ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 17 Δεκέμβρη 2000
Σελ. /40
ΔΙΕΘΝΗ
ΠΡΟΕΔΡΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑ
Τέλος της κωμωδίας, αποκάλυψη της ψευτοδημοκρατίας

Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που έγειρε την πλάστιγγα

Associated Press

Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που έγειρε την πλάστιγγα
Χρειάστηκαν να περάσουν 36 ημέρες ασάφειας και αβεβαιότητας, να καταρρεύσουν σχεδόν όλοι οι θεσμοί που στήριζαν το οικοδόμημα της κατ' ευφημισμόν ονομαζόμενης «πιο σύγχρονης δημοκρατίας του πλανήτη», για να μπορέσει ο υποψήφιος των ρεπουμπλικανών Τζορτζ Ουόκερ Μπους, οκτώ χρόνια μετά τον πατέρα του, να γίνει ο 43ος Πρόεδρος και ο άνθρωπος που θα εισέλθει στις 21 Γενάρη στο Λευκό Οίκο...

Οι τόνοι και από τους δύο μέχρι πρότινος «μνηστήρες» του προεδρικού θώκου παραμένουν χαμηλοί, όσον αφορά το τέλος αυτής της εκλογικής «σαπουνόπερας». Ουδείς πανηγυρισμός, ουδεμία έξαψη. Ούτε και κλάματα. Ισως κάποια πικρία από την πλευρά του αντιπροέδρου Αλ Γκορ ή ακόμη και ανακούφιση από την αγωνία. Τελείωσε επιτέλους, έστω και με μία δικαστική απόφαση, θρυμματίζοντας ελπίδες, αλλά μη δικαιώνοντας κανέναν εκ των δύο υποψηφίων, η μακροβιότερη εκλογική διαδικασία στις ΗΠΑ που διήρκεσε πάνω από πέντε εβδομάδες και άφησε πίσω μια «λαβωμένη» πια υπερδύναμη. Εντούτοις, στον Μπους έλαχε ο κλήρος να κυβερνήσει τον «τραυματία» και μάλιστα στην αυγή της νέας χιλιετίας.

Εξάλλου, οι τόνοι παρέμειναν χαμηλοί και χλιαροί για έναν και μόνο λόγο: για να μπορέσουν να περάσουν ένα «μήνυμα ενότητας». Ενότητας ενός ολόκληρου κράτους, που μετά τις αποκαλύψεις κατά τη μετεκλογική και αβέβαιη περίοδο είχαν προκαλέσει μεγαλύτερη διεύρυνση στο υφιστάμενο βαθύτατο ρήγμα μέσα στην αμερικανική κοινωνία. Μία διεύρυνση που μερικοί αναλυτές το παρομοίαζαν ως την απαρχή ενός «σύγχρονου εμφυλίου».

Ο Αλ Γκορ την ώρα που αναγγέλλει τον... τερματισμό της νομικής διεκδίκησης

Associated Press

Ο Αλ Γκορ την ώρα που αναγγέλλει τον... τερματισμό της νομικής διεκδίκησης
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν και παραμένουν βαθύτατα διχασμένες. Οχι όμως ως προς την υποστήριξή τους προς τα πρόσωπα που διεκδικούσαν τον προεδρικό θώκο, αλλά ως προς την ακολουθούμενη πολιτική συνολικά. Η αβεβαιότητα και η ασάφεια, σε συνδυασμό με τις συνεχείς αποκαλύψεις για την κλοπή της μαύρης ψήφου, για την ευρύτατη νοθεία, για τα συμφέροντα που παρατάχθηκαν πίσω από τους δύο και ορισμένα ψελλίζοντας την υποστήριξή τους μετεκλογικά αποκαλύφθηκαν, για το εκλογικό σύστημα που και αρχαϊκό είναι, αλλά και αντιδημοκρατικό, για το ομοσπονδιακό Σύνταγμα που χρειάζεται επειγόντως ριζικές αλλαγές για να μπορέσει να επιβιώσει μετά από αυτή τη διαδικασία, για το «ανίκανο» Ανώτατο Δικαστήριο, για την ασθμαίνουσα πια οικονομία, που έχει χάσει διά παντός τη «λάμψη του παρελθόντος». Θεσμοί κατακρεμνίστηκαν, ψευδαισθήσεις διαλύθηκαν.

