Στην Κύπρο βρέθηκε ο «Ριζοσπάστης», με την ευκαιρία της πρόσφατης επίσκεψης κλιμακίου του ΚΚΕ με επικεφαλής τον βουλευτή του Κόμματος Ν. Παπαναστάση, και κατέγραψε στοιχεία από τη ζωή χιλιάδων Ελλήνων που διαμένουν στο ελεύθερο τμήμα του νησιού.
Υπολογίζεται ότι πάνω από 60.000 Ελληνες βρίσκονται σε διάφορες πόλεις. Δουλεύουν σε πολλούς κλάδους, ιδιαίτερα στον Τουρισμό - Επισιτισμό, στις Κατασκευές, στο Εμπόριο κ.α. Σπουδάζουν στα δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια, ή υπηρετούν τη θητεία τους στην ΕΛΔΥΚ ως έφεδρο προσωπικό ή στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων.
Πρόκειται κατά βάση για εργατικό - λαϊκό κόσμο και νεολαία που κυνηγά το όνειρο μιας καλύτερης ζωής, παλεύοντας να βγάλει τα προς το ζην, επειδή δεν υπήρχαν άλλες επιλογές στην Ελλάδα.
Η κοινή γλώσσα, οι διαχρονικές σχέσεις με τους Ελληνοκυπρίους, τα κοινά σε πολλές περιπτώσεις ήθη και έθιμα, δημιουργούν την εντύπωση σε κάποιον ότι μπορεί να μη βρίσκεται στο εξωτερικό.
Ωστόσο, αυτό αποτελεί μια πραγματικότητα και μάλιστα σκληρή, αφού με το που πατήσει κάποιος στην Κύπρο οι δυσκολίες είναι μεγάλες, ακόμα και για να επισκεφτείς την Ελλάδα ή να επιστρέψεις σε αυτή.
Η κατάσταση περιπλέκεται από την ακρίβεια που «καλπάζει», ιδιαίτερα στη διαμονή. Αλλά και από τη βαθύτερη εμπλοκή της Κύπρου στο κουβάρι των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και των ΝΑΤΟικών σχεδιασμών, με ό,τι κινδύνους συνεπάγεται αυτό για τον λαό της, όπως και για κάθε εργαζόμενο στη χώρα.
Ετσι, τα «καμπανάκια» των δυσκολιών και των κινδύνων χτυπάνε όλο και πιο δυνατά, καθώς πίσω από την «ιλουστρασιόν» εικόνα που παρουσιάζεται και στην Ελλάδα, κρύβονται σημαντικά προβλήματα που μεγεθύνονται.
Εκεί στρέφει τα φώτα του το οδοιπορικό του «Ριζοσπάστη», που σήμερα δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος του.
Αποκαλυπτικές οι μαρτυρίες εργαζομένων για τις συνθήκες δουλειάς και διαμονής
Από τη σύσκεψη στη Λευκωσία με εργαζόμενους και φοιτητές, όπου μίλησε ο Ν. Παπαναστάσης |
Η καπιταλιστική οικονομική κρίση στην Ελλάδα, η έλλειψη μεροκάματων, η προβολή της νησιωτικής χώρας ως «ανεπτυγμένης», με «υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα» και «δείκτες ανάπτυξης», η ειδυλλιακή, επίπλαστη εικόνα για τις συνθήκες και τη ζωή σ' αυτή, καλλιέργησαν προσδοκίες, έσπρωξαν χιλιάδες εργαζόμενους να δοκιμάσουν την «τύχη» τους.
Οπως εξήγησαν Ελληνες εργαζόμενοι στις συνομιλίες τους με τον «Ριζοσπάστη», η προβολή μιας επίπλαστης εικόνας ευμάρειας, με τα πολυτελή αυτοκίνητα, τους σύγχρονους ουρανοξύστες, τα «πολυάστερα» ξενοδοχεία κ.ά., δημιουργεί αρχικά την εντύπωση ότι τα πράγματα μπορεί να είναι «αρκετά καλύτερα» στην καθημερινότητα των εργαζομένων συγκριτικά με την Ελλάδα.
