Ολα τα παραπάνω καταγγέλλει σε ανακοίνωσή του και το επιχειρησιακό σωματείο των εργαζομένων και ταυτόχρονα δηλώνει, ότι τέτοιες ενέργειες δεν πρόκειται να τρομοκρατήσουν τους εργαζόμενους, αλλά αντίθετα τους πεισμώνουν, τους ατσαλώνουν και τους συσπειρώνουν περισσότερο. Η μαζική συμμετοχή τους στην απεργία ήταν άλλωστε η καλύτερη απάντηση στην εργοδοσία και τους τραμπούκους της.
Παρόμοιο ήταν το δολοφονικό σκηνικό που επιχείρησε να στήσει η εργοδοσία και σε βάρος απεργών του ξενοδοχείου «Αίολος» στο Δήμο Μελιτιαίων της Κέρκυρας, κατά την προχτεσινή περιφρούρηση της επιχείρησης από τις ταξικές δυνάμεις. Ενας εκ των «επενδυτών» με το όνομα Πατσούρας, όπως καταγγέλλουν οι εργαζόμενοι, παρέσυρε και τραυμάτισε με το αυτοκίνητο τον εργαζόμενο Μιχάλη Κοσκινά, προκαλώντας κάκωση στο δεξιό του πόδι. Ενώ στα σούπερ-μάρκετ «Δήμητρα», επίσης στην Κέρκυρα, οι υπάλληλοι της εργοδοσίας κάλεσαν αστυνομικές δυνάμεις προκειμένου να «σπάσουν» χωρίς επιτυχία την περιφρούρηση του ΠΑΜΕ έξω από το πολυκατάστημα, όπου πρόσφατα απολύθηκε εργαζόμενη μετά από 14 χρόνια εργασίας.
Μέχρι και την Αστυνομία έφεραν για να εμποδίσουν συνδικαλιστές και εργάτες να παρακολουθήσουν τις εργασίες του εκλογοαπολογιστικού συνεδρίου εργατικού κέντρου. Ο λόγος για την ηγεσία του Εργατικού Κέντρου Ναυπλίου και του προέδρου του Ραφαήλ Μπαρού, στελέχους της ΔΑΚΕ, που όχι μόνο δε δέχτηκε την πρόταση να παρακολουθήσουν εργάτες συνδικαλιστές τις εργασίες, χωρίς μάλιστα να παρεμβαίνουν - όπως του ζητήθηκε - αλλά έσπευσε να καλέσει την Αστυνομία για να απομακρύνει τους «παρείσακτους». Στη συνέχεια, με τη συνδρομή των «οργάνων της τάξης», οι συνδικαλιστές ωθήθηκαν έξω από την αίθουσα και τα στελέχη της ΔΑΚΕ κλείδωσαν και την πόρτα. Μάλιστα, ύστερα από μισή ώρα, οι «εργασίες» του συνεδρίου κηρύχτηκαν περαιωμένες. Συνέδριο φαστ-φουντ και απόλυτος εκφυλισμός, έτσι εννοούν στη ΔΑΚΕ το συνδικαλισμό, τη δημοκρατία στα σωματεία και το δικαίωμα των εργατών να συμμετέχουν στις διαδικασίες τους.
Κατά έξι μήνες μεγαλύτερο συγκριτικά με την Ευρώπη των «15» (61,1 έτη) και κατά οκτώ μήνες συγκριτικά με την Ευρώπη των «25» (60,9 έτη) είναι το μέσο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης στην Ελλάδα για το έτος 2005, που διαμορφώνεται στα 61,7 έτη, σύμφωνα με στοιχεία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Προσωπικού στους Οργανισμούς Κοινωνικής Προστασίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι η Ελλάδα το 2003 καταλάμβανε την τέταρτη θέση μεταξύ των χωρών με τον υψηλότερο μέσο όρο ηλικίας συνταξιοδότησης στην ΕΕ. Η όποια «στατιστική βελτίωση» στην κατάταξη της χώρας, όσον αφορά το χρόνο συνταξιοδότησης, καθόλου βέβαια δε σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι βγαίνουν νωρίτερα στη σύνταξη. Η όγδοη θέση που καταλαμβάνει στο σχετικό πίνακα το 2005, είναι τουλάχιστον πλασματική, καθώς οφείλεται στις πολλές πρόωρες συνταξιοδοτήσεις εργαζομένων από μεγάλες επιχειρήσεις, τράπεζες κλπ. προκειμένου να ρίξουν το εργατικό κόστος, το οποίο πολλές φορές φορτώνεται στα ασφαλιστικά ταμεία. Οφείλεται επίσης σε πρόωρες αποχωρήσεις εξαιτίας του κινδύνου που νιώθουν οι εργαζόμενοι από μια πιθανή επιδείνωση των όρων και προϋποθέσεων συνταξιοδότησης. Αποχωρήσεις, βέβαια, που πληρώνουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, αφού λαμβάνουν και μικρότερες συντάξεις. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα είναι σύνηθες το φαινόμενο πολλοί εργαζόμενοι να συνεχίζουν να εργάζονται και μετά τη συνταξιοδότησή τους, στοιχείο που δεν καταγράφεται από καμία στατιστική.
Κατά την προχτεσινή πανεργατική απεργία, ο γενικός γραμματέας του Δήμου Πειραιά Γ. Οικονομόπουλος, στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και διορισμένος από τον δήμαρχο (επίσης στέλεχος του ΠΑΣΟΚ) Π. Φασούλα, όχι μόνο εκβίαζε και απειλούσε τους εργαζόμενους για να «πιάσουν» δουλιά, όχι μόνο επιτέθηκε στην ομάδα περιφρούρησης που είχαν συγκροτήσει εργαζόμενοι του δήμου με την αλληλεγγύη δυνάμεων του ΠΑΜΕ μπροστά στην είσοδο του δημαρχιακού κτιρίου, αλλά, κάλεσε ο ίδιος και αστυνομικές δυνάμεις για να σπάσει την απεργία! Βέβαια, το μόνο που κατάφερε ήταν να εκτεθεί, καθώς οι εργαζόμενοι έδωσαν την απάντηση που έπρεπε συνεχίζοντας την απεργία. Ομως πρόκειται για ένα ακόμα σαφέστατο δείγμα γραφής για το τι επιφυλάσσει και η νέα «πράσινη» διοίκηση του δήμου σε βάρος των εργαζόμενων. Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα αποτελούν άλλωστε οι απλήρωτοι συμβασιούχοι εργαζόμενοι της Δημοτικής Επιχείρησης (ΔΕΠΑΠ), που συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις τους.