Ο «ανίκανος» και...

Θα κατορθώσει να επαναφέρει το χαμένο «κύρος» ο Μπους, ειδικά όταν οι αμερικανικές εκλογές έγιναν το ανέκδοτο της οικουμένης από τη Ζιμπάμπουε ως τη Ρωσία και από την Αργεντινή ως τη Γιουγκοσλαβία και τις Φιλιππίνες; Είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα... Αν και το πολιτικό κλίμα εγχωρίως είναι εξαιρετικά ευνοϊκό για τον Μπους, καθώς για πρώτη φορά μετά από σχεδόν πενήντα χρόνια, από τα χρόνια δηλαδή της προεδρίας του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, οι Ρεπουμπλικανοί, αν και στην κόψη του ξυραφιού, έχουν τον απόλυτο έλεγχο της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Δηλαδή την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, αλλά και τα δύο Σώματα του Κογκρέσου. Τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία.

Πιο σκούρα θεωρείται ότι θα τα βρει όσον αφορά την απήχησή του ως «πλανητάρχη» καθώς οι συνεχόμενες προεκλογικές του γκάφες, το πολύ σύντομο πολιτικό του βιογραφικό - μόλις το 1994 εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή με την εκλογή του ως κυβερνήτη του Τέξας - καθώς και η αμφισβήτηση που υφέρπει ως προς την εκλογή του του δημιουργεί πλείστα προβλήματα.

Ούτε το όνομα του Κόλιν Πάουελ, του στρατηγού και νικητή του Πολέμου του Κόλπου, που έχει ακουστεί ως σίγουρο για τη θέση του υπουργού Εξωτερικών δεν έχει κατορθώσει να αφαιρέσει τον τίτλο του «αρχάριου» και να καταλαγιάσει τον αχό που προκάλεσαν οι προεκλογικές του θέσεις για μία «ρεαλιστική» εξωτερική πολιτική, με επίκεντρο μάλλον την προάσπιση των αμερικανικών συμφερόντων. Πολύ περισσότερο που θα συνεργαστεί με ένα σχετικώς διαιρεμένο Κογκρέσο, όπως επισημαίνουν αναλυτές, εξαιρετικά απρόθυμο να αναπτύξει αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις στο εξωτερικό. Ορισμένοι από τους «φίλους και συμμάχους» των ΗΠΑ τρέμουν με την προοπτική ενός «άπειρου Μπους», που θα τελεί υπό την επιρροή πολιτικών της ακροδεξιάς πτέρυγας του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, όπως είναι ο γερουσιαστής Τζέσε Χελμς, ένας εκ των εμπνευστών του δολοφονικού για την Κούβα νόμου Χελμς - Μπάρτον που μεταμόρφωσε το έτσι κι αλλιώς άδικο και εκβιαστικό εμπάργκο, σε δολοφονική θηλιά στο λαιμό των Κουβανών.

Η κυριότερη όμως πηγή ανησυχίας είναι αν οι ΗΠΑ αποφασίσουν να απεμπλακούν από ειρηνευτικές αποστολές, αποφεύγουν στο εξής συστηματικά τις διεθνείς επεμβάσεις, με εξαίρεση τις πολύ σοβαρές κρίσεις, και αν αμβλύνουν τις δεσμεύσεις που απορρέουν από διεθνείς συνθήκες και τη συμμετοχή τους σε διεθνείς οργανισμούς, όπως είναι ο ΟΗΕ.

... και ο πικραμένος «λαπάς»

Ολες αυτές οι κινήσεις μπορεί να αλλάξουν το χάρτη γεωστρατηγικών επιρροών στον πλανήτη, που με τόση δυσκολία κατόρθωσε να επιτύχει ο Κλίντον... αν γίνουν φυσικά ποτέ!

