«Η τρόικα σκοπεύει να μεταμορφώσει τους Ελληνες σε... κινέζους, που εργάζονται 12ωρο για μία κούπα ρύζι (...) Μόνη λύση η απαλλαγή μας από τα αποτυχημένα μνημονιακά μέτρα και η στροφή στην εθνική μας παραγωγή»... Αυτά δηλώνει στα μπαλκόνια η «Χρυσή Αυγή», στην πράξη βεβαίως κάνει ό,τι μπορεί ώστε η ...κινεζοποίηση να γίνει πραγματικότητα για τους εργαζόμενους μια ώρα αρχύτερα προς τέρψη των καπιταλιστών. Ανοίγει γραφεία ευρέσεως εργασίας μόνο για Ελληνες που θα δουλεύουν σε συνθήκες γαλέρας, όπως διαμορφώθηκαν από την αντεργατική πολιτική των κυβερνήσεων και το κάνουν γιατί ήδη έχουν δημιουργηθεί συνθήκες τεράστιας κερδοφορίας, απευθύνεται σε επιχειρηματίες ή μεγαλοαγρότες ζητώντας τους να απολύσουν αλλοδαπούς που τυχόν απασχολούν και στη θέση τους να προσλάβουν Ελληνες, με μεροκάματα φυσικά που προσιδιάζουν σε φιλοδώρημα.
Ετσι πιστεύει ότι πετυχαίνει μ' ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια. Και να μαζεύει εκλογική πελατεία εμπορευόμενη την ανέχεια των ανθρώπων του μόχθου, και να φιλοτεχνεί ένα δήθεν φιλολαϊκό προφίλ, και να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στους «πάτρωνές» της, τη μεγαλοεργοδοσία, τροφοδοτώντας την με πάμφθηνα εργατικά χέρια.
Αναμενόμενο. Κόμμα βαθιά συστημικό, στην υπηρεσία ενός συστήματος που στηρίζεται στην εξαθλίωση των πολλών, κάνει ό,τι μπορεί για την ανακύκλωση της φτώχειας και την άμβλυνση της οργής που μπορεί να μετουσιωθεί σε ταξική πάλη ή το στρέψιμό της εναντίον των μεταναστών εργατών σε εφαρμογή του δοκιμασμένου και επιτυχημένου για τους αστούς «διαίρει και βασίλευε». Κόμμα ρατσιστικό αντιμετωπίζει τους μετανάστες σαν υπάνθρωπους αλλά και τους Ελληνες εργάτες σαν φθηνά εξαρτήματα της μηχανής κοπής κερδών για την πλουτοκρατία.
Χρέος κάθε εργάτη, κάθε ανθρώπου του μόχθου να της γυρίσει την πλάτη, να την απομονώσει, να την καταδικάσει στη συνείδησή του. Είναι εχθρός για κάθε εργαζόμενο, ανεξάρτητα από καταγωγή, θρησκεία.
Τις αξεδιάλυτες και βαθιές αντιθέσεις του δρόμου της ανάπτυξης που υπηρετεί την κερδοφορία των μονοπωλίων και τα αξεπέραστα αδιέξοδα του καπιταλισμού, αποτυπώνει με τη «λογική των αριθμών» το άρθρο του Ν. Καραμούζη, διευθύνοντος συμβούλου του Ομίλου Γιούρομπανκ στην κυριακάτικη «Καθημερινή». Το τραπεζικό στέλεχος, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι «το κόστος εργασίας αποτελεί, κατά μέσο όρο, σήμερα περίπου το 20%-25% του συνολικού κόστους παραγωγής στο μη χρηματοπιστωτικό τομέα στην Ελλάδα», αλλά παρ' όλα αυτά δεν αποκλείει να συμπιεστεί περαιτέρω επειδή «πρέπει να διατηρείται σε ανταγωνιστικά επίπεδα, αυξανόμενο αναλογικά με τη βελτίωση της παραγωγικότητας». Δεν κρύβει την ικανοποίηση της τάξης του γιατί με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της Γιούροστατ «η χώρα μας έχει ανακτήσει μέσω της εσωτερικής υποτίμησης το 70% της απολεσθείσας ανταγωνιστικότητας μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη», αλλά ζητά νέες παρεμβάσεις στους άλλους παράγοντες που διαμορφώνουν το συνολικό κόστος παραγωγής, όπως είναι «οι πρώτες ύλες, τα ενδιάμεσα αγαθά και η ενέργεια (κοντά στο 40%), που ατυχώς είναι κυρίως εισαγόμενα αγαθά, και επίσης οι φόροι και το κόστος κεφαλαίου και χρήματος (γύρω στο 20% του συνόλου)». Στην πραγματικότητα «φωτογραφίζει» και ενθαρρύνει τις παρεμβάσεις που γίνονται μέσω των περιβόητων διαρθρωτικών αλλαγών και της απελευθέρωσης των αγορών (εργασίας, υπηρεσιών, ενέργειας) που ανοίγουν το δρόμο για νέα πεδία εγγυημένης και αειφόρου κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων. Οι βαρύγδουπες διαπιστώσεις, ότι «η αριθμητική της ανάπτυξης δε βγαίνει με τα σημερινά δεδομένα» ή οι ανούσιες προτάσεις του ίδιου, του τύπου «η επιστροφή στην ανάπτυξη προϋποθέτει τη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου και εμπεριστατωμένου εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου» (σ.σ. περίπου ό,τι λέει και ο Α. Τσίπρας), δεν μπορούν να κρύψουν ότι επί της ουσίας δεν υπάρχει κανένα άλλο μείγμα, πιο φιλολαϊκής, δήθεν, διαχείρισης της κρίσης του καπιταλισμού.