπαθί και «χραπ» έληξε το θέμα! Την απόφαση, την πήρε η Βουλή. Οχι, παίζουμε!
Γι' αυτό, σας λέω. Οσοι προκηρύσσουν δημοψηφίσματα βάζουν σε μεγάλο κίνδυνο το μέλλον της Ευρώπης! Πονηρεύουν τους λαούς να ψάξουν. Και ψάχνοντας οι λαοί ανακαλύπτουν. Και ανακαλύπτοντας σου πετάνε ένα «όχι» και σου φέρνουν τον ουρανό σφοντύλι. Και με το «όχι» τους, σε αναγκάζουν, να πετάξεις και το τελευταίο φύλλο συκής, που φοράς. Σε αναγκάζουν να προχωρήσεις την ολοκλήρωση του καπιταλισμού σου κόντρα στην εκφρασμένη τους και με ψηφοφορία, πια, θέληση. Με άλλα λόγια, βάζεις χοντρούς μπελάδες στο κεφάλι σου. Ενώ, αν δεν τους ρώταγες, δε θα υπήρχε θέμα...
Δε σας φοβάμαι, κύριε Καραμανλή, ούτε εσάς ούτε την κυβέρνησή σας! Είμαι σίγουρος, κάτι θα γεννήσει το δημιουργικό μυαλό σας. Εμείς, όσο εσείς και το ΠΑΣΟΚ είστε στο τιμόνι, τόσο σαν άτομα, όσο και σαν χώρα, δε θα σταθούμε εμπόδιο στο μέλλον της Ευρώπης. Εμείς είμαστε η Ευρώπη! Η καινούρια δύναμη της Ευρώπης! Εμείς δίνουμε καθημερινά μάχες στο Αιγαίο, στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, με τους Τούρκους. Δε λέμε, απλώς, «όχι», στα δημοψηφίσματα της πλάκας. Εμείς τους κυνηγάμε με τα αεροπλάνα μας. Τους κυνηγάμε και τους ωθούμε, και αυτούς, προς τις Βρυξέλλες... Γουστάρω!
«Δεν τα καταφέρναμε - εννιά γυναίκες - ούτε κατά πλάτος να κοιμηθούμε. Χωριστήκαμε σε δυο βάρδιες. Τέσσερις ώρες η καθεμιά. Πέντε στην πρώτη, τέσσερις στη δεύτερη. Μα δεν κοιμόμασταν ούτε όταν έρχονταν η σειρά μας. Φωνές, ομιλίες, βογκητά, καψώνια, μουσική όταν γίνονταν βασανιστήρια. Και, πολύ συχνά, οι φύλακες έχωναν και την άλλη βάρδια μέσα, για να περάσουν κανένα βασανισμένο. Δυο - τρεις γυναίκες που μόλις είχαν βγει από την απομόνωση - γιατί χρειάζονταν τα κελιά για καινούριους - νοσταλγούσαν τώρα τον ύπνο της απομόνωσης. Και μόλις κοιμόνταν λίγο, μετάνιωναν για τη σκέψη τους. Νυστάζαμε όλη την ημέρα. Η ζέστη και η υγρασία ήταν αφόρητες. Μετά τα μεσάνυχτα, το κελί ήταν ψυγείο. Νιώθαμε, πολλές φορές, σύγκρυα κι ας ήταν αρχές του Μάη.
... Μόλις τελείωνε η Καίτη, μόλις τελείωνε η Μαίρη, μόλις τελείωνε η Φωτεινή, μόλις τελείωνε η Ναυσικά, η Κατερίνα έσκυβε σ' εμένα κι έλεγε ψιθυριστά:
- Ο Φράνκο είναι ακόμα στην εξουσία. Σαράντα χρόνια δικτατορία στην Πορτογαλία. Η όγδοη φορά που με πιάνουν.
- Σώπα τώρα, της έλεγα ή της έδινα μια σκουντιά.
Υστερα μιλούσε κι η Μικρή. Ηταν δεκαεφτά χρόνων. Παρακαλούσε να πάει είτε εξορία, είτε φυλακή κι όχι αναμορφωτήριο, γιατί ήταν κάτω από δεκαοχτώ. Ολο μας έλεγε τα ίδια και τα ίδια:
- Ο σκύλος μου είναι όσο χρόνων είμαι κι εγώ. Εκείνη την ημέρα, που τον βρήκε ο πατέρας στο δρόμο, κουταβάκι σε μια χαρτοσακούλα, μ' είχε γεννήσει η μαμά. Ο πατέρας συγκινήθηκε και τον έφερε στο σπίτι. Μεγαλώσαμε μαζί. Θέλω να προλάβει να με δει πριν πεθάνει. Κάθεται κάτω από το κρεβάτι μου και κλαίει όλη νύχτα. Οταν θα βγω θα του μιλώ και θα τον παίζω μια ολόκληρη μέρα. Και κάθε μέρα θα τον βγάζω περίπατο. Τώρα σκέφτομαι πως είναι σαν να 'ναι φυλακή. Σκεφτήκατε ποτέ το προλεταριάτο των ζώων;
...- Εσύ, Κατερίνα, τι θα κάνεις μόλις βγεις;
- Θα νοικιάσει ένα αυτοκίνητο - ξέρετε τι καλή οδηγός είναι - και θα τρέξει την Εθνική Οδό ως τη Θεσσαλονίκη.
- Εγώ, θα βγω με τους τελευταίους, αν προλάβω να βγω.
Πέφτουν τότε πάνω της να τη φάνε.
- Καλά, καλά. Δεν ξέρω τι θα κάνω, τι θα πρωτοκάνω μόλις βγω. Ξέρω τι θα κάνουμε όλοι μας μόλις πέσει η Χούντα. Χτένια, ψαλίδια, καζανάκια, κρεβάτια και πράσινα άλογα. Θα βρεθούμε όλοι στους δρόμους να φωνάζουμε. Να τι θα κάνουμε.