Μία συνέχιση της διακυβέρνησης από τον Αλ Γκορ, σίγουρα θα βόλευε καλύτερα προς το παρόν. Ομως, ο Γκορ πήγε στο σπίτι προκειμένου κάποτε να βρει μία απάντηση για τα χιλιάδες ερωτήματα που γεννήθηκαν από αυτή την αλλόκοτη και απροσδόκητη(;) εκλογική αναμέτρηση.

Τι θα γινόταν αν; Τι θα γινόταν αν; Δεκάδες, εκατοντάδες ερωτήσεις έχουν κατακλύσει το κεφάλι του Αλ Γκορ, θα τον εξαναγκάσουν να ιδρώνει κάθε νύχτα τα επόμενα τέσσερα χρόνια, όπως και η εικόνα του Τζορτζ Ουόκερ Μπους - ενός ανθρώπου που τον έβλεπε ως πολιτικά και διανοητικά κατώτερό του - να ορκίζεται στο Καπιτώλιο στις 20 του Γενάρη. Μπορεί όλα αυτά τα βασανιστικά ερωτήματα να τον ενδυναμώσουν και να τον θωρακίσουν για να κυνηγήσει ξανά την Προεδρία το 2004, όπως κάποιοι του περιβάλλοντός του αφήνουν να εννοηθεί. Μπορεί και να τον καταβαραθρώσουν και να τον κάνουν να κολλήσει στο παρελθόν τη στιγμή που η χώρα μπορεί να έχει προχωρήσει.

Εκτός και αν... οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν προχωρήσουν τόσο εύκολα όσο αναμένεται. `Η αν προχωρήσει σε μία «ανεξέλεγκτη» κατεύθυνση που δε θα παίζει πια τόσο σημαντικό ρόλο τι θα κάνουν ή πώς θα κατέρχονται στον εκλογικό στίβο οι υποψήφιοι των δύο «εγκαθιδρυμένων κομμάτων»...


Χριστίνα ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ


ΗΠΑ - ΠΑΚΙΣΤΑΝ - ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ
Ιμπεριαλιστικά σχέδια - δυσοίωνες προοπτικές

Την περασμένη άνοιξη το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, στις διαβόητες αναφορές του περί «τρομοκρατίας», αντικατέστησε στην κατάταξή του για το πιο «καυτό» σημείο παγκοσμίως τη Μέση Ανατολή με τη Νότια Ασία. Αν και, βασικά, η γραφειοκρατική και τεχνοκρατική ελίτ της Ουάσιγκτον όταν μιλά περί «τρομοκρατών» στη συγκεκριμένη περιοχή έχει κυρίως κατά νου το Αφγανιστάν - των αλλοτινών «μαχητών της ελευθερίας» Ταλιμπάν - στα αμερικανικά κιτάπια βαρύνουσα σημασία αποκτά τελευταία το Πακιστάν του στρατηγού Περβέζ Μουσαράφ (ή στρατηγού «δεν-ξέρω-πώς-τον-λένε», όπως τον είχε αποκαλέσει ο γκραν μετρ της εξωτερικής πολιτικής Τζορτζ Μπους τζούνιορ, ο οποίος προσεχώς παραλαμβάνει τα εν λόγω κιτάπια).

Μια ένδειξη της αυξημένης σημασίας που αποδίδεται στους θρησκόληπτους φανατικούς του Πακιστάν είναι ένα άρθρο με τον τίτλο «Η κουλτούρα του Τζιχάντ στο Πακιστάν», της λέκτορος του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Τζέσικα Στερν, που δημοσιεύεται στο τεύχος Νοέμβρη/Δεκέμβρη 2000 του γνωστού αμερικανικού περιοδικού «Foreign Affairs». Μια πρώτη ιδέα που διαπερνά το άρθρο είναι ότι έχει δοθεί μικρότερη σημασία από ό,τι πρέπει στους Πακιστανούς τρομοκράτες, διότι «επιχειρούν κυρίως στο Κασμίρ και, για την ώρα τουλάχιστον, δεν απειλούν την ασφάλεια έξω από τη Νότια Ασία». Η Στερν σημειώνει ότι ο Μουσαράφ τούς αποκαλεί «μαχητές της ελευθερίας» και «συμβουλεύει τη Δύση να μη συγχέει το τζιχάντ (σ.σ. τον «ιερό πόλεμο», κατά την ορολογία του Κορανίου) με την τρομοκρατία». Η διάκριση του στρατηγού είναι ασφαλώς σωστή, παραδέχεται η Στερν: το δόγμα του τζιχάντ καθορίζει μια σαφή πολεμική συμπεριφορά ως αποδεκτή και θεωρεί ξεκάθαρα παράνομη την τρομοκρατία. Αλλά η δράση στο Κασμίρ δεν έχει πολλή σχέση με το τζιχάντ, συμπληρώνει η ίδια: τόσο οι «μουτζαχεντίν» όσο και ο ινδικός στρατός θέτουν στο στόχαστρό τους και σκοτώνουν χιλιάδες πολίτες, παραβιάζοντας τόσο τον ισλαμικό ορισμό του «δίκαιου πολέμου» όσο «και το διεθνές δικαιικό πλαίσιο».