Αυτή η εικόνα καταρρέει λόγω των μεγάλων δυσκολιών που βρίσκουν σταδιακά μπροστά τους. Επιπλέον, η πολυεθνικότητα και διαστρωμάτωση της εργατικής τάξης δυσκολεύει ακόμη και την επικοινωνία, μεγαλώνει τα εμπόδια στην οργάνωση των διεκδικήσεων των εργαζομένων.
Εργοτάξιο στη Λεμεσό |
Και προσθέτει: «Οι μισθοί κυμαίνονται ανάλογα με την "συμφωνία" που θα πετύχει κανείς, πάνω στην ειδικότητα που έχει, την δουλειά που βγάζει κ.λπ. Υπάρχει εννιάωρο και εξαήμερο στην προβλεπόμενη εργασία, ωστόσο, ουσιαστικά η συζήτηση γυρίζει στην ατομική διαπραγμάτευση. Η εργοδοσία, είτε είσαι στην Ελλάδα, είτε στην Κύπρο, είτε αλλού, είναι ίδια και επιδιώκοντας το μέγιστο κέρδος εκβιάζει, απειλεί, εκφοβίζει. Ο καθένας από το προσωπικό θα πρέπει να ξέρει να κάνει τα πάντα, να καλύπτει διάφορα πόστα, να είναι γενικά "διαθέσιμος"».
Ο συνομιλητής μας στέκεται και στην κατάσταση στην πόλη: «Με τα έξοδα για μια μικρή γκαρσονιέρα να είναι το λιγότερο 700 ευρώ τον μήνα και αυτά με τον φόβο μήπως αύριο - μεθαύριο γίνουν 1.000 και 1.200, ιδιαίτερα για τη Λεμεσό, οι μισθοί είναι δυσανάλογοι με το συνολικότερο κόστος ζωής».
Μεγάλη είναι η παρουσία Ελλήνων εργαζομένων στον τουρισμό και στην επαρχία Αμμοχώστου, ιδιαίτερα στις περιοχές Παραλιμνίου, Αγίας Νάπας. Σχεδόν σε όλα τα ξενοδοχεία υπάρχουν εργαζόμενοι από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, πολλοί νέοι σε ηλικία, απασχολούμενοι κύρια ως μάγειρες ή σερβιτόροι, με σπαστά ωράρια, αλλά και σε άλλες ειδικότητες.
Οπως και στην Ελλάδα, η βιτρίνα του τουρισμού κρύβει από πίσω της μεγάλη ένταση της εκμετάλλευσης |
Σημειώνει ότι η κατάσταση για τους εργαζόμενους έγινε ακόμη πιο δύσκολη στη μετά covid «εποχή», εφόσον αυξήθηκαν οι τουριστικές ροές. Η εργοδοσία του κλάδου, επικαλούμενη (όπως και στην Ελλάδα) έλλειψη προσωπικού, πιέζει για περισσότερη δουλειά, καλύπτει πόστα με λιγότερο προσωπικό, ενώ υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι - π.χ. καμαριέρες - που δεν «ανήκουν οργανικά» στο δυναμικό ξενοδοχειακών μονάδων, αλλά σε εργολαβικές εταιρείες, με την εκμετάλλευσή τους ουσιαστικά να περνά σε εντελώς άλλο... επίπεδο.
Αποτέλεσμα της εντατικοποίησης είναι και τα εργατικά «ατυχήματα» (κοψίματα, καψίματα κ.ά.) που στην πλειοψηφία τους δεν δηλώνονται ως τέτοια, χωρίς να υπολογίζονται οι εργατικές ασθένειες που προκαλούνται ουσιαστικά από τις συνθήκες εργασίας σε κουζίνες και άλλα πόστα.