Σωπαίναμε και ζούσαμε αυτό το όραμα του δρόμου. Του δρόμου. Ο δρόμος. Ο δρόμος. Ο δρόμος. Δε σταματούσα να σκέφτομαι τη λέξη. Δρόμος. Οι δρόμοι. Οι δρόμοι και οι φωνές των δρόμων. Να, λοιπόν, τι θα 'κανα. Θα περπατούσα. Θα περπατούσα. Θα περπατούσα...
»... Τα δόντια μου χτυπούν από τα ρίγη. Είμαι σ' ένα ψυγείο κι ύστερα η ζέστη κι η υγρασία φτάνουν στο απροχώρητο. Ακούω τον ξέφρενο καλπασμό και το χλιμίντρισμα του αλόγου που τρέχει κατά μήκος μιας θάλασσας, αγριεμένης και τρομερής. Τα ρίγη διαδέχεται ένας συγκλονιστικός πυρετός, θανατηφόρος σα φωτιά. Κι είναι ο αφρός της μπανιέρας κατακόκκινος σα φλόγες. Κι από τα πυρακτωμένα μου μάτια ξεχύνονται ασταμάτητα δάκρυα στα σκοτεινά. Δάκρυα, δάκρυα. Οχι, όχι για μένα, μα για όλους τους ανθρώπους, όλα τα ζωντανά, που υποφέρουν μέσα σε κλουβιά στα κρατητήρια, σε φυλακές, σε εξορίες, σε ζωολογικούς, σε θηριοτροφεία, σε μια επίγεια κόλαση που μπορεί να γίνει παράδεισος μ' ένα πιάτο πατάτες γιαχνί, σάλτσα, ψωμί, μια μπανιέρα, μια σκάφη, μια βρύση κάτω απόνα ήλιο ελευθερίας, κι ένα άλογο να καλπάζει ξέφρενο, χωρίς καβαλάρη, σε μια παραλία, έτσι σαν εθνόσημο, σα σύμβολο ανυποταγής».
(Από το διήγημα «Το Αλογο» από το βιβλίο της «Ανθρωποι, ζώα και πράγματα», Εκδόσεις «Ιωλκός»).
Πρωταγωνίστρια η γυναίκα στο λογοτεχνικό έργο της Ελένης Βοΐσκου. Η γυναίκα μαχήτρια της ζωής, η ξεριζωμένη, η απόδημη, η αλλοδαπή, η πρόσφυγας, η γυναίκα - παιδί που βιώνει την Αντίσταση. Η γυναίκα που πονάει ανθρώπους, ζώα, την κακοποίηση της φύσης, τα παιδιά που υποφέρουν. Εζησε στην Αίγυπτο ως τα 1960. Ριγμένη από την εφηβική της ηλικία, ενώ συγχρόνως σπούδαζε, σε μια ανελέητη βιοπάλη κατάφερε να τελειώσει τις σπουδές της στα Ελληνικά, Γαλλικά και Αγγλικά και να αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο. Το 1939, μαθήτρια ακόμα, γνωρίζεται με τον λογοτέχνη Αντώνη Μάρταλη, μετέπειτα σύντροφο της ζωής της. Μέλη και οι δυο της παράνομης οργάνωσης «Αντιφασιστική Πρωτοπορία». Η Βοΐσκου μετέχει στο φιλειρηνιστικό κίνημα των Αιγυπτιωτών που είχε σημαντική δραστηριότητα πριν από τον πόλεμο και έστελνε βοήθεια στους δημοκρατικούς που μάχονταν στην Ισπανία. Δεκαεφτά χρόνων εκδίδει το πρώτο βιβλίο της. Ακολουθούν άλλα δυο έργα και στα 1947 τα διηγήματα «Αρες - Μάρες - Κουκουνάρες» που ξαφνιάζουν με την πρωτοτυπία τους. Το 1956 στον πόλεμο του Σουέζ συμμετέχει στο σώμα των Ελλήνων εθελοντών «Λαϊκής Αντίστασης» για αστική άμυνα σε περίπτωση εισβολής στο Κάιρο των Αγγλογαλλοϊσραηλινών. Το 1968 συλλαμβάνεται και κρατείται στη Γενική Ασφάλεια στην οδό Μπουμπουλίνας.
Μερικά από τα έργα της:
1956: «Ο παλμός της ζωής μας» (Γι' αυτό το έργο ο Δ. Βουτυράς είχε πει: «Αυτό το βιβλίο δεν το έγραψε γυναίκα, αλλά δέκα άντρες»). 1963: «Μικρά και μεγάλα συμβάντα». 1964: «Ανοίξτε τις πόρτες», 1967: Θεατρικά, 1974: Εννέα ιστορίες (Β΄ Κρατικό βραβείο), 1976: «Ανθρωποι, ζώα και πράγματα». 1983: «Και αύριο Νίκος Νικολαΐδης - ένας σταθμός στη λογοτεχνία μας». Εγραψε ποιήματα στα γαλλικά «VERITES» εμπνευσμένα από την εποχή της δικτατορίας. Από την ίδια εποχή είναι εμπνευσμένο και το βιβλίο της «Εφιάλτες και όνειρα» (Πολυτεχνείο). Το 1992 κυκλοφορεί το βιβλίο της «Ισως κι εσείς τους γνωρίσατε».
Η Ελένη Βοΐσκου στάθηκε παλικάρι μέχρι το τέλος. Εφυγε αθόρυβα. Είχε ζητήσει να μην ανακοινωθεί το τέλος της, παρά μετά την τελετή.