Το Πακιστάν έχει δύο λόγους να υποστηρίζει τις αυτονομιστικές ομάδες στο Κασμίρ. Για αρχή, ο στρατός του Πακιστάν είναι αποφασισμένος να «ξεπληρώσει» σε δεύτερο χρόνο στην Ινδία το ότι υποδαύλισε τον εθνικισμό στην περιοχή που ήταν άλλοτε το Ανατολικό Πακιστάν και από το 1971 γνωρίζουμε ως Μπανγκλαντές. Κατά δεύτερο λόγο, η Ινδία ξεπερνά το Πακιστάν σε πληθυσμό, οικονομική ισχύ και στρατιωτική δύναμη πυρός. Το 1998 η Ινδία ξόδεψε το 2% από τα 469 δισεκατομμύρια δολάρια του ΑΕΠ της σε αμυντικές δαπάνες, για έναν στρατό η ενεργός δύναμη του οποίου ξεπερνά το 1,1 εκατ. ανδρών. Την ίδια εκείνη χρονιά, το Πακιστάν ξόδεψε το 5% από τα 61 δισεκατομμύρια δολάρια του ΑΕΠ της, αλλά ο στρατός της φθάνει μόλις το μισό του μεγέθους του ινδικού. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, η Ινδία διατηρεί στο Κασμίρ 400.000 άνδρες, δηλαδή πάνω από τα δύο τρίτα των πακιστανικών Ενόπλων Δυνάμεων. Κι έτσι η ηγεσία του Πακιστάν, κατά την Στερν, «υποστηρίζει τους αντάρτες ως έναν συγκριτικά φτηνό τρόπο να κρατάει τις ινδικές δυνάμεις δεμένες» (Ενας άλλος τρόπος είναι τα πυρηνικά, που οι δύο χώρες απέκτησαν το 1998).

Αυτή η υποστήριξη, κατ' ελάχιστον, περιλαμβάνει τη διευκόλυνση της εισόδου των ανταρτών στο Ινδικό Κασμίρ. Αυτό οι Πακιστανοί αξιωματούχοι δεν έχουν πρόβλημα να το παραδεχτούν σε κατ' ιδίαν συζητήσεις. Βέβαια, η Ινδία καταγγέλλει (και οι ΗΠΑ πιστεύουν, έστω κι αν δεν το πολυλένε) πως το Πακιστάν «χρηματοδοτεί, εκπαιδεύει και εξοπλίζει» τους αντάρτες. Η Ινδία κατηγορεί το Πακιστάν ότι διευθύνει τους φανατικούς που διεξάγουν έναν ανταρτοπόλεμο με «βρώμικα κόλπα». Το Πακιστάν, με τη σειρά του, κατηγορεί τις μυστικές υπηρεσίες της Ινδίας ότι διεξάγουν μια τρομοκρατική καμπάνια και δολοφονούν εκατοντάδες πολίτες στο Πακιστάν.