Τεράστιο πρόβλημα αποτελούν και οι συνθήκες διαμονής και διατροφής. «Επειδή να νοικιάσεις σπίτι είναι κάτι το απλησίαστο, η εργοδοσία "φροντίζει" για τη διαμονή των εργατοϋπαλλήλων είτε διαθέτοντας κοντέινερ σε χώρους κοντά στις ξενοδοχειακές μονάδες, είτε σε ό,τι παλαιό κατάλυμα υπάρχει και άλλα οικήματα που νοικιάζει», αναφέρει η Χριστίνα και προσθέτει:
«Οι εργοδότες χωρίζουν στα καταλύματα τους εργάτες ανά εθνικότητα. Εκεί οι συνθήκες είναι άθλιες. Φανταστείτε τη ζωή στα κοντέινερ καλοκαίρι με τις θερμοκρασίες να φτάνουν 45 βαθμούς Κελσίου και για τη λειτουργία των αναγκαίων κλιματιστικών να τίθεται περιορισμός στην κατανάλωση σε κιλοβατώρες, διαφορετικά οι εργαζόμενοι πληρώνουν τη διαφορά! Σε κάθε χώρο ζουν μαζί πολλά άτομα. Οικογένεια δεν μπορεί να έρθει και να μείνει εδώ για εργασία. Οσο για τη διατροφή, όταν είσαι μέσα στο ξενοδοχείο, η εργοδοσία "προσφέρει" πολλές φορές ό,τι περισσέψει από τους μπουφέδες των πελατών. Για όλα αυτά, πολλοί εργαζόμενοι από Ελλάδα είναι νέοι ηλικιακά, πολλοί χωρίς δική τους οικογένεια. που για να βοηθήσουν τους δικούς τους μένουν πίσω, άλλοι για να μπορέσουν να ικανοποιήσουν ορισμένες ανάγκες με την επιστροφή τους και πολλοί για να κάνουν ένα "βήμα" προκειμένου να μεταναστεύσουν εν συνεχεία σε άλλη χώρα».
Την κατάσταση δυσκολεύει η έλλειψη γνώσης των εργασιακών τους δικαιωμάτων, το γεγονός ότι μετά από 4 χρόνια υπογράφηκε ΣΣΕ χωρίς ουσιαστική συλλογική διαδικασία στον κλάδο, που απασχολεί εργαζόμενους από πολλές και διαφορετικές χώρες, χωρίς επικοινωνία μεταξύ τους.
Δίπλα σε αυτή την κατάσταση θεριεύουν και τα φαινόμενα σαπίλας στο έδαφος του εκμεταλλευτικού συστήματος. «Επειδή δεν υπάρχει ουσιαστικά καμιά ποιότητα ζωής, η εκμετάλλευση είναι σκληρή, με πολλή δουλειά και χωρίς ποιοτικό ελεύθερο χρόνο, πολλοί καταφεύγουν στα ναρκωτικά, ή στην υποτιθέμενη ξέφρενη διασκέδαση, στη ζωή που κάποιος μπορεί εύκολα να χειραγωγείται», αναφέρει η ίδια.
Μεγάλο κομμάτι εργαζομένων απασχολείται στις κατασκευές, κύρια την οικοδομή. Ο 60χρονος Βαγγέλης, που ακόμη συνεχίζει τη δουλειά του οικοδόμου, συμπληρώνει 6 χρόνια στην Κύπρο. Οταν συνομίλησε με τον «Ριζοσπάστη» είχε ρίξει 1.200 κυβικά μπετόν στη Λεμεσό, μαζί με το υπόλοιπο συνεργείο. Διαμένει μαζί με την γυναίκα του και τον έναν από τους δύο γιους του στην πόλη, προσπαθώντας να καλύψει τα έξοδα και του δεύτερου γιου, που σπουδάζει στη Θεσσαλονίκη.
«Ηρθαμε στην Κύπρο λόγω ανεργίας», δηλώνει και εξηγεί για τις συνθήκες ζωής και εργασίας: «Μπορεί να δουλεύουμε με τη ΣΣΕ που προβλέπει 13,5 ευρώ την ώρα, μεικτά, κλιμακούμενα χρήματα, αλλά η ζωή εδώ είναι πολύ πιο ακριβή. Θεωρούμαστε "τυχεροί" που πληρώνουμε 900 ευρώ νοίκι για τριάρι διαμέρισμα στη Λεμεσό, γιατί τα ενοίκια για μια αξιοπρεπή διαμονή είναι πολύ υψηλότερα. Συνυπολογίζοντας λογαριασμούς ρεύματος, νερού, ίντερνετ, τηλεπικοινωνιών, τα περίπου 200 ευρώ τον μήνα για καύσιμα, τα περίπου 1.000 ευρώ για σούπερ μάρκετ και τα έξοδα στην Ελλάδα, ξεπερνάνε τα 3.000 ευρώ και δεν θα βγαίναμε πέρα αν δεν δουλεύαμε και οι τρεις εδώ. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2019 που ήρθαμε και μετά, η ζωή είναι κάθε χρόνο ακριβότερη και συνεχίζει».
