Οπως αναφέρεται στο σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «από τον Πειραιά έως το Ρότερνταμ, το ταξίδι διαρκούσε έξι ημέρες, αλλά σήμερα με τις χαμηλότερες ταχύτητες λόγω κόστους καυσίμων, διαρκεί έντεκα ημέρες. Αρα ο Πειραιάς αποτελεί την πλέον οικονομική και συμφέρουσα επιλογή», εννοείται για την Hewlett Packard. Παρόλα αυτά, ο πρωθυπουργός έσπευσε να προβάλει μια επιχειρηματική συμφωνία ως μεγάλη επιτυχία που υπηρετεί το εθνικό συμφέρον, κάνοντας λόγο για «ψήφο εμπιστοσύνης στην Ελλάδα», βαφτίζοντας ως συνήθως το συμφέρον των μονοπωλίων ως συμφέρον όλου του λαού. Ωστόσο, δεν ανέφερε κανένα συγκεκριμένο όφελος που θα έχει ο λαός από αυτήν τη συμφωνία, γιατί απλά δεν υπάρχει. Οπως δεν υπήρξε από την εκχώρηση του λιμανιού στην «Cosco».
Ο πρωθυπουργός, όμως, θέλει να προσελκύσει επενδύσεις, αντιγράφοντας «το παράδειγμα της Ιρλανδίας», όπως είπε στην ομιλία του στη Βουλή κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τον προϋπολογισμό. Ομως, το λεγόμενο «ιρλανδικό θαύμα» ή «κέλτικος τίγρης» στηριζόταν στην πλήρη κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων, χάριν της «ευελιξίας», στη μηδαμινή σχεδόν φορολόγηση των καπιταλιστών και στην ανεμπόδιστη κερδοσκοπία στα ακίνητα. Το λογαριασμό μετά την κατάρρευσή του τον πληρώνει ακόμα ο ιρλανδικός λαός, όπως πληρώνουν όλοι οι λαοί της Ευρώπης την καπιταλιστική ανάπτυξη, που η κυβέρνηση προβάλλει ως φιλολαϊκή διέξοδο!
Βαθιά υποκριτικές και κούφιες οι φραστικές αντιρρήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ για την απόφαση του πρωθυπουργού και του Συμβουλίου της Επικρατείας να προχωρήσει επί το αντιδραστικότερο η αναθεώρηση του λεγόμενου «νόμου Ραγκούση» για τη χορήγηση ελληνικής ιθαγένειας. Πρώτα απ' όλα, γιατί οι εν λόγω κυβερνητικοί εταίροι συμφωνούν και στηρίζουν την εφαρμοζόμενη μεταναστευτική πολιτική, δηλαδή το ανελέητο κυνήγι των μεταναστών, την απάνθρωπη «επιχείρηση Ξένιος Ζευς», τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τη βάναυση καταπάτηση των πάσης φύσεως δικαιωμάτων των μεταναστών, μεταξύ των οποίων και αυτό της ιθαγένειας. Επίσης, έχουν δείξει την ίδια με τη ΝΔ ανοχή στα «τάγματα εφόδου» των χρυσαυγιτών τραμπούκων και τη λεκτική και σωματική βία που ασκούν σε βάρος των μεταναστών. Ομως, η στάση τους στο μεταναστευτικό απορρέει από τη συνολικότερη στρατηγική που εφαρμόζουν υπέρ των μονοπωλίων. Η επίθεση δηλαδή κατά των μεταναστών είναι αναπόσπαστα δεμένη με τη συνολικότερη επίθεση κατά του λαού και των δικαιωμάτων του. Είναι ολοφάνερο λοιπόν ότι οι επιφυλάξεις που εξέφρασαν το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ ούτε «διχάζουν την κυβέρνηση» ούτε βέβαια πρόκειται να απειλήσουν την «κυβερνητική συνοχή» αν το Μέγαρο Μαξίμου επιμείνει να το φέρει προς ψήφιση. Από την άλλη, είναι αστείο να λέγεται ότι η κυβέρνηση προχωρεί σε αυτή την αντιδραστική ρύθμιση γιατί τάχα «υιοθετεί την ατζέντα της Χρυσής Αυγής» τάχα «για να τη διεμβολίσει». Η αλήθεια είναι ότι χρησιμοποιούν τη φασιστική συμμορία της ΧΑ για να ισοπεδώσουν τα λαϊκά δικαιώματα και να τσακίσουν το εργατικό -λαϊκό κίνημα. Ο αγώνας λοιπόν των Ελλήνων εργαζομένων και των μεταναστών είναι ενιαίος κατά της ταξικής αδικίας και του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Σε τελευταία ανάλυση, είναι αγώνας αντιιμπεριαλιστικός, αντικαπιταλιστικός.
Να προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της δημιουργίας του «Παρατηρητηρίου Οικονομικής Αυτοτέλειας των ΟΤΑ», που προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο, αποφάσισε το Διοικητικό Συμβούλιο (ΔΣ) της Κεντρικής Ενωσης Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ), με το σκεπτικό ότι στόχο έχει την επιτροπεία των δήμων και αντίκειται στο Σύνταγμα. Ωστόσο, η ΚΕΔΕ δε διαφωνεί συνολικά με τη λογική του ελέγχου της οικονομικής λειτουργίας των δήμων, που ήδη ισχύει, με στόχο τη συμμόρφωση με την κυρίαρχη πολιτική, αφού αποδέχεται την Ελεγκτική Επιτροπή που λειτουργεί σε επίπεδο υπουργείου Εσωτερικών και εξετάζει τις περιπτώσεις δήμων που υπάγονται σε διαδικασία εξυγίανσης. Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά στην πρόσφατη απόφασή της, «εάν το υπουργείο έκρινε σκόπιμο να προωθήσει επί πλέον προϋποθέσεις, βελτιωτικές όμως, στο ειδικό πρόγραμμα εξυγίανσης, αυτό θα μπορούσε να γίνει χωρίς τη δημιουργία ενός νέου οργάνου, που καταργεί μάλιστα το αυτοδιοίκητο των ΟΤΑ». Για μια ακόμη φορά η ΚΕΔΕ καταθέτει τα διαπιστευτήριά της στην πολιτική της δημοσιονομικής πειθαρχίας και διαφωνεί σε... θεσμικό επίπεδο, ενώ την ίδια ώρα διαμαρτύρεται για τις συνέπειες αυτής της πολιτικής - βλέπε διάλυση υπηρεσιών, τραγικές ελλείψεις σε προσωπικό, δραματικές περικοπές στα οικονομικά των δήμων - που η ίδια στηρίζει.