Ωστόσο, η Στερν παρατηρεί ότι το Πακιστάν έχει να αντιμετωπίσει ένα σημαντικό «πρόβλημα»: τα συμφέροντά του δεν ταυτίζονται με εκείνα των ανταρτών. Μπορεί τα συμφέροντα του Πακιστάν να εξυπηρετούνται όταν οι αντάρτες επιτίθενται στον ινδικό στρατό στο Κασμίρ, αλλά τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι όταν δολοφονούν πολίτες και διεξάγουν πράξεις τρομοκρατίας, βλάπτοντας την «ήδη ευάλωτη» διεθνή εικόνα της χώρας. Χειρότερα, οι αντάρτικες ομάδες που επιχειρούν στο Κασμίρ και οι σέχτες των φανατικών σουνιτών, οι οποίες απειλούν την εσωτερική σταθερότητα του Πακιστάν και η κυβέρνηση διατείνεται ότι θέλει να εξοντώσει, «αλληλοεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό». Αρα, η κυβέρνηση στο Ισλαμαμπάντ, υποστηρίζοντας τους φανατικούς, αθέλητα υποστηρίζει τις δυνάμεις στο εσωτερικό του Πακιστάν που θέλουν να την ανατρέψουν.

Ο παράγων Αφγανιστάν

Ο πόλεμος στο Κασμίρ έχει τις ρίζες του στο τέλος της βρετανικής αποικιοκρατικής κατοχής. Οταν το 1947 ιδρυόταν το Πακιστάν, οι Βρετανοί έδωσαν στους κυβερνήτες των μουσουλμανικών κρατιδίων της Ινδίας την «επιλογή» να ενταχθούν στην Ινδία ή στο Πακιστάν. Ο ινδουιστής μονάρχης του Τζαμού και Κασμίρ επέλεξε την Ινδία - εν μέρει για να καταστείλει την εξέγερση διάφορων φυλών. Το Πακιστάν απάντησε στέλνοντας το στρατό. Και η γαία εμείχθη με το πυρ. Το 1949, αυτός ο πρώτος πόλεμος Ινδίας και Πακιστάν (ακολούθησαν άλλοι δύο) τελείωνε με την εκεχειρία. Αλλά το Ισλαμαμπάντ ποτέ δεν έπαψε να υποστηρίζει τους αντάρτες μυστικά, όσο κι αν επισήμως διατείνεται πως οι αυτονομιστές «ως άτομα δεν υπόκεινται» στην εκεχειρία (Από την άλλη, ο Μαουλάνα Αμπούλ Α'λα Μαουντουντί, ο μακαρίτης ιδρυτής του ισλαμιστικού κόμματος Τζαμαάτ-ε-Ισλαμί, έλεγε πως «ως άτομα» οι αντάρτες, οι μουτζαχεντίν, δεν μπορούν, κατά τις νόρμες του Ισλάμ, «να κηρύξουν το τζιχάντ»).

Οι Πακιστανοί πολιτικοί έως το 1980 «προσπαθούσαν» να δημιουργήσουν ένα αυτονομιστικό κίνημα στο Κασμίρ, αλλά παραδέχονταν πως οι κινήσεις τους ήταν «ανεπιτυχείς». Ηταν η ινδική πολιτική της καταπίεσης που «γέννησε» το αυτονομιστικό κίνημα, όπως πολλά χρόνια μετά παραδέχτηκαν (και) Ινδοί πολιτικοί. Ωστόσο, καθοριστικός για την άνδρωση του κινήματος και το ξέσπασμα, από το 1989, του ανταρτοπολέμου που συνεχίζεται ως σήμερα υπήρξε ο «παράγων Αφγανιστάν». Ηδη το 1992, οι «απόφοιτοι» του «απελευθερωτικού» πολέμου - που χρηματοδότησαν με 69 δισεκατομμύρια δολάρια, όπως υπολογίζει ο σταθμάρχης της CIA στο Πακιστάν από το 1986 έως το 1989, Μιλτ Μπίαρντεν, Σαουδική Αραβία, Πακιστάν και ΗΠΑ στο Αφγανιστάν εναντίον της ΕΣΣΔ - κινούνταν μαζικά προς το Κασμίρ. Σήμερα το 40% των ανταρτών στην περιοχή είναι Αφγανοί.

Το Πακιστάν έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην ανάδειξη της σημερινής κυρίαρχης κάστας του Αφγανιστάν, των Ταλιμπάν. Το κίνημα ανδρώθηκε στα ισλαμικά σχολεία, τα μαντράσας - άλλωστε, η λέξη «ταλιμπάν» σημαίνει κυριολεκτικά «φοιτητές».