Συνεχίζοντας να απαριθμεί τις δυσκολίες, τονίζει: «Επειδή είναι δύσκολα να ζεις οικογενειακώς, πολλοί άντρες έρχονται για δουλειά στην οικοδομή μόνοι τους, ζουν αρκετά άτομα μαζί για να μοιράζονται τα έξοδα και προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα. Ουσιαστικά, αυτό που πρέπει να κοιτάζει ο καθένας είναι να μην μείνει άνεργος, να υπάρχει ένα "μαξιλάρι" επιβίωσης για 1-2 μήνες γιατί αλλιώς, είναι αυτό που λέμε σε... έφαγε η μαρμάγκα. Αυτό για να μπορείς να ζεις με λίγη αξιοπρέπεια, όχι "αγκαλιά" με τη μιζέρια, ενώ δεν ισχύει πλέον ότι θα έρθει κάποιος και θα βγάλει λεφτά όπως μπορεί να συνέβαινε σε άλλες εποχές γενικότερα με τους Ελληνες μετανάστες. Η κατάσταση είναι δύσκολη».
Για τις συνθήκες εργασίας σημειώνει ότι μπορεί να υπάρχει ΣΣΕ, όμως η εργοδοσία στους μεγαλοεργολάβους και πολύ περισσότερο στις υπεργολαβίες έργων, ειδικά σε ειδικότητες υδραυλικών, ηλεκτρολόγων, καλουπατζήδων κ.ά. δεν υποχρεώνεται στην εφαρμογή της, ενώ ρόλο παίζει και ο διαχωρισμός των εργατών ανά εθνικότητα που προωθούν οι κατασκευαστικές εταιρείες. Λόγω και της δυσκολίας στην επικοινωνία (π.χ. υπάρχουν αρκετοί Σύροι εργαζόμενοι στις κατασκευές), αυξάνονται τα περιθώρια έντασης της εκμετάλλευσης.
«Γίνονται προσπάθειες να εφαρμόζεται η ΣΣΕ, να καταχωρηθούν υπερωρίες, άδειες, ρεπό, ταμεία πρόνοιας, αργιών και άλλα ζητήματα που αναδεικνύουμε και μέσω της Συντεχνίας Οικοδόμων, του επαρχιακού της γραφείου στην πόλη», είπε ο Βαγγέλης, ως μέλος της Συντεχνίας, σημειώνοντας την ανάγκη έντασης αυτής της προσπάθειας, ώστε να αγκαλιάσει το σύνολο των εργατών του κλάδου.
Και κατέληξε: «Μπορεί να προβλέπεται 8ωρο και 5ήμερο, αλλά η εργοδοσία πιέζει για υπερωρίες για να τελειώνουν έργα, προωθώντας την εργασία τα Σάββατα, πληρώνοντάς την ως "υπερωρία". Σε ό,τι αφορά τις συνθήκες δουλειάς, μέτρα υγείας και ασφάλειας στο "φαίνεσθαι" υπάρχουν, αλλά στην ουσία χρειάζονται κι άλλα. Για τη δουλειά κάτω από υψηλές θερμοκρασίες, πράγμα όχι ασύνηθες ειδικά το καλοκαίρι, υπάρχει σταμάτημα εργασιών, αυτό οφείλεται όμως και στο πώς λειτουργούμε και οι εργαζόμενοι με αλληλεγγύη μεταξύ μας».
