Φόρεσε τα ευρωπαϊκά του ρούχα, τον ήρεμο τόνο, αντέγραψε κι εκείνο το στιλάκι του κ. Παπαντωνίου που θυμίζει «σας ξεγελάσαμε, εμείς είμαστε πιο καλοί δεξιοί από τους δεξιούς και πιο μάγκες διαχειριστές των συγκρουόμενων συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου» και απαντούσε στην ήπια κριτική της ΝΔ με τον καθησυχαστικό λόγο του μεγάλου προς το μικρότερο αδερφό.
Ακατανόητο μου φαινόταν όπως και σε χιλιάδες άλλους πολίτες που δε σπάσαμε τις τηλεοράσεις μας από θλίψη κι οργή ανακατεμένη μ' αγανάκτηση και τύψεις ίσως για πολλούς που με την ψήφο τους ενίσχυσαν αυτούς τους ανθρώπους στο δρόμο της πιο στυγνής, της πιο απάνθρωπης, της πιο βάρβαρης πολιτικής που είναι αυτή που υπηρετεί το ληστρικό κέρδος, μέσα απ' το στύψιμο του εργάτη, του ναυτεργάτη, του νέου, του δασκάλου, της καθαρίστριας, της μάνας με τα τρία παιδιά και τ' αμέτρητα σκαλιά να πλύνει, του οδηγού, του αγρότη, του σκαφτιά, του φοιτητή με τις μεγάλες ιδέες και τα όνειρα που έχουν τις ρίζες τους σε δυο δωμάτια ανήλιαγου διαμερίσματος στην «Ελλάς του 200Χ(;)».
Το ποστάλι - νεκροφόρα, που πήρε τους ανυποψίαστους κι εκβιασμένους να ταξιδεύουν μ' αυτό επιβάτες, αλλά και το μάγειρα, κι έναν μηχανικό κι έναν ναύκληρο κι έναν ευαίσθητο λιμενικό μαζί του στο μαύρο κρύο τάφο, δεν τις πέρασε τις Πόρτες, τις δύο που έχει η ζωή. Η εταιρία - δεινόσαυρος πια που πλέει μονάχος του στο Αιγαίο και στη Σοφοκλέους έχει γερό στομάχι και πολλά λεφτά. Την ώρα που η χώρα κι οι θαλασσινοί της μετράνε πτώματα, αυτοί στα γραφεία υπολογίζουν αποζημιώσεις, ισοσκελίζοντας ζημίες - κέρδη. Στην ελεύθερη οικονομία της αγοραίας πολιτικής, μας λένε τα επίσημα κυβερνητικά χείλη κατάμουτρα πως φταίνε πρώτ' απ' όλα οι ακραίες καιρικές συνθήκες, όπως και στις πυρκαγιές. Κι ύστερα η δυσπιστία μας... Εμείς φταίμε. Που δεν τα βρίσκουμε όλ' αυτά φυσικά, όσο τον κακό μας τον καιρό, και δε βασιζόμαστε στην πολιτική μπούρδα ότι «το μαχαίρι θα πάει στο κόκαλο».
Μια πολιτική που στέκεται κι αυτή και πλέει με τον ούριο άνεμο της ψήφου μας μπροστά σε δύο πόρτες. Την μπάζουμε απ' τη μια, μονάχοι μας στη βαρβαρότητα. Την άλλη που γράφει σοσιαλισμός, την κλείσαμε έστω κι άθελα στα μούτρα του λαού, στα μούτρα μας. Με την ψευδαίσθηση ίσως πως άμα πας μαζί τους στην πόρτα τη δική τους που γράφει «κέρδη», θα χωρέσουνε κι οι «άνθρωποι». Δυστυχώς για να λαδώνεται η πόρτα των καπιταλιστών χρειάζονται νεκροί, πνιγμένοι, καμένοι, εκτελεσμένοι, γερασμένοι, άρρωστοι, αγνοημένοι. Κι αν δε ναυαγήσει αυτή η πολιτική τότε τα ναυάγια θα μένουνε σε μας και σ' αυτούς η εξουσία να τα προκαλούν, να τα επιτρέπουν, να τα λογαριάζουν και να τα αξιοποιούν.
Είναι συνηθισμένο το «παιχνίδι» που γίνεται μεταξύ πρωθυπουργικού γραφείου, υπουργείου Εξωτερικών και υπουργείου Αμυνας, κάθε φορά που υλοποιείται μια επιλογή, μια απόφαση που αφορά στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό: Κανένα από αυτά τα τρία κέντρα δεν αναλαμβάνει το κόστος που συνεπάγεται η κοινή τους επιλογή, αλλά με τους μηχανισμούς πρόσβασης στον Τύπο, τους οποίους διατηρούν, επιχειρούν να μεταφέρουν το πολιτικό κόστος μακριά από τις πλάτες τους. Πρόκειται για μια πράξη ενσυνείδητης εξαπάτησης, στην οποία συμμετέχουν από κοινού και τα τρία κέντρα, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο φέρουν την ευθύνη για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Και η «απάτη» γίνεται σε βάρος της ελληνική κοινής γνώμης, του ελληνικού λαού, ο οποίος δεν πληροφορείται με την απαραίτητη σαφήνεια για τις επιλογές της κυβέρνησης για μείζονος σημασίας ζητήματα, όπως τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.