Τα μαντράσας είναι σήμερα τα σημαντικότερα σχολεία στο Πακιστάν. Η Στερν αναφέρει ότι είναι 50.000. Και παράγουν φανατικούς με ρυθμούς περίπου βιομηχανικούς, χρηματοδοτούμενα κατά ύποπτους τρόπους από χώρες της Μέσης Ανατολής, αλλά με πολλές αδιευκρίνιστες πηγές εσόδων - ανάμεσά τους μυστικές υπηρεσίες, ακόμη και εβραϊκά συμφέροντα...

Το «προϊόν» των μαντράσας, οι μουτζαχεντίν, ζουν και αναπνέουν για το τζιχάντ. Ενας από αυτούς θα πει «κάποιος που είναι εθισμένος στην ηρωίνη μπορεί να απεξαρτηθεί αν θέλει», αλλά «ένας μουτζαχεντίν δεν μπορεί να αφήσει το τζιχάντ κι αν το θέλει. Είμαι πνευματικά εθισμένος». Και όχι μόνον αυτό: οι αντάρτες θέλουν να επανεισαγάγουν τον ιερό πόλεμο στο Πακιστάν, να μετατρέψουν το καθεστώς σε ανάλογο «εκείνου του Αφγανιστάν».

Αχάριστο τέρας

Οι ενδείξεις ότι το «τέρας» που δημιούργησαν οι Πακιστανοί με μεσανατολική και αμερικανική καθοδήγηση στρέφεται εναντίον των πατεράδων του πληθαίνουν. Πέρα από το άρθρο της Στερν, τα δυτικά πρακτορεία τις τελευταίες βδομάδες μεταδίδουν ένα κλίμα «ταλιμπανοποίησης» του Πακιστάν. Το πρακτορείο «Ρόιτερς» μετέδιδε στα τέλη Νοέμβρη ότι οι μουσουλμανικές οργανώσεις των φανατικών στην Πεσαουάρ, την πιο βίαιη επαρχία του Πακιστάν, «εμπνέονται» και μιμούνται όλο και περισσότερο τις τακτικές των Ταλιμπάν.«Είναι η λύση. Δεν μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματά μας χωρίς μια κυβέρνηση σαν κι αυτή του Αφγανιστάν», θα πει ένας από τους ηγέτες τους. Καταστρέφουν τηλέφωνα και τηλεοράσεις. Επιβάλλουν φόρους. Αφαιρούν από τις γυναίκες κάθε δικαίωμα. Και η κυβέρνηση (η... δημοκρατική χούντα του στρατηγού Μουσαράφ); Τηρεί «αμφιλεγόμενη στάση», παρατηρούν διπλωμάτες και αναλυτές.

Στο μεταξύ, η εκεχειρία, την οποία στα τέλη Νοέμβρη κήρυξε η ινδική πλευρά στο Κασμίρ και «χαιρέτισε ως μια καλή βάση» η κυβέρνηση του Πακιστάν σε μια πορεία προς την έναρξη συνομιλιών, πνίγεται σε έναν ποταμό αίματος. Οι νεκροί έκτοτε έχουν ξεπεράσει τους 60, ενώ οι επιθέσεις των φανατικών κλιμακώνονται ολοένα - την Παρασκευή επιτέθηκαν κατά Ινδού υπουργού της πολιτειακής κυβέρνησης. Η ειρήνη απομακρύνεται...

Η κατάσταση επιδεινώνεται, σε βάρος των δύο λαών. Στο Πακιστάν, όπου το ποσοστό των φτωχών κατά τις επίσημες στατιστικές φτάνει το 40%. Και στην Ινδία, που βλέπει το μίσος να κερδίζει έδαφος. Τώρα το ερώτημα - και ο τρόμος τους - είναι αν οι φανατικοί υπερισχύσουν. Κι αν, στη συνέχεια, ο διαρκής «πόλεμος χαμηλής έντασης» θα μετατραπεί σε ανοιχτή σύγκρουση.


Μπ. Γ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