Στη Λευκωσία η Μόρφω βρέθηκε από την Αθήνα και φέτος συμπληρώνει 4 χρόνια, δουλεύοντας σε αποθήκες εμπορικής αλυσίδας με 25 καταστήματα. «Στην Κύπρο με έφεραν οι μεγάλες δυσκολίες στην Ελλάδα, το γεγονός ότι πληρωνόμουν λιγότερα», λέει και εξηγεί έχοντας πλέον την εμπειρία της μετανάστευσης:
«Μπορεί να παίρνω έναν σχετικά καλύτερο μισθό φτάνοντας τα 1.060 ευρώ μηνιαίως καθαρά, δουλεύοντας 6ήμερο και 8ωρο, όμως πλέον τα έξοδα είναι μεγάλα και τίθεται ανοιχτά το ερώτημα γιατί στην Κύπρο να δώσει η εργοδοσία περισσότερα; Ζούμε για να δουλεύουμε! Ειδικά τον τελευταίο ενάμιση χρόνο η κατάσταση με την ακρίβεια χειροτερεύει. Ζώντας μόνη σε ένα παλαιότερο δυάρι με 470 ευρώ νοίκι, χωρίς κεντρική θέρμανση, θεωρούμαι τυχερή και δεν υπολογίζουμε τα υπόλοιπα έξοδα!».
Δηλώνοντας ότι «δεν περισσεύει τίποτα» στέκεται και στο ζήτημα των συγκοινωνιών, όπου «μια μηνιαία κάρτα για ένα τραγικό αστικό δίκτυο που δεν εξυπηρετεί ουσιαστικά, φτάνει τα 50 ευρώ, ενώ ένα απλό εισιτήριο μίας διαδρομής φτάνει τα 2,40 ευρώ και στις περισσότερες των περιπτώσεων χρειάζεται να πάρεις και άλλο λεωφορείο για να πας στη δουλειά σου. Δηλαδή έξοδα επί τέσσερα αν δεν έχεις κάρτα ή δικό σου μέσο. Επιπλέον, πληρώνεις περισσότερα αν χρησιμοποιείς λεωφορείο μετά τις 8 μ.μ.!».
Τονίζει ότι η κατάσταση στο εμπόριο «σε μικρότερες επιχειρήσεις μπορεί να είναι ακόμη χειρότερη ειδικά σε ό,τι αφορά απλήρωτες υπερωρίες» και καταλήγει: «Η κατάσταση θυμίζει, για όσους είμαστε μεγαλύτεροι ηλικιακά, την εικόνα στην Ελλάδα πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Επιπλέον, υπάρχει ζήτημα με την έλλειψη οργανωμένης δράσης από πλευράς συνδικαλιστικού - εργατικού κινήματος, αφού δεν υπάρχει διεκδίκηση στους χώρους δουλειάς».
Από τους «προβεβλημένους» κλάδους απασχόλησης είναι και αυτός της Υγείας, με τον Δημήτρη, γυναικολόγο στο δημόσιο Μακάρειο Μαιευτικό Νοσοκομείο, που βρίσκεται στη χώρα από το 2018, να αναφέρει:
«Μπορεί να εργάζομαι πλέον με σύμβαση αορίστου χρόνου, όμως με το νέο καθεστώς προωθείται η οικονομική αυτονομία των νοσοκομείων και για τους υγειονομικούς, ιδιαίτερα τους νέους γιατρούς, η μη δέσμευση πλέον απ' τις παλαιότερες μισθολογικές απολαβές τους, αφού προσλαμβάνονται πλέον και ως έκτακτο προσωπικό. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά την εργασία, η διαφορετική δομή απ' την Ελλάδα του συστήματος Υγείας, που οδεύει σε ακόμη μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση και επιχειρηματική δράση, αυξάνει τις πιέσεις στα δικαιώματα των υγειονομικών».
Μέσα στα ζητήματα που θίγει, είναι η μη επιστημονική κάλυψη των εφημερευόντων γιατρών από ανώτερο βαθμό πανεπιστημιακών γιατρών, ειδικά για τα επείγοντα περιστατικά, ενώ πλέον τα συμβόλαια που «κλείνονται» με όσους επιθυμούν να εργαστούν στην Κύπρο είναι 30μηνα, κάτι που μεγαλώνει την ανασφάλειά τους για το μέλλον.