Πίσω από τη σκόνη του μικροπολιτικού παιχνιδιού που αέναα εξελίσσεται στους κόλπους της κυβέρνησης, για όποιον παρακολουθεί με στοιχειώδη προσοχή τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, βρίσκεται η σαφέστατη πολιτική επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης. Πρόκειται για μια επιλογή απόλυτα προσαρμοσμένη και ενταγμένη στους σχεδιασμούς και τις ρυθμίσεις του ΝΑΤΟ για τη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Πρακτικά, αυτό σημαίνει, για τα ελληνοτουρκικά, «συνολική διευθέτηση» και για το Κυπριακό, «αποδοχή των τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής το 1974».
Θα ήταν μεγάλο λάθος να προσωποποιήσει κανείς την πολιτική που ακολουθεί η χώρα στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Δεν υπάρχει ούτε πολιτική Παπανδρέου, ούτε πολιτική Σημίτη, ούτε πολιτική Τσοχατζόπουλου. Υπάρχει η κυβερνητική πολιτική για αυτά τα ζητήματα, που συνάδει με στρατηγικές επιλογές εξωελληνικών κέντρων αποφάσεων, τις οποίες αναλαμβάνει να υλοποιήσει το εγχώριο πολιτικό προσωπικό.
Σήμερα, λοιπόν, η συγκυρία επιβάλλει ταχύτητα και αυτός είναι ο λόγος, ο μόνος λόγος, που ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών εμφανίζεται πιο αποφασιστικός και δραστήριος για την υλοποίηση αυτών των στρατηγικών σχεδιασμών, απ' ό,τι ο προκάτοχός του Θ. Πάγκαλος. Ο Θ. Πάγκαλος, άλλωστε, ήταν αυτός που αποδέχτηκε τη λογική που διατύπωσε κυνικά και απερίφραστα ο Ζακ Ντελόρ, όταν δήλωσε «ας βάλουμε τη Νότια Κύπρο στην ΕΕ, για να τελειώνουμε με αυτό το θέμα». Ηταν τότε, που η ελληνική κυβέρνηση πανηγύρισε γιατί «εξασφάλισε» την ενταξιακή πορεία της Κύπρου στην ΕΕ. Βέβαια, φρόντισε να αποσιωπήσει ότι η ενταξιακή πορεία αφορούσε τη «Νότια Κύπρο», γεγονός που σήμανε την αρχή της διαδικασίας νομιμοποίησης των τετελεσμένων της εισβολής, που παρακολουθούμε σήμερα στις συνομιλίες οι οποίες έχουν ξεκινήσει από τον περασμένο Δεκέμβρη.
Υπάρχει και κάτι ακόμη, που δεν πρέπει να ξεχνά κανείς. Η ελληνική κυβέρνηση αποδέχτηκε τα Συμπεράσματα του Ελσίνκι, έχοντας προηγουμένως αποδεχτεί την ύπαρξη «τουρκικών ζωτικών συμφερόντων στο Αιγαίο», με το κοινό ανακοινωθέν Σημίτη - Ντεμιρέλ στη Μαδρίτη το καλοκαίρι του '97. Η ελληνική κυβέρνηση, επίσης, αποδέχεται τη λογική του διμερούς ελληνοτουρκικού διαλόγου, όταν την ίδια στιγμή, παραμένουν στο τραπέζι οι εξής τουρκικές θέσεις: Στην Κύπρο το μόνο πρόβλημα που υπάρχει είναι η αναγνώριση της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου. Τα υπόλοιπα προβλήματα επιλύθηκαν το 1974. Στο Αιγαίο υπάρχουν νησιά, βράχοι και νησίδες των οποίων το καθεστώς δεν είναι διευκρινισμένο από τις διεθνείς συνθήκες. Η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων αποτελεί αιτία πολέμου για την Τουρκία.
Αλλά, τελικά, ούτε αυτό είναι δικό της έργο, αλλά αποτέλεσμα έξωθεν συμβουλών από Αμερικανούς «ειδικούς». Πρόκειται για αυτούς τους ανθρώπους, που σε γενικές γραμμές έχουν καταφέρει να οδηγήσουν την προσοχή μας στο «σουξέ» της κ. Αντζελας Δημητρίου στην Τουρκία, στα υπέροχα, ομολογουμένως, ελληνοτουρκικά ντουέτο σοβαρών καλλιτεχνών, στις ελληνοτουρκικές επιδείξεις μόδας από «μεγάλους» Ελληνες και Τούρκους μόδιστρους, έτσι ώστε να μην ακούμε ότι το Κυπριακό λύθηκε το '74 και να μη βλέπουμε ότι ξεκινά η συζήτηση για τη «μοιρασιά» του Αιγαίου.