Από τους κλάδους που γνωρίζουν «άνθιση», απασχολώντας και Ελληνες μετανάστες εργαζόμενους, είναι αυτός των μεταφορών - logistics, με την Μαρία, που τα τελευταία τριάμισι χρόνια βρίσκεται στη Λεμεσό και περιμένει το πρώτο της παιδί, εργαζόμενη σε ναυτιλιακή εταιρεία, να επισημαίνει:
«Μπορεί σχετικά πιο εύκολα να βρίσκεις δουλειά στην Κύπρο, όμως, αν δεν έχεις κάπου να σταθείς, τα πράγματα δεν διαφέρουν και πολύ απ' την Ελλάδα. Ηρθαμε με τον άντρα μου επειδή έχουμε συγγενείς και σπίτι δικό μας. Η ένταση της δουλειάς δεν έχει και πολλές διαφορές, αφού μπορεί να εργάζεσαι 8ωρο, 5ήμερο, όμως ουσιαστικά πρέπει να είσαι διαθέσιμος όλο το 24ωρο, τα Σαββατοκύριακα, αν κάποιο πλοίο χρειαστεί κάτι επείγον ή οτιδήποτε άλλο. Από εκεί και πέρα, αν δεν είχαμε τη διέξοδο του σπιτιού, που απ' όταν ήρθαμε φτιάχνουμε για να μπορούμε να μένουμε σε αυτό, δεν θα επιβιώναμε. Τα νοίκια είναι πανάκριβα, με αποτέλεσμα ακόμη και οι ντόπιοι να αντιμετωπίζουν προβλήματα, κόσμος να έρχεται από Λευκωσία - Λεμεσό καθημερινά για δουλειά, προκειμένου να αποφύγει τη μόνιμη διαμονή. Αν συνυπολογιστούν τα έξοδα για σούπερ μάρκετ και για συγκοινωνίες, με 1.200 ευρώ μέσο μισθό, κάποιος χωρίς σπίτι δεν έχει ουσιαστικά τύχη».
Στέκεται τέλος στην έντονη διαστρωμάτωση μεταξύ των εργαζομένων, ιδιαίτερα όσων προέρχονται από χώρες της Ασίας, και μας λέει: «Υπάρχει μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στον πλούτο και τη φτώχεια, που δείχνει συνεχώς να οξύνεται».
Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Η θέληση και η αποφασιστικότητά του «νίκησαν» για ακόμα μια φορά! Ψάχνοντας, κατάφερε να εντοπίσει ότι το τουρκικό άρμα μάχης Μ-47, που κατέλαβε μαζί με τους συμπολεμιστές του και με το οποίο έδωσε μάχη τον Αύγουστο του 1974 στη θέση Σκυλλούρα της Κύπρου, βρισκόταν στη Διοίκηση Αεροπορίας στη Λακατάμεια.
Η επίσκεψη ήταν αναπόφευκτη! Εστω και για λίγα λεπτά, ο πολεμιστής του 1974 βρήκε ξανά το άρμα στο οποίο ήταν αρχηγός του πληρώματος! Το Μ-47 βρισκόταν εκεί, αλλά τίποτα δεν θύμιζε την ιστορία του, σκεπασμένο το μισό με μουσαμά, ξεχασμένο δίπλα σε ένα σοβιετικό Τ-34, απ' αυτά που διέθετε η Εθνική Φρουρά της Κύπρου το 1974 (όπως και τα εγγλέζικα «Μάρμουτ Χάριγκτον»). Τότε ήταν που άρχισε να περιγράφει τα γεγονότα, πώς δόθηκε η μάχη, ακόμα και τι επισκευές είχε κάνει το πλήρωμα στο όχημα!
Η συγκίνηση ήταν φυσικά μεγάλη και το αίτημα που διατύπωσε αυτονόητο: Να αναδειχθεί, να μην ξεχαστεί αυτή η ιστορία, οι συμμετέχοντες και το ίδιο το Μ-47. Αλλωστε οι μετακινήσεις του από περιοχή σε περιοχή της Κύπρου ήταν συνεχής. Ωστόσο, την ιστορία και τα γεγονότα πολλοί λίγοι τα γνωρίζουν και σε λίγα χρόνια υπάρχει ο κίνδυνος τα πάντα να τα σκεπάσει η λήθη.